} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

1.10.19

Το μωβ σπιτάκι, Παναγιώτης Μπενέας

Artist:Jane Newland
Το μωβ σπιτάκι
          «Την Κυριακήν εποίησεν ο Θεός τα λαϊκά». Τούτο μόνο συνεκράτησε η θλίψη μου από το κατηχητικό της έξαρσής της, όπου παιδιόθεν την έστελνε τις Κυριακές το ανεξήγητο. Να που ένα εξ αυτών κουλουριάστηκε μόλις στην ποδιά της ακοής μου κι άρχισε να της εκμυστηρεύεται το νταλκαδιάρικο γουργουρητό του: Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη και την έχασε… Ορίστε; Άμα φτάνω το δακρύβρεκτο λεξικό των απωλειών, για να το μεταφράσω; Αφού σ’ όλες τις γλώσσες το ίδιο πνίγει το παράπονο.

          Μπελάς που κατσικώθηκε, ωστόσο, στο κεφάλι μου! Και σκοτίζομαι, διερωτώμαι πόσα άραγε κι εγώ έχω χάσει. Εις ποίον ανεπιστρεπτί εδάνεισα ο απερίσκεπτος την παιδικότητά μου και μαζί το ατσαλάκωτο μπλοκ καλοκαιριών της.
          Αχ! και να καμάρωνα τις διακοπές μου τρίμηνες, ωσάν την αμμουδιά που τις φιλοξενούσε απέραντες ξανά, καθόλου να μη μοιάζουν στο ενήλικο, υποχρεωτικό σχεδόν, πουγκάκι ημερών που εξελίχθηκαν.
          Ξανά σοροπιαστά να τρέχουνε τα χείλια μου προς της γιαγιάς το μάγουλο και όχι όλως απαθώς να δέχεται τους ασπασμούς μου μια κορνίζα, μαρμαρένια κληροδόχος της μορφής της.
          Από μήλα και λεμόνια και απ’ άλλους γέλωτες εσπεριδοειδείς να σφύζει η γειτονιά. Κόκκινο φως να ξεχυθεί στο κέλευσμα του ένα-δύο-τρία. Με νεύρο το ποδήλατό μου να διεκδικώ απ’ την αντίζηλο σκουριά. Πρώτα με ροδάκια βοηθητικά, με βοηθητικόν μπαμπά μετά. Κράτα με! Με κρατάς; Εντέλει μόνος. Δείτε με! «Ώς την έπαυλη της Ελβετίδας κι ύστερα πάλι πίσω», να γκαρίζει γόρδιος ο λώρος μου. Δείτε με, όχι δέστε…
          Στον δρόμο για την θάλασσα να λειτουργεί ξανά το «Δειλινό», πότε σερβίροντας και πότε νοικιάζοντας την θέα του αδρά στον ρεμβασμό. Αλήθεια, πότε το ανέλαβε η κληρονόμος εγκατάλειψη μεταβάλλοντάς το σε ξενώνα ερπετών αχών και αγριόχορτων;
          Κι ελάχιστα πιο κει, μετά απ’ την απότομη στροφή, απότομα να στρίβω το κεφάλι μου κατά το μωβ σπιτάκι. Πάντοτε υποκοριστικό το έχωνε στο βλέμμα η απόσταση. Παρέμεινε σπιτάκι ακόμη κι όταν διεπίστωσα με τον πατέρα εκ του σύνεγγυς ότι δεν είναι παρά μια πολύ μεγάλη βίλα, με πισίνα μάλιστα, για να παραθερίζει απροσπέλαστος ο πλούτος. Παρέμεινε μωβ ακόμη κι όταν αργότερα το χρώμα του άλλαξε, όταν η δύση έχυσε στην πρόσοψή του κατά λάθος το ηλιοβασίλεμα.
          Ξανά, λοιπόν, εγώ ανάμεσα στα σκέλια του, τα χέρια μου επάνω στο τιμόνι, στα χέρια μου επάνω τα δικά του, μαλακά, να μη θυμώνουν την ψευδαίσθηση πως οδηγώ εγώ.
          Και τι μεθυστική που ήτανε η παραβατική αυτή μας επαφή, τι εθιστική αυτή η χειραγώγηση, που ν’ απεξαρτηθώ ακόμη…