} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

26.12.19

Το Μπονσάι, Αργύρης Χιόνης


Ελάτε τώρα, να σας μετρήσω, του είπε ο αστυνομικός, αφού είχε συμπληρώσει όλα τα άλλα στοιχεία του πάνω στο καινούργιο δελτίο ταυτότητας. 

«Μα το ύψος μου αναφέρεται στην παλιά μου ταυτότητα», αντέδρασε αυτός·

Ο αστυνομικός χαμογέλασε ειρωνικά. «Τότε, ήσασταν είκοσι ετών τώρα, εξήντα πέντε. Ας κάνουμε μιαν επαλήθευση». 

Αν και δεν καταλάβαινε τι νόημα είχε αυτή η επαλήθευση, ανέβηκε στο ειδικό βάθρο, ίσιωσε, σε στάση προσοχής, το κορμί του και ο αστυνομικός κατέβασε, ως το γυμνό κρανίο του, την κρύα μεταλλική μπάρα. «Ένα και εβδομήντα δύο», του ανακοίνωσε, με το ίδιο χαμόγελο. 

Ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. «Μα πώς είναι δυνατόν;» αναφώνησε. «Τι έγιναν αυτά τα τρία εκατοστά; Ποιος μου τα πήρε;»

«Ο  χρόνος, ξέρετε... », αποκρίθηκε ο αστυνομικός, και το χαμόγελό του είχε τώρα μια χροιά συμπόνιας, «...ο χρόνος ροκανίζει τους σπονδύλους. Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο χαμηλώνει».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, άστραψε κάτι ξαφνικά μες στο μυαλό του κι είδε τον εαυτό του ως μπονσάι και το χρόνο, διεστραμμένο Γιαπωνέζο κηπουρό, να τον μικραίνει και να τον μικραίνει...

 «Α, πώς γερνάω... πώς γερνάω... Το πανταλόνι με μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω» μουρμούρισε, συνειδητοποιώντας, για πρώτη φορά, την τραγικότητα αυτών των στίχων που, άλλοτε, του φαίνονταν απλώς αστείοι.

«Τι είπατε;» ρώτησε ο αστυνομικός.

«Μπα, τίποτε... Θυμήθηκα μονάχα κείνη τη ρήση των αρχαίων ημών προγόνων:
Ον οι θεοί φιλούσι, αποθνήσκει νέος... και ένα εβδομήντα πέντε».
 

Ο αστυνομικός γέλασε· αυτός όχι.

Επιμύθιο: Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος.

Πηγή: «Τα εν οίκω και εν δήμω»