Τρία αγάλματα ξέθαψα αργά το απόγευμα στον μπαχτσέ μου, ενώ φύτευα
τα μαρούλια και τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια του καλοκαιριού. Ήταν
της Αφροδίτης, του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού και του Καραϊσκάκη. Ενιαία και
αρτιμελή, με κάλλος σμιλευμένα, σαν να ’ταν ολοζώντανα. Με κοιτούσαν κατάματα
καθώς τα ’πλενα από τις λάσπες. Εγώ πάλι σκεφτόμουν την άλλη μέρα το πρωί
που θα μαζεύονταν απέξω τηλεοπτικές κάμερες και πλήθος κόσμου με ελληνικές
σημαίες. Φανταζόμουν ήδη τις λιμουζίνες των επισήμων να καταφθάνουν με
τον επίσκοπο, τον δήμαρχο, τους βουλευτές, την Υπουργό πολιτισμού, ίσως και την
αυτού μακαριότητα, τον Αρχιεπίσκοπο Ελλάδος, μαζί με τον Πρόεδρο της Ελληνικής
Δημοκρατίας. Φούσκωνα από περηφάνια σχηματίζοντας με το μυαλό μου τους λόγους
που θα εκφωνούσαν για την αδιατάρακτη συνέχεια του εθνικού μας πολιτισμού και
το χρέος των σημερινών να σταθούν αντάξιοι τέτοιων, λαμπρών προγόνων. Είχε ήδη
βγει το φεγγάρι όταν τελείωσα, η ολοφώτεινη νύχτα άστραφτε στο σώμα, στους
γυμνούς ώμους, στις παρειές και στα μάτια των αγαλμάτων μου. Μια σιωπηλή
παράκληση, κάτι σαν πίκρα και παράπονο διέκρινα στο πρόσωπό τους. Έκλεισα πίσω
μου την πόρτα, διπλαμπάρωσα την κλειδαριά και έφυγα για να ξεκουραστώ λιγάκι.
Κόντευε να ξημερώσει, όταν ένας δυνατός θόρυβος με έκανε να πεταχτώ από το
κρεβάτι. Αγουροξυπνημένος βγαίνω έξω και βλέπω σε απόσταση εξήντα μέτρων τρεις
λευκές σιλουέτες να απομακρύνονται τρέχοντας απ’ το οικόπεδο. Φτάνω στην πόρτα
του κήπου και τη βρίσκω παραβιασμένη. Ψάχνω να βρω τα αγάλματα δεν είναι
πουθενά. Βάζω τα χέρια στη μέση, μένω ακίνητος, κοιτάω δεξιά και αριστερά και
προσπαθώ να καταλάβω. Το πρώτο φως της μέρας είχε μόλις αρχίσει να χαράζει.
Είναι καλύτερα έτσι, έκρινα μετά από σκέψη – ναι, είναι πολύ καλύτερα
έτσι. Έσκυψα μετά να τελειώνω το απογευματινό φύτεμα με τα μαρούλια, τις
μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια του καλοκαιριού.