Μελαγχολία
Αφήστε με μόνο μου
με την απελπισία μου απόψε.
Δεν έχω το κουράγιο να μιλήσω.
}
Αλεξέι Κοντρατίεβιτς Σαβράσοφ, The Rooks Have Come Back (1871) |
“Τα Χριστούγεννα”
I
“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.
Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Ευφημία είχε φύγει μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα, είτε η γερασμένη μάνα άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πώς να είναι η Ευφημία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς, για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.
ΒΡΗΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, κάτω απ' το τραπέζι, ένα σημειωματάριο. Ρώτησα τους σπιτικούς μην ήταν δικό τους. Δεν ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριο με μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. Άρχισα να το ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας απ' το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ' όνομα ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα κάτω από το άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου. Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων και άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή... Πρόσεξα και κάτι άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς* του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ’ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῆ ἡ Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγι’ Ἀναστασά. Ἀφοῦ τὸ πάλαι* ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος οὗτος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ - Ἀγγελὴς ἐξόδευε τὴν ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του, διὰ νὰ τὸν πείση ὅτι ἐζήτει παράλογα. Ὁ αἰπόλος* ἔμεινεν ἀμετάπειστος.
– Πώς να σας μιλήσω;- ρωτούσε το κοινό, κλείνοντας το μάτι του. – Απλά ή με τη βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών;
– Με την βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών!
Χρήστος Μποκόρος |
Ελάτε τώρα, να σας μετρήσω, του είπε ο αστυνομικός, αφού είχε συμπληρώσει όλα τα άλλα στοιχεία του πάνω στο καινούργιο δελτίο ταυτότητας.
«Μα το ύψος μου αναφέρεται στην παλιά μου ταυτότητα», αντέδρασε αυτός·
Ο αστυνομικός χαμογέλασε ειρωνικά. «Τότε, ήσασταν είκοσι ετών τώρα, εξήντα πέντε. Ας κάνουμε μιαν επαλήθευση».
Artist:Jane Newland |
Viktor Schramm, The Fitting, 1900 |