ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ
ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
«ΠΟΛΟΥΝΤΑΙ ΦΙΝΤΑΝΙΑ». Κάθε που
διέσχιζε η ματιά μου αυτήν την πινακίδα, φανταζόμουν την γιαγιά να ευχαριστεί
θερμά το πετρογκάζι για τη νόστιμη συνεργασία τους και με καμάρι φτερωτό να
κατεβαίνει στην αυλή, όπου εντός ολίγου θα ‘ταν σταθμευμένη η άφιξή μου, για να
καταβρέξει με την αδημονία της τα γιασεμιά. Ωστόσο, τούτη τη φορά, στη θέα της
συφοριασμένης πινακίδας, αποτόλμησα για πρώτη μου φορά μίαν ιλιγγιώδη σκέψη:
πως, παρά τις προσδοκίες που ‘πλεκε στο τζάκι δίπλα η αναμονή του, το καλοκαίρι
εκκινούσε κραυγαλέα λάθος.
Μόλις μια βδομάδα που ‘χαν κλείσει τα
σχολεία κι ήταν αναπόδραστα νωπός πολύ ακόμη ο βραχνάς της ορθογραφίας. Όπως,
άλλωστε, κι η ετυμηγορία της μάνας μου: «μεθαύριο θα σε πετάξουμε ως το χωριό
να κάνεις διακοπές με την γιαγιά και τον παππού, τις θείες σου» κι ούτε ξέρω
πόσους μεγαλύτερούς μου που μεθαύριο θα με τιμωρούσαν τσουχτερά δια της
απώλειάς τους. Και ο λόγος; Η προκλητική εκείνη πλήξη που ανερυθρίαστα φορούσε
η διάθεσή μου όσο διάστημα υποχρεούτο να συγκατοικήσει με την παλαιών αρχών
φροντίδα τους.
Ατέρμονα τα μεσημέρια που, ξάπλα στο
μπαούλο, παρακολουθούσα τη γιαγιά να παρακολουθεί την ίδια πάντα σαπουνόπερα
στην τηλεόραση. Κι απ’ τις εκφράσεις που εγεύετο, δοκιμαστής θαρρείς
συναισθημάτων, το χαροκαμένο πρόσωπό της, αρεσκόμουν να μαντεύω πότε μία
δυστυχία υπανδρεύθη έναν γόη βίο ευκατάστατο, πότε βίαζε ο εξευτελισμός
φανταχτερές αξιοπρέπειες ή πότε, επιτέλους, κληρονόμησε η αδικία την πονόψυχη
αποκατάστασή της.
Ώσπου επέστρεφε απ’ το κτήμα ο
παππούς και καθόμαστε να φάμε. Το κτήμα, η πρασινοκρατορία της οποίας ηγείτο η
αρχοντιά του με την τσάπα της για σκήπτρο και για στέμμα μία ψάθα εφθαρμένη, υπήρξεν
η μοναδική κρυψώνα, στην οποία η κατήφεια ουδέποτε διενοήθη να μ’ αναζητήσει.
Εκεί μασούλαγε συνήθως το μελάτο της δεκατιανό η εξερεύνησή μου, δεδομένου πως
η κακοτράχαλη απόσταση είχε συνομολογήσει με την παραλία σύμβαση αποκλεισμού
μας απ’ αυτήν – σπανίως την καταπατούσε η καρότσα κάποιου θείου ρυμουλκούμενη
σαφώς απ’ την επιμονή μου.
Μα δεν παραπονιόμουν. Έτρεχα ξυπόλητη
ανάμεσα στα λιόδεντρα, πότε θ’ ανθίσουνε τα στήθια μου ρωτούσα τις πορτοκαλιές,
πετούσα τη φωνή μου στο πηγάδι και ανέσυρα ηχώ και άντε πάλι, έσκαβα, όλο
έσκαβα να βρω απ’ τα ονομαστά κοχύλια του αγρού, που έπειτα θα μου συστήνονταν
ως pommes de terre, και, προπαντός, απλόχερα ηδόνιζα την
ακοή μου ξεριζώνοντας χορτάρια. Ηδονή που έμελλε μετά σαράντα τόσα χρόνια να
μεταλλαχτεί σε άφατη οδύνη όταν και -ξεχορταριάζοντας το μνήμα των γονιών μου-
θ’ αντιλαμβανόμουν τι σημαίνει να σου κόβουνε τη ρίζα.
Μα δεν παραπονιόμουν. Ήταν, λέγω τώρα,
που το κτήμα του παππού κατεύναζε εξίσου με τη θάλασσα τη δίψα μου για απεραντοσύνη.
Έτσι δικαιολογείται μάλιστα και η απύθμενη απογοήτευσή μου όταν μία μέρα, με το
θέρος να οδεύει προς δυσμάς του, θα αναφωνούσα εις επήκοον της μεγάλης αδελφής
μου:
«Τι είναι όλα αυτά τα σύρματα;»
«Σύνορα, βρε φιντάνι. Χωρίζουνε το
κτήμα το δικό μας από κείνο των γειτόνων».
Δίκιο που ‘χες πάλι, Κατερίνα... Ναι,
ένα φιντάνι, ένα φιντανάκι ήμουν τόσο δα, που ο λόγος σου το άδραξε κι
αστέναχτα το μεταφύτευσε σε μία στέρφα ωριμότητα. Πρώτος ο λόγος σου, κρατώντας
την αφέλειά μου απ’ το χέρι, την ξενάγησε στο αφιλόξενο τσιφλίκι των ορίων.
Στην ευθύνη που ξυπνά η ξεροκέφαλη υπέρβασή τους. Ο λόγος σου ήταν που, αφού
απαλλοτρίωσε τις πλάνες μου, έσπευσε να μ’ αποζημιώσει μ’ ένα χάδι στη
μαλλούρα.
Χάθηκε, βρε Κατερίνα, νά ‘χες
προσβληθεί εσύ εκείνο το πρωί απ’ την αναθεματισμένη πλήξη και να μη με είχες
συνοδεύσει ως το κτήμα; Ή νά ‘χες έστω κανονίσει ένα ραντεβού με όσα ήμουν
τρυφερή ακόμη για να ξέρω; Μακάρι μ’ ένα υπερφυσικό μολύβι faber να μπορούσα να διαγράψω, να τραβήξω
μια γραμμή σε τούτο τον περίπατο μαζί σου κι ας λιγοστεύαν κι άλλο ούτω οι
στιγμές που σ’ είχα στο πλευρό μου. Δεν μιλώ παρά για μία σύντομη άδολη ευθεία.
Όμοια μ’ αυτήν που καθιστά το όμικρον ωμέγα. Κι όλα θα διορθώνονταν.