ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ περιόδους της ζωής μου είναι σίγουρα
αυτή που πέρασα ως υπάλληλος του Άλφρεντ Βουνσίντελ. Από τη φύση μου, κλίνω
περισσότερο στη σκέψη και την απραξία παρά στην εργασία, κάπου κάπου όμως
επίμονες οικονομικές δυσχέρειες μ' αναγκάζουν - μια και η σκέψη φέρνει τόσα
λεφτά όσα και η απραξία - να δεχτώ μια λεγόμενη «θέση». Όταν έφτασα για μιαν
ακόμα φορά σ' ένα τέτοιο σημείο κατάπτωσης, απευθύνθηκα στο Γραφείο Ευρέσεως
Εργασίας κι από κει με στείλανε, μαζί με άλλους εφτά ομοιοπαθείς μου, στο
εργοστάσιο Βουνσίντελ, όπου θα μας υπέβαλλαν σε μια δοκιμασία καταλληλότητας.
Μόλις είδα απ' έξω το εργοστάσιο, πονηρεύτηκα: το εργοστάσιο ήταν
ολόκληρο χτισμένο με γυάλινες πλάκες, και η απέχθειά μου για τα φωτεινά κτίρια
και τους φωτεινούς χώρους είναι τόσο μεγάλη όσο και η απέχθειά μου για την
εργασία. Ακόμα περισσότερο πονηρεύτηκα, όταν μας σέρβιραν αμέσως στην καντίνα,
που ήταν βαμμένη με φωτεινά και χαρούμενα χρώματα, πρωινό: όμορφες σερβιτόρες
μας έφεραν αυγά, καφέ και φρυγανιές· καλόγουστες καράφες ήταν γεμάτες με χυμό
πορτοκάλι˙ χρυσόψαρα κολλούσαν τα κουρασμένα τους προσωπάκια πάνω στα γυάλινα
τοιχώματα ανοιχτοπράσινων ενυδρείων. Οι σερβιτόρες ήταν τόσο πρόσχαρες, που
φαίνονταν έτοιμες να σκάσουν από χαρά. Μόνο μια ισχυρή θέληση - έτσι πίστευα -
τις συγκρατούσε από το να τιτιβίζουν συνεχώς. Ήταν γεμάτες τραγούδια που δεν
τραγούδησαν ακόμα, λες κότες που δε γέννησαν τ' αυγά τους.
Μάντεψα αμέσως ό,τι δεν φαίνονταν να μαντεύουν οι ομοιοπαθείς μου:
ότι κι αυτό το πρωινό ήταν μέρος της δοκιμασίας˙ κι έτσι μάσαγα με μεγάλη
όρεξη, με την πλήρη συνείδηση ενός ανθρώπου που ξέρει ότι εφοδιάζει τον
οργανισμό του με πολύτιμες ουσίες. Έκανα κάτι, που κανονικά καμία δύναμη στον
κόσμο δε θα μ' έπειθε να κάνω: ήπια με άδειο στομάχι χυμό πορτοκάλι, άφησα
χωρίς να τ' αγγίξω τον καφέ και το αυγό καθώς κι ένα κομμάτι της φρυγανιάς,
σηκώθηκα κι άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω στην καντίνα ανυπόμονος για δράση.
Έτσι, μου είπαν να περάσω πρώτος στην αίθουσα εξετάσεων, όπου
βρίσκονταν έτοιμα τα ερωτηματολόγια πάνω σε θαυμάσια τραπέζια. Οι τοίχοι ήταν
βαμμένοι μ' ένα τέτοιο πράσινο χρώμα που θα έκανε ν' ακουστεί από τα χείλη ενός
ειδικού της εσωτερικής διακόσμησης το επίθετο «μαγευτικό». Δε φαινόταν κανένας
κι όμως ήμουνα τόσο βέβαιος ότι με παρακολουθούσαν, ώστε να συμπεριφέρομαι όπως
συμπεριφέρεται ένας ανυπόμονος για δράση, όταν πιστεύει ότι παρακολουθείται:
έβγαλα ανυπόμονα το στιλό μου από την τσέπη μου, βίδωσα το καπάκι του, κάθισα
στο πιο κοντινό τραπέζι και πήρα το ερωτηματολόγιο, όπως πιάνουν οι χολερικοί
στα χέρια τους το λογαριασμό της ταβέρνας.
Πρώτη
ερώτηση: Το θεωρείτε σωστό να έχει ο άνθρωπος μόνο δύο χέρια, δύο πόδια, δύο
μάτια και δύο αυτιά;
Στο σημείο αυτό έδρεψα για πρώτη φορά τους καρπούς της
σκεπτικότητάς μου κι έγραψα χωρίς δισταγμό: «Ακόμα και τέσσερα χέρια και πόδια
δε θα ήταν αρκετά για την ορμή μου για δράση. Ο εξοπλισμός του ανθρώπου είναι
αξιοθρήνητος».
Δεύτερη
ερώτηση: Πόσα τηλέφωνα μπορείτε να χειρίζεστε ταυτόχρονα;
Κι εδώ η απάντηση ήταν τόσο εύκολη όσο κι η λύση μιας εξίσωσης
πρώτου βαθμού. «Αν τα τηλέφωνα είναι μόνο εφτά» έγραψα «χάνω την υπομονή μου˙
μόνο όταν τα τηλέφωνα γίνουν εννιά, νιώθω ξαλαφρωμένος».
Τρίτη ερώτηση: Τι κάνετε όταν σχολάτε;
Η απάντηση μου: «Δε θέλω πια να ξέρω τη λέξη σχολάω˙ την έσβησα
από το λεξιλόγιό μου, μόλις έγινα δεκαπέντε χρονών: εν αρχή ην η πράξις!»
Πήρα τη θέση. Και πράγματι, δεν ένιωθα ούτε με τα εννιά τηλέφωνα
εντελώς ξαλαφρωμένος. Φώναζα στ' ακουστικά τους: «Ενεργήστε αμέσως!»- ή: «Κάντε
κάτι! - Κάτι πρέπει να γίνει! - Κάτι γίνεται - Κάτι θα γίνει - Κάτι θα' πρεπε
να γίνει». Ως επί το πλείστον χρησιμοποιούσα την προστακτική, γιατί μου
φαινόταν σύμφωνη με την ατμόσφαιρα.
Ενδιαφέροντα ήταν τα μεσημβρινά διαλείμματα, όταν καθόμαστε στην
καντίνα και τρώγαμε φαγητά πλούσια σε βιταμίνες, περιστοιχιζόμενοι από γαλήνια
και χαρούμενα πρόσωπα. Το εργοστάσιο Βουνσίντελ ήταν γεμάτο ανθρώπους που
τρελαίνονταν να μιλάνε για τη ζωή τους, όπως δα ταιριάζει σε προσωπικότητες που
σφύζουν από δραστηριότητα: Η βιογραφία τους αξίζει γι' αυτούς περισσότερο κι
από την ίδια τους τη ζωή˙ αρκεί να τους πατήσεις ένα κουμπί κι αρχίζουν να την
ξερνάνε με το νι και με το σίγμα.
Εκπρόσωπος του Βουνσίντελ στο εργοστάσιο ήταν ένας ονόματι
Μπρόσεκ, που είχε αποκτήσει κάποια φήμη, επειδή, όταν ήταν ακόμα φοιτητής, είχε
θρέψει δουλεύοντας τη νύχτα εφτά παιδιά και μιαν ανάπηρη γυναίκα, ενώ
ταυτόχρονα διηύθυνε τέσσερις εμπορικές αντιπροσωπείες και παρ' όλ' αυτά μπόρεσε
να πάρει με έπαινο μέσα σε δύο χρόνια δύο διπλώματα. Όταν τον είχαν ρωτήσει οι
ρεπόρτερ: «Πότε κοιμάστε λοιπόν, κύριε Μπρόσεκ;» αυτός είχε απαντήσει: «Ο ύπνος
είναι αμάρτημα».
Η γραμματέας του Βουνσίντελ είχε θρέψει με το πλέξιμό της έναν
ανάπηρο άντρα και τέσσερα παιδιά, είχε κάνει ταυτόχρονα τη διατριβή της στην
ψυχολογία και την πατριδογνωσία, είχε δούλεψα σ' εκτροφείο τσοπανόσκυλων και
είχε γίνει διάσημη σαν τραγουδίστρια νυχτερινών κέντρων με τ' όνομα Βαμπ 7.
Ο ίδιος ο Βουνσίντελ ήταν ένας από τους ανθρώπους εκείνους, που
κάθε πρωί, ενώ δεν έχουν καλά καλά ξυπνήσει, είναι κιόλας αποφασισμένοι να
δράσουν. «Πρέπει να δράσω» σκέφτονται, ενώ δένουν αποφασιστικά τη ζώνη της
ρόμπας τους. «Πρέπει να δράσω» σκέφτονται, ενώ ξυρίζονται, και κοιτάζουν
θριαμβευτικά τις τρίχες του προσώπου τους που ξεπλένουν μαζί με τη σαπουνάδα
πάνω στην ξυριστική τους μηχανή. Τα υπολείμματα αυτά του τριχώματός τους είναι
τα πρώτα θύματα της ορμής τους για δράση. Ακόμα και οι πιο οικείες πράξεις
προξενούν σ' αυτά τα άτομα ικανοποίηση: το νερό κελαρύζει, το χαρτί
καταναλώνεται. Κάτι έγινε. Το ψωμί τρώγεται, στο πρωινό αυγό κόβεται το κεφάλι.
Ακόμα και η πιο ασήμαντη κίνηση φαινόταν στο σπίτι του Βουνσίντελ
σαν μια πράξη: όταν έβαζε το καπέλο του, όταν, τρέμοντας από ενεργητικότητα,
κούμπωνε το επανωφόρι του, το φιλί που έδινε στη γυναίκα του, όλα ήταν πράξεις.
Όταν έμπαινε στο γραφείο του, φώναζε στη γραμματέα του, σαν να τη
χαιρετούσε: «Κάτι πρέπει να γίνει!» Κι αυτή του ανταπέδιδε με πρόσχαρη διάθεση:
«Κάτι γίνεται!» Ο Βουνσίντελ πήγαινε έπειτα από το ένα τμήμα στο άλλο και
πέταγε το χαρούμενό του: «Πρέπει κάτι να γίνει!» Κι όλοι απαντούσαν: «Κάτι
γίνεται!» Κι εγώ του φώναζα λάμποντας, όταν έμπαινε στο γραφείο μου: «Κάτι
γίνεται!»
Μέσα
στην πρώτη εβδομάδα ανέβασα τον αριθμό των τηλεφώνων που χειριζόμουνα στα
έντεκα, στη δεύτερη στα δεκατρία και διασκέδαζα εφευρίσκοντας τα πρωινά στο
τραμ νέες προστακτικές ή κλίνοντας το ρήμα γίνομαι σε διαφορετικούς
χρόνους, αναφερόμενος σε διαφορετικά γένη, στην υποτακτική και στην οριστική˙
δύο ολόκληρες μέρες πρόφερα μόνο την ίδια πρόταση, επειδή την έβρισκα τόσο
ωραία: «Θα έπρεπε να είχε γίνει κάτι»˙ κι άλλες δύο μέρες μια άλλη πρόταση:
«αυτό δε θα έπρεπε να είχε γίνει».
Έτσι άρχισα να νιώθω αληθινά ξαλαφρωμένος, όταν έγινε κάτι
πραγματικά: Μία Τρίτη πρωί, όταν δεν είχα καλά καλά καθίσει στην καρέκλα μου,
όρμησε ο Βουνσίντελ στο γραφείο μου και φώναξε το συνηθισμένο του «Κάτι πρέπει
να γίνει!» Όμως, κάτι ανεξήγητο στο πρόσωπό του μ' έκανε να διστάσω ν' απαντήσω
πρόσχαρα και ευδιάθετα, όπως ήταν ο κανονισμός: «Κάτι γίνεται!» Δίσταζα,
φαίνεται, για αρκετό διάστημα, γιατί ο Βουνσίντελ, που σπάνια έβαζε τις φωνές,
αυτή τη φορά ωρυόταν: «Απαντήστε! Απαντήστε, όπως είναι ο κανονισμός!» Κι εγώ
απάντησα σιγανά και πεισματικά, σαν ένα παιδί που το αναγκάζουν να πει: «Είμαι
κακό παιδί». Μόλις και μετά βίας μπόρεσα ν' αρθρώσω την πρόταση «Κάτι γίνεται»,
και δεν την είχα σχεδόν ακόμα τελειώσει, όταν έγινε πραγματικά κάτι: Ο
Βουνσίντελ σωριάστηκε στο πάτωμα, έγειρε, όπως έπεφτε, στο πλάι και ξαπλώθηκε
φαρδύς πλατύς μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Αμέσως κατάλαβα, πράγμα που
επιβεβαιώθηκε, όταν έκανα το γύρο του γραφείου μου και τον πλησίασα, ότι ήταν
νεκρός.
Κουνώντας το κεφάλι, πήδησα πάνω απ' τον Βουνσίντελ, πήγα αργά,
περνώντας απ' το διάδρομο, στο γραφείο του Μπρόσεκ και μπήκα μέσα, χωρίς να
χτυπήσω την πόρτα. Ο Μπρόσεκ καθόταν στο γραφείο του, βαστούσε από ένα
ακουστικό τηλεφώνου στο κάθε του χέρι και στο στόμα του ένα στιλό διαρκείας, με
το οποίο κρατούσε σημειώσεις σ' ένα μπλοκ, ενώ με τα γυμνά πόδια του έβαζε σε
κίνηση μια πλεκτομηχανή, που βρισκόταν κάτω απ' το γραφείο του. Με τον τρόπο
αυτό συμβάλλει στη συμπλήρωση της οικογενειακής του γκαρνταρόμπας. «Κάτι έγινε»
είπα σιγανά. Ο Μπρόσεκ έφτυσε από το στόμα του το στιλό, κατέβασε τα δύο
ακουστικά, ξεκόλλησε διστακτικά τα δάχτυλά του από την πλεκτομηχανή.
«Τι έγινε ντε;» ρώτησε.
«Ο κύριος Βουνσίντελ είναι νεκρός!» είπα εγώ.
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ.
«Και βέβαια» είπα εγώ· «ελάτε!»
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ, «αυτό είναι αδύνατο», αλλά έχωσε τα πόδια στις παντόφλες του και μ' ακολούθησε στο διάδρομο.
«Όχι» είπε, όταν σταθήκαμε μπροστά στο πτώμα του Βουνσίντελ «όχι,
όχι!». Δεν του έφερα αντίρρηση. Γύρισα προσεκτικά τον Βουνσίντελ με τη ράχη στο
πάτωμα, του έκλεισα τα μάτια και τον κοίταξα σκεπτικά.
Ένιωθα σχεδόν τρυφερότητα γι' αυτόν και για πρώτη φορά κατάλαβα
ότι δεν τον είχα μισήσει ποτέ. Το πρόσωπό του είχε κάτι από την έκφραση των
προσώπων των παιδιών που αρνούνται επίμονα να αποχωριστούν την πίστη τους στον
Άι-Βασίλη, παρόλο που τα επιχειρήματα των φίλων τους ηχούν τόσο πειστικά.
«Όχι» είπε ο Μπρόσεκ «όχι».
«Πρέπει να γίνει κάτι» είπα σιγά στον Μπρόσεκ.
«Ναι» είπε ο Μπρόσεκ «πρέπει να γίνει κάτι».
Κι έγινε κάτι: ο Βουνσίντελ κηδεύτηκε κι εμένα μ' επέλεξαν για να
κρατάω ένα στεφάνι με πλαστικά τριαντάφυλλα συνοδεύοντας το φέρετρό του, γιατί
δεν είμαι προικισμένος μόνο με μια κλίση προς τη σκεπτικότητα και την ηρεμία
αλλά και μ' ένα παράστημα κι ένα πρόσωπο που ταιριάζουν απόλυτα στα μαύρα
κοστούμια. Όπως φαίνεται, είχα μια μεγαλοπρεπή εμφάνιση, καθώς πήγαινα πίσω από
το φέρετρο του Βουνσίντελ μ' ένα στεφάνι από πλαστικά τριαντάφυλλα στο χέρι.
Δέχτηκα την προσφορά ενός εκλεκτού Γραφείου Κηδειών να εμφανιστώ σαν
επαγγελματίας τεθλιμμένος συγγενής. «Είστε γεννημένος τεθλιμμένος συγγενής» μου
είπε ο διευθυντής του Γραφείου· «την κατάλληλη ενδυμασία θα σας τη διαθέσουμε
εμείς. Το πρόσωπό σας - είναι απλά έξοχο!»
Υπέβαλα στον Μπρόσεκ την παραίτησή μου με τη δικαιολογία ότι δεν
αισθανόμουν εκεί απόλυτα ικανοποιημένος, ότι παρά τα δεκατρία τηλέφωνα ένα μέρος
των ικανοτήτων μου παρέμενε αναξιοποίητο. Αμέσως μετά την πρώτη επαγγελματική
μου εμφάνιση ως τεθλιμμένου συγγενή το κατάλαβα: είναι αυτή η δουλειά που σου
ταιριάζει, αυτή η θέση είναι προορισμένη για σένα.
Στέκομαι σκεπτικός πίσω απ' το φέρετρο στο παρεκκλήσι του
νεκροταφείου με μιαν απλή ανθοδέσμη στο χέρι, ενώ η μουσική παίζει το Largoτου
Χαίντελ, ένα κομμάτι που δεν το εκτιμούν όσο του αξίζει. Το καφενείο του
νεκροταφείου είναι το στέκι μου, εκεί περνάω τις ώρες μου ανάμεσα σε δύο
επαγγελματικές εμφανίσεις μου· όμως μερικές φορές ακολουθώ και φέρετρα που δε
μου τα έχουν αναθέσει από την υπηρεσία μου, αγοράζω με δικά μου λεφτά μιαν
ανθοδέσμη και συντροφεύω τον υπάλληλο της Πρόνοιας, που ακολουθεί το φέρετρο
κανενός πρόσφυγα. Κάπου κάπου περνάω και από τον τάφο του Βουνσίντελ, γιατί,
στο κάτω κάτω της γραφής, σ' αυτόν χρωστάω ότι ανακάλυψα το ιδανικό μου
επάγγελμα, ένα επάγγελμα που χρειάζεται ακριβώς σκεπτικότητα και που η ηρεμία
είναι υποχρέωσή μου.
Αργότερα μου ήρθε στο νου ότι δεν είχα ποτέ μου ενδιαφερθεί για το
προϊόν που κατασκεύαζε το εργοστάσιο του Βουνσίντελ. Θα ήταν, μάλλον, σαπούνι.