} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

28.4.20

Άγγελος ξιφήρης, Διαμαντής Αξιώτης

Άγγελος ξιφήρης
Ας το πω, λοιπόν.
Είναι χρόνια τώρα που μ' έχει εγκαταλείψει ο καλός μου άγγελος των παιδικών μου χρόνων. Εκείνος ο κατάλευκος πυρφόρος που κατέβαινε κάθε βράδυ όταν, πριν κοιμηθούμε, εγώ κι οι αδελφές μου, τον παρακαλούσαμε να έρχεται συχνά, να φυλάει τους καλούς γονείς μας, τον παππού -η γιαγιά είχε πεθάνει- κι όλο τον κόσμο και να χαρίζει σε μας «χαρά και προκοπή». Ποια προκοπή ζητούσαμε τότε, ούτε γνωρίζαμε ούτε που την είδα ακόμη. Έτσι, πέφταμε να κοιμηθούμε, επάνω εκείνες κι εγώ στο στρώμα κάτω στο πάτωμα, με την παρουσία του αγγέλου στα βαριά μας βλέφαρα. Πού να τολμούσε, τότε, μαύρος κακός να με πλησιάσει; Πού να λαχανιάσει ο ύπνος μου, να ιδρώσει το λιγνό κορμάκι, να στεγνώσει το στόμα μου, τότε; Ακόμη, πού να πάρουν φωτιά τα στρωσίδια -όπως συχνά συνέβαινε μετά, ωσάν καιομένη βάτος- για να εμφανιστεί θεός σκαιός, επιτιμητής, θεός τιμωρός γιατί κατά το διάστημα της μέρας μου τον είχα πολλές φορές ξεχάσει. Πώς, άλλωστε, και γιατί να τον θυμηθώ και να τον καλέσω κοντά μου στα δρομολόγια της εξάτμισης, αυτά που με φέραν σε συνοικίες άγνωστες -Νέα Μενεμένη, Βάρνα και Ντεπό-, σε μισοφωτισμένα καλντερίμια της πάνω πόλης κι ακόμη σε πολυσύχναστες πλατείες, πεζοδρόμια και συνωστισμούς;

    Έτσι όταν, πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα την ολοκληρωτική απουσία του στιπλνού προασπιστή, δε θυμάμαι αν πόνεσα ή με ανακούφιση τη δέχτηκα. Καμιά φορά και η πιο προστατευτική παρουσία είναι περιττή. Αντε στο καλό, είπα και ξεμπέρδεψα. Αρχισα τότε να πλάθω δικούς μου αγγέλους, καταπώς έρχονταν τα πράγματα και βόλευαν: ξανθοί, μελαχρινοί ή ταμπακήδες, αλλά πάντα όμορφοι και γενναίοι, μ' εκείνη τη μικρή φλογίτσα στα μάτια, τις μεγάλες φτερούγες, αρκούντως προστατευτικές για τις πρώτες χαρακιές, που βάδιζαν δίπλα μου και με συντρόφευαν μέρα νύχτα στη σκληρή συναλλαγή. Αλλοτε πάλι, με πιάναν απ' το χέρι, με ξεκινούσαν και κατεβαίναμε μαζί τους δρόμους των συλλαλητηρίων, κατρακυλούσαμε στα ποτάμια των συνθημάτων, με τα χέρια σηκωμένα, εκεί που η τελευταία λέξη παραφυλάει στα σταυροδρόμια και τα γόνατα στα κοφτερά χαλίκια πληγιάζουν για να εκδικηθούν. Κι όταν, αργά τη νύχτα, κουρελήδες και αιμόφυρτοι γυρνούσαμε στο σκοτεινό δωμάτιο, μακριά απ' τη βουή του δρόμου και βρίσκαμε το ράδιο αναμμένο και το φεγγάρι με κλωστή δεμένο στο χώρισμα του φεγγίτη, εγώ κλειδαμπάρωνα την πόρτα από μέσα. Εκείνοι κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού, βγάζαν τα σκονισμένα τους φτερά, πλέναν προσεχτικά μ' ανθόνερο τις σαϊτιές κι έτσι γυμνοί και γήινοι ξάπλωναν δίπλα μου, με τη ζεστή ανάσα τους στις φλέβες του λαιμού μου. Αργά ερχόταν ο ύπνος της βραδιάς, φορτωμένος μύθους και ιστορίες με χρώματα, όταν ανάμεσα απ' τη διπλή σειρά τα κάγκελα, το χέρι ψαχούλευε να κουλουριαστεί σε μια παλάμη.
Θα θυμάμαι πάντα εκείνο τον χαλκένδυτο ξιφοφόρο, με τα πράσινα μάτια, που με συντρόφευε σε χρόνους μακρινούς πια, σε κρατητήρια και σε δωμάτια στρατιωτικών νοσοκομείων, τότε που τα λόγια κολλούσαν στον ουρανίσκο κι οι λέξεις μέναν μετέωρες: μήτε μπροστά στην απόφαση μήτε πίσω. Αλλά γι' αυτόν ίσως μιλήσω μια άλλη φορά.

Κύλησε χρόνος πολύς από τότε, που με μεγάλωσε και με βόλεψε εδώ, καρφωμένο με τα πόδια στην τύρφη των Φιλίππων. Καρπός πεταμένος στο χώμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σκιάχτρο με τα χέρια στην έκταση: ντυμένο άδειο πουκάμισο και καπέλο λερό, εκτεθειμένο αδιάκοπα στον κυματισμό του φόβου, με προορισμό να μένει για πολύ στη βροχή, μήπως και σωθούν έτσι σπόροι και οπώρες από ανεπιθύμητους, κατά καιρούς, επισκέπτες. Ενώ δίπλα, στο καμένο δάσος, κρεμασμένα ονόματα στάζαν αίμα και άνοιγαν κύκλους, μέχρι ν' αγγίξουν τη χειρονομία του θανάτου.
Ώσπου ήρθες εσύ.
Σ' έπλασα άγγελο ασπιδοφόρο και ξιφήρη, αρματωμένο νιάτα, περασμένα διπλές γραμμές στο στήθος, και περίμενα. Διάβασα για τον ερχομό σου στις γραφές και νήστεψα αυστηρά, έπλυνα τρις το σώμα και ντύθηκα νέα ενδύματα. Έδωσα τα χρυσαφικά, τ' ασημικά κι όλες τις πέτρες τάματα, μην πέσεις στο δρόμο σε ληστές, τα βρουν επάνω σου και σε κουρσέψουν. Έτσι, αιθέριου σώματος, βγήκα στον κήπο, σφάλισα γερά τα παράθυρα και κλείδωσα τις πόρτες. Κάθησα στο πρώτο σκαλί κι ήμουν έτοιμος για το δρόμο.
Εκεί ήρθες και με βρήκες.
Σήκω, είπες, δεν έχουμε καιρό. Δραπέτευσα κι άφησα πίσω μου Παίονες, Θράκες, Ηδωνούς και Βισάλτες, σήκω. Και μη μιλήσεις για ώρες κούρασης κι ανάγκης φτάνει. Αδειασε μόνο τις παλάμες σου, σκάψε στο χώμα, θάψε καθετί λατρευτικό και πάμε. Θα ουρλιάζει πίσω σου η νύχτα και θ' ανοίγει τρύπες στο κορμί της από λάδι καυτό. Μην την ακούσεις και μην τη δεις. Η κατάρα βρίσκεται σε ημικύκλια σπαθιών σήκω. Έκανες το πρώτο βήμα και σε πρόλαβα στη στροφή. Εκεί άφησα ένα ένα τα φορεμένα ρούχα στις ρίζες των φορτωμένων καρποφόρων, λίπασμα αυτών που θα' ρθουν. Ευλόγησες την ταφή: Εις αυτούς θέλω δώσει όνομα αιώνων, το οποίον δεν θέλει εκλείψει, έκρινες.
    Άνοιξαν τότε οι ουρανοί και δέσμες φωτός μας λούσαν και μας ζώσαν. Ακούστηκαν μελωδίες και ωδές από στόματα αιρετικών κι Αδαμιτών: τι Χατζιδάκις και Τσιτσάνης, τι νυκτωδίες και γιαρέδες. Κι εμείς, πρωτόπλαστοι, έπρεπε να ξεκινήσουμε απ' την έξοδο. Οπαδοί μιας άλλης δοξασίας εκπληρώσαμε τελετές της δικής μας θρησκείας, σε χώρους κλειστούς, εκείνο το βράδυ του Μαρτίου στη μικρή κωμόπολη, που την είπαν Πράβι. Διαβάσαμε τα άστρα που πέσαν πάνω μας σαν μια ευχή και μοιραστήκαμε αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Αυτόν φοβήθηκα και σου το 'πα. Ξέρω, είπες και γέλασες ανοιχτά, ξέρω. Σήκωσες τα άσπρα σεντόνια, τα έκοψες, να τυλιχτούμε, είπες, να μη φαινόμαστε στο δρόμο με το χιόνι. Ύστερα βούτηξες το χοντρό σχοινί στον ασβέστη, να το κρατάμε, είπες, μη σκορπιστούμε στα σταυροδρόμια. Έτσι, μέσα στις πηγές του Παγγαίου και τις φλέβες της Σκαπτής Ύλης έψαξα να σε γνωρίσω, να σχηματίσω τη μορφή και να κρατήσω τ' αρχικά του νέου μου αγγέλου. Εσύ, κλειστός, μη πολλαπλασιάσιμος κι αθάνατος, έσκυψες και με φίλησες στο στόμα.

Φωνάζω τ' όνομα σου δυνατά σε ύπνο και ξύπνο, ματώνοντας τη σιωπή του άλλου κόσμου. Σε σεριανίζω στην καινούργια μου πολιτεία, σ' αυτό το μικρό δίχαλο της θάλασσας, με τις καμάρες του νερού, τα βακούφικα και τον Μουχαμάντ Αλή Πασά ταριχευμένο στο κονάκι του -τι Σούγιολου και Παναγία, τι Βύρωνα και Δεξαμενή- και σέρνω τα βήματα μου στις πλάκες της μεγάλης παραλίας. Σε κουβαλάω στις απλωμένες αμμουδιές των τόπων μου και σε κρύβω στη φάτνη της αχηβάδας που χρόνια έκρυβα στον κόρφο της μνήμης μου. Ξαπλώνω στις ράχες των κυμάτων, να με ταξιδέψεις στο απέναντι νησί της αερίας, χρυσής και ηδωνίδας Θάσου, κι ακόμη, αν έχει διάφεγγο, στο μακρύ δάχτυλο του Αγιονόρους. Κι άλλο δε ζητάω πια, παρά να έρχεσαι συχνά, να με σκεπάζεις με τις βαριές σου φτερούγες, κι εγώ να χώνομαι μέσα σου βαθιά, να μικραίνω και να μικραίνω, τόσο που να μην υπάρχω, μέχρι την ώρα που θα σκύψεις, άγγελος ασπιδοφόρος και ξιφήρης, να με φιλήσεις στο στόμα.