Χρήστος Μποκόρος |
ΤΙ
ΑΦΗ, ΤΙ ΦΑΪ
Ως
άνθρωπο θα με χαρακτήριζα «περισσότερο σωματικό». Μ’ αυτήν την μάλλον
ανορθόδοξη διατύπωση θα ήθελα να πω πως ίσως κατά το πλάσιμό μου φυλλορρόησε
ολίγη σαρξ παραπάνω. Ο λόγος δε που επιχειρώ αυτήν την σκέψη είναι διότι μου
παρέχει εν τω άμα μία χούφτα ψιλόβροχο, για να μουσκέψω ελαφρώς τα χείλια της
τόσο έντονης, σχεδόν ζωτικής θα τολμούσα να σημειώσω,
ανάγκης για αφή που νιώθω εκ γενετής να συντροφεύει την πείνα και την δίψα μου
και την οποίαν έχω –φευ– κι εγώ πολύ αναγκαστεί να νηστέψω τελευταία.
Από
τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε Μεγάλη Εβδομάδα είτε
στο χωριό, όπου τα έθιμα ρέουν πιο άγρια στις φλέβες της παράδοσης είτε στην
πόλη, όπου κάπως έχει εξημερωθεί η αγελαία έξαψη των ημερών, στοιχειώνει το
μυαλό μου μία και μόνον εικόνα: τα καθημαγμένα χέρια του Χριστού. Δυο χέρια που,
ενώ δεν έχουνε καλά-καλά προφθάσει να θρέψουν από τα καρφιά του προηγούμενου,
πληγιάζονται κάθε φορά εκ νέου από κείνα του επόμενου Πάσχα.
Δεν θα υπερέβαλλα ομολογώντας πως με την εικόνα δαύτη προσπαθούσα, υπό τις οδηγίες της αποτυχίας, να συμβιβαστώ σαν παραχωρούσα αντί στέγης στα γραπτά μου τον τίτλο «ιαματικές πληγές». Όχι γιατί είχανε στερέψει οι πηγές της ευρηματικότητας οπότε έσπευσα να βουτήξω την γραφίδα μου στην αφροδισιακή μελάνη του λογοπαιγνίου. Αλλά γιατί η αυταπάτη πως ένα τραύμα θεραπεύεται μόνον από ένα βαθύτερο ήταν η μοναδική παυσίπονη ρανίδα που έσταξε η αυτοσυντήρηση, για να αλείψω των παθών Του –και άρα μας– το σαδιστικό αέναον.
Και τώρα, περασμένα ήδη μεσάνυχτα, ενταφιάζω με ευλαβική αμηχανία, δίχως περιφορά σε μυροβόλα στενορύμια και άψαλτη τελείως, την Μεγάλη που έδυσε Παρασκευή. Φέτος, δεν την τίμησαν παρά το χτύπημα, το αραιό και πένθιμο, των δαχτύλων μου στα πλήκτρα (εδώ ας μου συγχωρεθεί η υπενθύμιση στο θαύμα πως μέχρι και ποσοστό απ’ την σοδειά αδιαφορίας της εποχής τού έταξα, για να μεσολαβήσει, μπας κι αρχίσω να γράφω με χαρμόσυνη ευχέρεια) και η γεύση που σαν άλλο σαλιγκάρι χάραζε στο στόμα το τσιγάρο μου οδεύοντας προς το λιγόστεμά του, όμοια με αναμμένο καρβουνάκι λίγο πριν το ελεήσει μ’ αφθονία θυμιάματος ο εξωραϊσμός.
Ξέρετε, μπορεί κατά βάθος και να την ευχαριστήθηκα αυτήν την ουρανοκατέβατη ανατροπή της επανάληψης, όπως την κληρονομήσαμε. Λέγεται συχνά πως χωρίς πτώμα δεν υπάρχει έγκλημα. Το συμπληρώνω, λοιπόν, λέγοντας ότι χωρίς την άρση των μεταξύ μας αποστάσεων δεν υπάρχει φιλί , χωρίς φιλί δεν υπάρχει προδοσία, χωρίς προδοσία δεν υπάρχει σταυρός και χωρίς τον σταυρό δεν υπάρχουν –τι παιδαριώδης λύτρωση!– χέρια ρημαγμένα. Αντιτείνω καθ’ υποφοράν σε όσους κραδαίνουν πως χωρίς σταυρό δεν υπάρχει, εντούτοις, μήτε ανάσταση πως δεν μπαγιάτεψε δα και η περσινή. Ευχαρίστως μάλιστα διαιρώ το ψίχουλό της που μου αναλογεί και το μοιράζω σε ράμφη πιο αναγκεμένα. Εμένα με χορταίνει με το παραπάνω να φαντασιώνομαι τον Ιησού να τρίβει τα χέρια του, κουκουλωμένο στα σύννεφα να γυρίζει πλευρό και ν’ αποκοιμιέται θεϊκά, όπως ο κάματος την Κυριακή.
Όχι τίποτ’ άλλο μα να πάρουν επί τέλους μιαν ανάσα και εκείνοι οι ασθμαίνοντες «πόνοι της Παναγιάς» του Βάρναλη. Τι σύλληψη, Θεέ μου! Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό πως και αυτή με την διείσδυση του Πνεύματός Σου επετεύχθη· η Παναγιά ετοιμόγεννη, με το χέρι μελαγχολικά ακουμπισμένο στην κοιλιά της, να φοβερίζει στοργικά το χρέος που κυοφορεί: «Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις».
Κλείνω με μιαν ακόμη παράκληση θερμή προς το θαύμα – ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να έχασε τα λογικά του και να εισακουστώ. Αν, λέω αν, τυχόν βαρέθηκε ο Λάζαρος να ξαναπεθαίνει, να μου αναστήσει το Σάββατο του χρόνου αντ’ αυτού τον Λειβαδίτη. Σας διαβεβαιώ πως το πρώτο πράγμα που θα τον ρωτήσω, φιλώντας του τα χέρια, είναι από ποιο ημίμετρο ψώνισε τον στίχο: «…ώσπου ξημέρωνε κι ερχότανε ένας καινούριος πόνος να με σώσει απ’ τον παλιό». Με την αμφίσημη λαχτάρα να μας παρεπλάνησε το ίδιο.