Γυναίκα που πλέκει έξω από το σπίτι της, Μέτσοβο. 1937 -1969. Φωτογραφία: Eugene Vernon Harris
Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ
Στοῦ Καρμάνη τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἐγίνοντο ἄφθονοι σπονδαὶ εἰς τὸν Διόνυσον, ἐσύχναζον καί τινες Ἰταλοὶ σιμὰ εἰς τοὺς δικούς μας, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν φιλικὰς σχέσεις. Ἀλλ᾿ οἱ πλέον ἀχώριστοι ἦσαν ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, Σικελιώτης ἀπὸ τὴν Κατάνην, μὲ ἡλιοκαῆ Ἑλληνοϊταλικὴν ὄψιν, φέρων τὴν λάβαν τῆς Αἴτνης εἰς τὴν μορφὴν καὶ εἰς τὴν ψυχήν, σφραγιδοποιός, καὶ ἐν μέρει καλλιτέχνης· ὁ Σαββατῖνος, ἢ Σαλβατῶρος, ἢ Σάλβος, ἢ Σάββας, Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Κέρκυραν, ὁμιλῶν ἱκανὰς γλώσσας, καὶ ἐξασκῶν πολλὰς τέχνας· καὶ ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης, ἀπὸ τοὺς δικούς μας.
Τρεῖς ἄνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεῖς φυλαί. Ὡς κοινὸν γνώρισμα εἶχον μεγάλην κλίσιν εἰς τὰ γιουβέτσια, τὰ ὁποῖα παρήγγελλον εἰς ὅλους τοὺς γειτονικοὺς φούρνους, μὲ μακαρόνια πολὺ χονδρά, ραβδωτά, τὰ ὁποῖα τινὲς ὀνομάζουν, δὲν ἠξεύρω διατί, σέλινα. Ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, πρὶν ἀκόμη ὁ Σάββας ἀρχίσῃ νὰ μεταβιβάζῃ εἰς τὰ πιάτα, προήρπαζε, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Σαμοσατέως, ὄχι ὀλίγα ζεστὰ καυτὰ μὲ τὰ δάκτυλα.