} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
#a466ff
Πρώτη Σελίδα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.12.21

“Τα Χριστούγεννα”, Άντον Π. Τσέχωφ

Αλεξέι Κοντρατίεβιτς Σαβράσοφ, The Rooks Have Come Back (1871)
 

“Τα Χριστούγεννα”

I

 

“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Ευφημία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πώς να είναι η Ευφημία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς, για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.

23.7.21

Το Παράπονο Του Νεκροθάπτου, Εμμανουήλ Ροΐδης



 ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
        Πώς έτυχε προ πολλών ήδη ετών να ενδιαφέρωμαι δι' έναν τάφον τού παρά την Βάθειαν κοιμητηρίου, τούτο δεν ενδιαφέρει ποσώς τον αναγνώστην. Προς αποφυγήν μόνον πάσης υποψίας ότι πρόκειται περί αισθηματικής τίνος γλυκαναλατίας, δεν θεωρώ περιττόν να προσθέσω, ότι δεν αναπαύεται υπ' αυτόν Μαρίκα τις, Ελένη ή Περσεφόνη, αλλά καλός

21.7.21

Το σημειωματάριο, Αζίζ Νεσίν


ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

 

ΒΡΗΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, κάτω απ' το τραπέζι, ένα σημειωματάριο. Ρώτησα τους σπιτικούς μην ήταν δικό τους. Δεν ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριο με μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. Άρχισα να το ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας απ' το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ' όνομα ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα κάτω από το άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου. Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων και άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή... Πρόσεξα και κάτι άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.

1.5.21

Ανάσταση στην Αγι- Αναστασά, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, Σκιάθος

Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς* του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ’ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῆ ἡ Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγι’ Ἀναστασά. Ἀφοῦ τὸ πάλαι* ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος οὗτος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ - Ἀγγελὴς ἐξόδευε τὴν ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του, διὰ νὰ τὸν πείση ὅτι ἐζήτει παράλογα. Ὁ αἰπόλος* ἔμεινεν ἀμετάπειστος.

7.9.20

Ο κυνικός, Α. Π. Τσέχωφ

M.C, Escher, Η συνάντηση, Λιθογραφία 1944

Μεσημέρι. Ο διευθυντής του «Θηριοτροφείου αδελφών Πινχάου», απόστρατος ανθυπασπιστής Γιεγκόρ Σιούσιν, ένα γεροδεμένο παλικάρι με πλαδαρό, λιπόσαρκο πρόσωπο, φορώντας μια βρώμικη πουκαμίσα και ένα λερωμένο φράκο ήταν ήδη μεθυσμένος. Μπροστά στο κοινό στριφογύριζε σαν διάβολος: έτρεχε, χαχάνιζε, περιστρεφόταν, έπαιζε με τα μάτια του και κυριολεκτικά ακκιζόταν με χοντροκομμένες κινήσεις και ξεκούμπωτο σακάκι. Όταν το μεγάλο κουρεμένο κεφάλι του ήταν γεμάτο από αναθυμιάσεις του κρασιού, το κοινό τον αγαπούσε. Εκείνες τις στιγμές δεν του ήταν εύκολο να «μιλάει» για τα θηρία, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε ένα νέο, αποκλειστικά δικά του τρόπο.

– Πώς να σας μιλήσω;- ρωτούσε το κοινό, κλείνοντας το μάτι του. – Απλά ή με τη βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών;

– Με την βοήθεια της ψυχολογίας και των ροπών!

28.4.20

Άγγελος ξιφήρης, Διαμαντής Αξιώτης

Άγγελος ξιφήρης
Ας το πω, λοιπόν.
Είναι χρόνια τώρα που μ' έχει εγκαταλείψει ο καλός μου άγγελος των παιδικών μου χρόνων. Εκείνος ο κατάλευκος πυρφόρος που κατέβαινε κάθε βράδυ όταν, πριν κοιμηθούμε, εγώ κι οι αδελφές μου, τον παρακαλούσαμε να έρχεται συχνά, να φυλάει τους καλούς γονείς μας, τον παππού -η γιαγιά είχε πεθάνει- κι όλο τον κόσμο και να χαρίζει σε μας «χαρά και προκοπή». Ποια προκοπή ζητούσαμε τότε, ούτε γνωρίζαμε ούτε που την είδα ακόμη. Έτσι, πέφταμε να κοιμηθούμε, επάνω εκείνες κι εγώ στο στρώμα κάτω στο πάτωμα, με την παρουσία του αγγέλου στα βαριά μας βλέφαρα. Πού να τολμούσε, τότε, μαύρος κακός να με πλησιάσει; Πού να λαχανιάσει ο ύπνος μου, να ιδρώσει το λιγνό κορμάκι, να στεγνώσει το στόμα μου, τότε; Ακόμη, πού να πάρουν φωτιά τα στρωσίδια -όπως συχνά συνέβαινε μετά, ωσάν καιομένη βάτος- για να εμφανιστεί θεός σκαιός, επιτιμητής, θεός τιμωρός γιατί κατά το διάστημα της μέρας μου τον είχα πολλές φορές ξεχάσει. Πώς, άλλωστε, και γιατί να τον θυμηθώ και να τον καλέσω κοντά μου στα δρομολόγια της εξάτμισης, αυτά που με φέραν σε συνοικίες άγνωστες -Νέα Μενεμένη, Βάρνα και Ντεπό-, σε μισοφωτισμένα καλντερίμια της πάνω πόλης κι ακόμη σε πολυσύχναστες πλατείες, πεζοδρόμια και συνωστισμούς;

18.4.20

«Τι αφή, τι φαΐ », Παναγιώτης Μπενέας

Χρήστος Μποκόρος
ΤΙ ΑΦΗ, ΤΙ ΦΑΪ
Ως άνθρωπο θα με χαρακτήριζα «περισσότερο σωματικό». Μ’ αυτήν την μάλλον ανορθόδοξη διατύπωση θα ήθελα να πω πως ίσως κατά το πλάσιμό μου φυλλορρόησε ολίγη σαρξ παραπάνω. Ο λόγος δε που επιχειρώ αυτήν την σκέψη είναι διότι μου  παρέχει εν τω άμα μία χούφτα ψιλόβροχο, για να μουσκέψω ελαφρώς τα χείλια της τόσο έντονης, σχεδόν ζωτικής θα τολμούσα να σημειώσω,  ανάγκης για αφή που νιώθω εκ γενετής να συντροφεύει την πείνα και την δίψα μου και την οποίαν έχω –φευ– κι εγώ πολύ αναγκαστεί να νηστέψω τελευταία.

14.4.20

Τα κόκκινα αυγά, Εμμανουήλ Ροϊδης

 
Τα κόκκινα αυγά
Ζητήσας πολλάκις να μάθω διατί τρώγομεν αυγά την Λαμπρήν, και διατί μόνον τότε τα θέλομεν κόκκινα και σκληρά, όχι μόνον ημείς αλλά και όλοι από τον Πόλον μέχρι του Ισημερινού οι χριστιανοί, ηναγκάσθην επί τέλους να κατατάξω την απορίαν μου μεταξύ των αλύτων. 

16.3.20

Αναγκαστική απαλλοτρίωση, Παναγιώτης Μπενέας

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

          «ΠΟΛΟΥΝΤΑΙ ΦΙΝΤΑΝΙΑ». Κάθε που διέσχιζε η ματιά μου αυτήν την πινακίδα, φανταζόμουν την γιαγιά να ευχαριστεί θερμά το πετρογκάζι για τη νόστιμη συνεργασία τους και με καμάρι φτερωτό να κατεβαίνει στην αυλή, όπου εντός ολίγου θα ‘ταν σταθμευμένη η άφιξή μου, για να καταβρέξει με την αδημονία της τα γιασεμιά. Ωστόσο, τούτη τη φορά, στη θέα της συφοριασμένης πινακίδας, αποτόλμησα για πρώτη μου φορά μίαν ιλιγγιώδη σκέψη: πως, παρά τις προσδοκίες που ‘πλεκε στο τζάκι δίπλα η αναμονή του, το καλοκαίρι εκκινούσε κραυγαλέα λάθος.      

26.12.19

Το Μπονσάι, Αργύρης Χιόνης


Ελάτε τώρα, να σας μετρήσω, του είπε ο αστυνομικός, αφού είχε συμπληρώσει όλα τα άλλα στοιχεία του πάνω στο καινούργιο δελτίο ταυτότητας. 

«Μα το ύψος μου αναφέρεται στην παλιά μου ταυτότητα», αντέδρασε αυτός·

Ο αστυνομικός χαμογέλασε ειρωνικά. «Τότε, ήσασταν είκοσι ετών τώρα, εξήντα πέντε. Ας κάνουμε μιαν επαλήθευση». 

1.10.19

Το μωβ σπιτάκι, Παναγιώτης Μπενέας

Artist:Jane Newland
Το μωβ σπιτάκι
          «Την Κυριακήν εποίησεν ο Θεός τα λαϊκά». Τούτο μόνο συνεκράτησε η θλίψη μου από το κατηχητικό της έξαρσής της, όπου παιδιόθεν την έστελνε τις Κυριακές το ανεξήγητο. Να που ένα εξ αυτών κουλουριάστηκε μόλις στην ποδιά της ακοής μου κι άρχισε να της εκμυστηρεύεται το νταλκαδιάρικο γουργουρητό του: Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε… Ορίστε; Άμα φτάνω το δακρύβρεκτο λεξικό των απωλειών, για να το μεταφράσω; Αφού σ’ όλες τις γλώσσες το ίδιο πνίγει το παράπονο.

1.8.19

Η μωβ φράντζα, Χίλντα Παπαδημητρίου

Εμένα με βασάνιζε καθημερινά από τότε που έκλεισα τα 40. Καθώς περίμενα τα βράδια τον Αλέκο, σκεφτόμουν ότι αλλιώτικη ζωή είχα ονειρευτεί. Ζωγράφος ήθελα να γίνω. Στην Καλών Τεχνών γνώρισα τον Αλέξανδρο, που θα γινόταν – υποτίθεται! - ο μεγαλύτερος γλύπτης της γενιάς του.

16.7.19

Κάτι θα γίνει- Μια Ιστορία Με Πλούσια Δράση, Χάινριχ Μπελ


ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ περιόδους της ζωής μου είναι σίγουρα αυτή που πέρασα ως υπάλληλος του Άλφρεντ Βουνσίντελ. Από τη φύση μου, κλίνω περισσότερο στη σκέψη και την απραξία παρά στην εργασία, κάπου κάπου όμως επίμονες οικονομικές δυσχέρειες μ' αναγκάζουν - μια και η σκέψη φέρνει τόσα λεφτά όσα και η απραξία - να δεχτώ μια λεγόμενη «θέση». Όταν έφτασα για μιαν ακόμα φορά σ' ένα τέτοιο σημείο κατάπτωσης, απευθύνθηκα στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας κι από κει με στείλανε, μαζί με άλλους εφτά ομοιοπαθείς μου, στο εργοστάσιο Βουνσίντελ, όπου θα μας υπέβαλλαν σε μια δοκιμασία καταλληλότητας.

18.6.19

Συννεφιάζει- [Ο μικρός Σουκρής], Μ Λουντέμης

Από δω πάνου, απ' τη δραγατσά, φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο χαμάλης πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ' τα πολλά σειρήτια που' χει στο καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε σαν τα σκολιαρούδια με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τρυγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν ακούγεται.

10.6.19

Τα κηπευτικά μου, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Τρία αγάλματα ξέθαψα αργά το απόγευμα στον μπαχτσέ μου, ενώ φύτευα τα μαρούλια και τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια  του καλοκαιριού. Ήταν της Αφροδίτης, του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού και του Καραϊσκάκη.  Ενιαία και αρτιμελή, με κάλλος σμιλευμένα, σαν να ’ταν ολοζώντανα. Με κοιτούσαν κατάματα καθώς τα ’πλενα από τις λάσπες. Εγώ πάλι  σκεφτόμουν την άλλη μέρα το πρωί που θα μαζεύονταν απέξω τηλεοπτικές κάμερες και πλήθος κόσμου με ελληνικές σημαίες. Φανταζόμουν ήδη τις λιμουζίνες των επισήμων να καταφθάνουν με  τον επίσκοπο, τον δήμαρχο, τους βουλευτές, την Υπουργό πολιτισμού, ίσως και την αυτού μακαριότητα, τον Αρχιεπίσκοπο Ελλάδος, μαζί με τον Πρόεδρο της Ελληνικής

8.6.19

Princess Party Dress, Τασούλα Γεωργιάδου

Viktor Schramm, The Fitting, 1900

 
Princess Party Dress
“Αέρινο φόρεμα για τη μικρή σας πριγκίπισσα σε γαλάζιο χρώμα από γαλλική δαντέλα, ντουμπλάρισμα από μεταξωτό σατέν,  με φούξια λεπτομέρειες και ζωνάκι στη μέση. Συνοδεύεται από ασορτί κορδέλα για τα μαλλιά, για εντυπωσιακές εμφανίσεις που θα κλέψουν την παράσταση. Από την νέα συλλογή της Princess  Φθινόπωρο-Χειμώνας 1985.”

1.5.19

Το έργο τέχνης, Α. Π. Τσέχωφ



Μισάνοιξε η πόρτα του γραφείου του γιατρού Κοσέλκωφ κι ο Σάσα Σμυρνώφ, μοναχογιός της μαμάς του, παρουσιάστηκε, σφίγγοντας κάτω απ' τη μασχάλη του ένα πακέτο τυλιγμένο μ' εφημερίδα.
- Λοιπόν, αγαπητό μου παιδί, αναφώνησε με θέρμη ο γιατρός. Πώς αισθάνεσθε σήμερα; Τι καλά νέα μας φέρνετε;
Ο Σάσα άρχισε ν' ανοιγοκλείνει τα μάτια, ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά και τραύλισε νευρικά:
- Η μαμά μου σας στέλνει χαιρετισμούς και παρακαλεί να σας ευχαριστήσω… Είμαι μοναχογιός της μαμάς μου και μου σώσατε τη ζωή… και οι δυο μας δεν ξέρουμε πώς να σας ευχαριστήσουμε.
- Ελάτε, ελάτε τώρα, νεαρέ μου φίλε. Ας μη μιλάμε γι' αυτό, τον έκοψε ο γιατρός, κυριολεκτικά λιώνοντας από ευχαρίστηση. Έκαμα μόνο ό,τι καθένας στη θέση μου θα 'χε κάνει.
- Είμαι ο μοναχογιός της μαμάς μου… Είμαστε φτωχοί και το αντιλαμβάνεσθε, δεν είμαστε σε θέση να σας πληρώσουμε για τους κόπους σας… και μας στενοχωρεί τόσο πολύ, γιατρέ, μολοντούτο κι οι δυο μας, η μαμά μου κι εγώ, που μ' έχει μοναχογιό, σας παρακαλούμε να δεχθείτε ένα δείγμα της ευγνωμοσύνης μας, ετούτο το πραγματάκι που… είναι αντικείμενο σπάνιας αξίας, ένα υπέροχο αριστούργημα, μια μπρούτζινη αντίκα.