} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

21.11.22

Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Γυναίκα που πλέκει έξω από το σπίτι της, Μέτσοβο.  1937 -1969. Φωτογραφία:
Eugene Vernon Harris

Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ

Στοῦ Καρμάνη τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἐγίνοντο ἄφθονοι σπονδαὶ εἰς τὸν Διόνυσον, ἐσύχναζον καί τινες Ἰταλοὶ σιμὰ εἰς τοὺς δικούς μας, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν φιλικὰς σχέσεις. Ἀλλ᾿ οἱ πλέον ἀχώριστοι ἦσαν ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, Σικελιώτης ἀπὸ τὴν Κατάνην, μὲ ἡλιοκαῆ Ἑλληνοϊταλικὴν ὄψιν, φέρων τὴν λάβαν τῆς Αἴτνης εἰς τὴν μορφὴν καὶ εἰς τὴν ψυχήν, σφραγιδοποιός, καὶ ἐν μέρει καλλιτέχνης· ὁ Σαββατῖνος, ἢ Σαλβατῶρος, ἢ Σάλβος, ἢ Σάββας, Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Κέρκυραν, ὁμιλῶν ἱκανὰς γλώσσας, καὶ ἐξασκῶν πολλὰς τέχνας· καὶ ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης, ἀπὸ τοὺς δικούς μας.

Τρεῖς ἄνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεῖς φυλαί. Ὡς κοινὸν γνώρισμα εἶχον μεγάλην κλίσιν εἰς τὰ γιουβέτσια, τὰ ὁποῖα παρήγγελλον εἰς ὅλους τοὺς γειτονικοὺς φούρνους, μὲ μακαρόνια πολὺ χονδρά, ραβδωτά, τὰ ὁποῖα τινὲς ὀνομάζουν, δὲν ἠξεύρω διατί, σέλινα. Ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, πρὶν ἀκόμη ὁ Σάββας ἀρχίσῃ νὰ μεταβιβάζῃ εἰς τὰ πιάτα, προήρπαζε, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Σαμοσατέως, ὄχι ὀλίγα ζεστὰ καυτὰ μὲ τὰ δάκτυλα.

Ἐπερίσσευεν ὅμως πάντοτε μεζὲς καὶ δι᾿ ἄλλους Ἰταλούς, ὅσοι ἤρχοντο κατόπιν· ὁ Ἄντζελο Μασσίνι, ἁμαξοπηγός· ὁ ὑψηλὸς καὶ τεράστιος Πίντο, ἢ Πίνδος, ὅστις ὡς κυριώτερον ἐπάγγελμα, κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς τῆς παρακμῆς, εἶχεν, ἅμα ἐπλησίαζε λαϊκή τις ἑορτή, νὰ παίρνῃ σημειώσεις ἀπὸ τὶς γειτονιές, καὶ νὰ συντάττῃ κατάλογον, ποῖοι καὶ πόσοι ἑώρταζον, Γιάννηδες, λ.χ. Γιώργηδες, ἢ Κωσταντῆδες· ἢ ποῖαι καὶ πόσαι Μαρίαι ἢ Ἑλέναι ἢ Κατίναι· καί, τὴν πρωίαν τῆς ἑορτῆς, νὰ ὁδηγῇ τὸν θίασόν του, τοὺς πλανοδίους μουσικούς, εἰς τὰ πρόθυρα, εἰς τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας τοῦ ἑορτάζοντος τ᾿ ὄνομά του, διὰ νὰ τονίσουν χαρμόσυνον μέλος, καὶ λάβουν ὡς ἀμοιβὴν χαρτίνην δραχμὴν ἢ καὶ δίδραχμον.

Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἤρχετο καὶ ἄλλος Ἰταλὸς Ἀντώνιος, ὡς ἐπάγγελμα ἔχων τὰ ἐμπετάσματα καὶ τὸν εὐτρεπισμὸν οἰκιῶν ἢ δωματίων. Καὶ σιμὰ εἰς τούτους εἷς γέρων παλαιὸς Ἰταλοκερκυραῖος, κατασκευαστὴς ἑστιῶν καὶ ἐπιχρίστης, ὁ μπαρμπα-Νιόνιος ὁ Πούπης.

Ὅλοι τὸν ἐγνώριζον τὸν Ἰσραηλίτην Σάλβον ἢ Σαββατῖνον. Εἰς ὅλους εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Οἱ πλεῖστοι ἐξ ὅλων οὔτ᾿ ἐπάτουν ποτὲ εἰς τὴν φραγκοκκλησιάν. Μόνος ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος ἐκκλησιάζετο ἅπαξ τοῦ ἔτους, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα. Ὁ γέρων Πούπης, καίτοι Δυτικός, ἐμίσει τρομερὰ τοὺς «φλάρους», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, ἐνίοτε δὲ εἰσήρχετο εἰς ἑλληνικοὺς ναούς. Τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα τῶν ὀρθοδόξων, τὸ εἶχε τάξιμον νὰ ὁδοιπορῇ πεζὸς ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸν Πειραιᾶ, ἅμα ἐνύκτωνε τὸ Μέγα Σάββατον, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἔτρεφεν ὡς Κερκυραῖος εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἅγιον.

Οἱ ἄλλοι, βλάσφημοι, ὑβρισταί, μὲ τὸ Dio cane* καὶ Dio porco* εἰς τὸ στόμα, ἦσαν κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἄθρησκοι. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Σαλβατῶρος ἢ Σαββατῖνος ἔλειπε, καὶ δὲν ἦτο παρών, τὸν ἐμνημόνευον ἁπλῶς διὰ τῆς φράσεως quello Ebreo, ἐκεῖνος ὁ Ἑβραῖος.

Κοινῶς εἰς τοὺς δικούς μας ὁ Ἰσραηλίτης, ἦτο γνωστὸς ὑπὸ τὸ ὄνομα Σάββας. Ὀλίγοι ἤξευραν ὅτι ἦτο Ἑβραῖος. Εἴς τινας ὁ ἴδιος εἶχε διηγηθῆ ὅτι ἡ οἰκογένειά του εἶχε προσέλθει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, καὶ εἶχε δεχθῆ τὸ βάπτισμα ἢ ράντισμα ἐν Κερκύρᾳ. Ἀλλ᾿ εἰς τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην ὁ μπαρμπα-Πούπης, ὅστις ἐφαίνετο νὰ γνωρίζῃ καλὰ ὡς συμπατριώτην του τὸν Σάλβον, εἶχεν εἰπεῖ ὅτι οὗτος ἦτον Λέχος ― οὔτε κἂν Ἑβραῖος σωστός· un bastardo Ebreo*.

Μίαν φοράν, ἦτον τὴν 5 Δεκεμβρίου, ὁ μπαρμπα-Νιόνιος ἠρώτησε πονηρῶς τὸν Σαββατῖνον·

― Ντούγκουε, ἀμίκο*… τρατάρεις σήμερα; Δὲν ἔχεις τ᾿ ὄνομά σου;

Τοῦτο ἐπειδὴ ἦτον ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σάββα. Καὶ συγχρόνως ὁ γέρων ἔπαιζε τὴν ματιὰν προσβλέπων τὸν Λύσανδρον. Ἀργότερα ἐξήγησε πρὸς αὐτόν, ὅτι τὸ καθαυτὸ ὄνομα τοῦ Ἑβραίου ἦτον, ὡς φαίνεται, Σαμπατίν, ἀλλὰ διὰ νὰ φαίνεται τάχα ὡς χριστιανὸς εἰς τοὺς πολλούς, τοὺς ἀδιαφόρους καὶ μὴ πολυπραγμονοῦντας, εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ἐκαλεῖτο Σάββας. Ὑπάρχουν ἄλλοι, εἶπε, φέροντες ὄνομα Ἰακὼβ ἢ Ἀσὴρ ἢ Γιουδά, οἵτινες, ἐρωτώμενοι πῶς ὀνομάζονται, διὰ νὰ φαίνωνται μὲν ὡς χριστιανοί, ἀλλὰ νὰ μὴ πατῶσι καὶ τὴν θρησκευτικήν των συνείδησιν, ἀπαντῶσιν Ἠλίας ἢ Ζαχαρίας, ἐκλέγοντες μὲ τρόπον μαστορικὸν καὶ σοφιστικόν, ὄνομα κοινὸν εἰς τὰ δύο θρησκεύματα.

Ἀλλ᾿ εἰς τὸν Παπαδιονύσην ἀνεκοίνωσέ ποτε ὁ Σάββας ὅτι ἔφερε καὶ τὸ ὄνομα Μποχώρ, ὡς πρωτότοκος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ὅτι ἦτο ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ.

― Καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη φυλαί; ἠρώτησε δύσπιστος ἐκεῖνος.

Ὁ Σάββας μετά τινος δισταγμοῦ κατένευσεν.

Κατὰ τὰς ὥρας τῶν ρεμβασμῶν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐποτίζετο «οἶνον κατανύξεως», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός, κ᾿ ἐκάθητο μόνος παρὰ τὴν γωνίαν, πολλάκις ἤρχιζε νὰ ὑποψάλλῃ καθ᾿ ἑαυτόν, μὲ φωνὴν Ἄννης προσευχομένης, διάφορα μέλη τῆς Συναγωγῆς, καθὼς τὸ «Σόμερ Ἰσραέλ»*, καὶ τὸ Ἀλλελοὺ-Γιάχ (Αἰνεῖτε τὸν Ἰεχωβὰ ἢ τὸν Ὄντα). Καὶ πολλὰ ρητὰ ἀπεμνημόνευε ἀπὸ τὰς Γραφάς, συχνὰ δὲ στενάζων ἀπήγγελλε· Κι᾿ αβὶ βὲ ἀμὶ ναδζαβού-νι. Εἶτα ἐπέφερε· β᾿ Ἀδωνάϊ δασπέ-νι· (ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με).

Ἀλλ᾿ εἰς τὰς ὁμιλητικάς του ὥρας ἐφαίνετο τέλειος κοσμοπολίτης. Ἔτρωγε κ᾿ ἔπινεν, ὄχι μὲ ἀπληστίαν, ἀλλὰ μὲ ἄκραν κοσμιότητα καὶ ταπείνωσιν, μετὰ Ἰταλῶν καὶ Ἑλλήνων.

Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν ὁ χαχάμης* εἶχεν ἐπιθεωρήσει τὰ κρέατα, ἢ ἂν ταῦτα ἦσαν ἀπὸ τὰ πρόσθια ἢ τὰ ὀπίσθια τοῦ προβάτου. Διηγεῖτο ὅτι ἄλλοτέ ποτε ἦτον τσαγγάρης, αὐτὴ ὑπῆρξεν ἡ πρώτη τέχνη του. Ἐφαίνετο τώρα ὣς ἡλικίας 45 ἐτῶν. Σήμερον, ἐκτὸς ὀλίγων μικρομεσιτειῶν ὁποὺ ἔκαμνε, πότε πωλῶν, κατὰ παραγγελίαν των, τὰ σύνεργα, πότε μικρὰ τεχνήματα, κ᾿ ἐνίοτε τὰ παλαιόρρουχα διαφόρων Ἰταλῶν, τοὺς ὁποίους εἶχε ρημάξει τὸ «κεσάτι», κατόπιν τῆς ἐπιστρατείας τῆς τότε, ἐβοήθει τὸν Ἀντώνιον, τὸν ἀγνώστου ἐπωνύμου, εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἐμπετασμάτων καὶ εὐτρεπισμῶν. Ἄλλοτε εἰσήρχετο ὡς μισθωτὸς νοσοκόμος εἰς οἰκίας ἀρρώστων Ἰταλῶν, Γερμανῶν ἢ Γάλλων ― πρῴην ἠθοποιῶν, μουσικῶν καὶ ἄλλων τοιούτων.

Ἀπὸ τὸν εἰρημένον Ἀτώνιον ἐκέρδιζε περισσοτέρας ὕβρεις, ἀπειλὰς καὶ προπηλακισμοὺς παρὰ χρήματα. Ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ κατ᾿ οἴκους νοσοκόμου ἔπαιρνε λεφτά, τὰ ὁποῖα ἤθελε νὰ χαρῇ ὕστερον ἐν ἀνέσει καὶ ρᾳστώνῃ εἰς τὸ γνώριμον καπηλεῖον.

*
* *

Μόνος ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος ὁ Κατανέζος, ὅστις ἦτον, ὡς ὡμολόγει ὁ ἴδιος, πολὺ ὀριτζινάλε*, ἀλλὰ πρᾷος καὶ φιλάνθρωπος, ἐφαίνετο νὰ τρέφῃ ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Σαββατῖνον. Μαζὶ ἔτρωγαν ὅλα τὰ γιουβέτσια, μὲ τὰ μακαρόνια τὰ χονδρὰ καὶ ραβδωτά, καὶ ὁ Παπαδιονύσης τρίτος. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ «τὸ εἶχαν δίπορτο». Ἔκαμναν μαζὶ Χριστούγεννα ἀλλα Φράγκα, πρωτοχρονιὰν ἀλλα νόβα, καρναβάλι ἀλλα Ἰταλιάνα, κτλ. Καὶ πάλιν μαζὶ ἔκαμναν Χριστούγεννα ἀλλα Γρέκα, Ἅι-Βασίλη ἀλλα βέκια, κι Ἀπόκριες. Κατόπιν πάλιν Πάσχα ἀλλα Φράγκα, Πάσχα ἀλλα Γρέκα, μαζὶ πάντοτε. Ἀλλ᾿ ὁ Σαββατὶν ἦτο πλέον κερδισμένος ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ τὰς χριστιανικὰς ἑορτὰς ὅλας μαζί τους ἑώρταζε, καὶ ποτὲ δὲν ἔλεγεν εἰς τοὺς φίλους του πότε αὐτὸς εἶχε Σκηνοπηγίαν, πότε Ἄζυμα, καὶ πότε Πεντηκοστήν. Ἀλλ᾿ ὅμως εἶναι βέβαιον ὅτι, καὶ οἱ δύο, δὲν θὰ ἤθελον ποτὲ νὰ συμμετάσχωσι τῶν ἑορτῶν του, καὶ ἂν εἶχε.

Ὁ Ἀλμπέργος, κερδίζων ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν τέχνην του, ἐξώδευεν ἀφειδῶς εἰς φαγοπότια καὶ ἄλλας ἀπολαύσεις. Ἦτο χηρευμένος καὶ ἄτεκνος. Ἔδιδεν εἰς τὸν Σάββαν ὅλα τὰ παλαιὰ καπέλα του, σακκάκια, γελέκα κτλ. Κάποτε τοῦ ἔδιδε λεπτὰ «δανεικὰ κι ἀγύριστα». Μίαν νύκτα ὁ Σάββας εὑρέθη αἴφνης ἄστεγος. Ἐξήρχετο ἀπὸ ὑπερῷον ξενῶνος, ὅπου εἶχε νοσηλεύσει ἕνα Γερμανὸν διορθωτὴν πιάνων. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του δωματίου, ὅπου εἶχε τὰ ροῦχά του, εἶχε διαρρήξει τὴν θύραν, καὶ τοῦ τὰ εἶχε πετάξει ἔξω αὐθαιρέτως, λόγῳ ὅτι καθυστέρει δύο μηνῶν ἐνοίκια.

Ὁ Σάλβος δὲν εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. Ἐξεμυστηρεύθη τὴν δυσχέρειάν του εἰς τὸν Ἀλμπέργον. Ὁ Ἰταλὸς προθύμως τοῦ προσέφερε ξενίαν. Ὁ κάπηλος παρακληθεὶς ἐπέτρεψε ν᾿ ἀκουμβήσῃ ὁ Σάββας προσωρινῶς τὰ παραπεταμένα πράγματά του εἰς τὸ ὑπόγειον τῶν οἴνων, καὶ οἱ δύο διευθύνθησαν περὶ ὥραν ἑνδεκάτην εἰς τὸ οἴκημα τοῦ Ἀλμπέργου.

Ἦτον εἰς μίαν πάροδον τῆς ὁδοῦ Αἰόλου, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μόλις εἶχον ἀποκοιμηθῆ, φωναὶ καὶ θόρυβος τοὺς ἐξύπνησαν. Ὁ οἰκοδεσπότης τοὺς ἔκρουε τὴν θύραν, μὲ ἀπόφασιν νὰ τὴν σπάσῃ.

― Ξυπνᾶτε!… τρεχᾶτε!… Καιόμαστε!

Μεγάλη φλὸξ τοὺς ἐθάμβωσε, καὶ καπνὸς τοὺς ἔπνιγε. Ἡ οἰκία εἶχε κολλήσει φωτιὰν πρὸς τὴν μίαν γωνίαν, εἰς ἕνα θάλαμον παραπέρα ἀπὸ τὸ χώρισμα τὸ ὁποῖον κατεῖχεν ὁ Ἀντώνιος. Ἦτον μεσάνυκτα περασμένα.

Ὁ Ἰταλὸς ἐφόρεσεν ἐν τάχει ὑποδήματα, περισκελίδα, κ᾿ ἐπανωφόρι ―μόνον τὸ κολάρο μὲ τὸν λαιμοδέτην ἐξεχνοῦσε― κ᾿ ἠθέλησε νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν. Ὁ Σάββας, ὅστις εἶχε κοιμηθῆ μὲ τὰ φορέματά του, ὡς εἰκός, ὅπως στρατιώτης τοῦ μεταβατικοῦ, ὡσὰν νὰ ἐγνώριζε τὸ μέλλον, ἐστάθη κ᾿ ἐκοίταξε κατὰ τὴν πόρταν, τὸν διάδρομον, καὶ τὴν σκάλαν.

― Τώρα, ἔρκομαι!... Νερὸ ἔκει;... Ἆ, πεκκᾶτο*! Ὅλοι νὰ ντώσουμε βοήτεια, ἔκραζεν ὁ Ἀντώνιος.

― Τρεχᾶτε, γρήγορα! στὴν πόρτα! ἔκραζεν ὁ σπιτονοικοκύρης. Ἐσεῖς, καὶ τὰ πράγματά σας νὰ γλυτώσετε!… Μὴ σᾶς μέλῃ γιὰ τὸ σπίτι!

Καὶ μὲ τὰς χεῖρας ὤθει τὸν Ἀντώνιον πρὸς τὴν σκάλαν, κ᾿ ἐτράβα πρὸς τὰ ἔξω τὴν κασσέλαν τοῦ Ἰταλοῦ, τὴν τράπεζαν μὲ τὰ ἐργαλεῖα, καὶ τὰς σινδόνας του.

Ὁ Σάββας ἐπῆρε τὸ καπέλο του, καὶ ἤδη διευθύνετο πρὸς τὸν διάδρομον καὶ τὴν ἐξώπορταν.

― Σάλβο! Σάλβο! ντόβε βάϊ; ἔκραζεν ὁ Ἰταλός. Ντά-μι οὔνα μάνο. (Ποῦ πᾷς; δός μοι χεῖρα βοηθείας.)

Ὁ σπιτονοικοκύρης ἐπέμενεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φύγουν τὸ ταχύτερον. Ἦτον κατὰ Μάρτιον. Ὁ Ἀντώνιος εἶχε προπληρώσει καὶ τὴν τριμηνίαν.

― Τρέξατε!… γρήγορα!… Τὰ πράγματα νὰ γλυτῶστε!

Ὁ Ἀλμπέργος ἐξηκολούθει νὰ φωνάζῃ·

― Μά, Σάλβο!… οὐν πόκο ἀσσιστάντσα. (Ὀλίγην βοήθειαν.)

Καὶ ὁ Ἑβραῖος εἰς ἀπάντησιν·

― Μὰ δὲν ἐκατάλαβες ἀκόμα;… νὸν ἄι καπίτο;… Νὸν [τσ᾽] ἒ ἀσσιστάντσα, μὰ σικουράντσα. (Δὲν ἔχει βοήθειαν, ἔχει ἀσφάλειαν.)

*
* *

Ὣς τόσον, τοῦ ἀγαθοῦ Καταναίου ἐκάησαν τὰ μισὰ ροῦχά του ἀπὸ τὴν πυρκαϊάν, καί τινα μικρὰ ἐργαλεῖα τῆς τέχνης του ἔγιναν ἄφαντα. Ἀργότερα ὁ Ἀλμπέργος ἐξωμολογεῖτο τὸ παράπονόν του εἰς τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην.

―Ἄ, κόζα βολέτε;… μὰ κουέλλι Ἑμπρέι, νὸν σὶ μάντζα. (Αὐτοὶ οἱ Ἑβραῖοι, δὲν τρώγονται.)

Εἶχε χαλάσει ἡ καρδιά του, καὶ πολὺς παρῆλθε χρόνος ἑωσότου ἀρχίσῃ πάλιν νὰ τὸν χωνεύῃ. Καὶ ποτὲ ὁ Σάλβος δὲν ἀνέκτησε τὴν προτέραν του εὔνοιαν.

Εὐτυχῶς, τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὁ Σαββατὶν συνέσφιγξε πολὺ τοὺς φιλικοὺς δεσμούς του μὲ τὸν γέρο-Πούπην τὸν Κερκυραῖον. Οὗτος κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον εἶχεν ἐπανακάμψει ἀπὸ ἓν ταξίδι εἰς Σμύρνην, ὅπου εἶχε διατρίψει πολλοὺς μῆνας. Τὸν παλαιὸν καιρὸν εἶχε φθείρει εἰς τὴν Σμύρνην ὅλα τὰ νιᾶτά του. Εἶχε γλεντίσει κόσμον ἐκεῖ, ἀλλ᾿ εἶχεν ὅμως κάμῃ καὶ πολλοὺς καυγάδες κατὰ καιρούς, μὲ Λεβαντίνους, μὲ Ἀρμενίους καὶ μὲ Ἑβραίους… Καμμίαν ἐκ τῶν φυλῶν τούτων δὲν ἐχώνευεν. Ὅλους τοὺς ὠνόμαζε «σκυλιά».

Τώρα, εἰς τὰ γηράματά του, ἐβάστα καλὰ καὶ ἦτον γερὸς ἀκόμη, καίτοι ἑβδομηκοντούτης. Ἐκάλυπτε τὴν μικρὰν καμπούραν του μὲ σάλι σπαλετοειδῶς περὶ τὸν τράχηλον, εἶχε λευκὸν ὑπογένειον, καὶ ἡ ὄψις του ἐμειδία. Ἐφόρει πότε εἶδος κούκκου ἢ κασκέτου εἰς τὴν κεφαλήν, πότε ἡμίψηλον ἢ ρεμπούπλικαν. Συνήλλαζε καθημερινῶς διάφορα σουρτοῦκα, ζακέδες καὶ σακκάκια, καὶ ἡ ἱματιοθήκη του ἦτο πλουσία.

Τὸ τελευταῖον ταξίδι εἰς Σμύρνην, εἰς τὰ 1890, ἰδοὺ πῶς τὸ εἶχε κάμη. Ὁ μπαρμπα-Πούπης εἶχε δύο ἀδελφὰς εἰς τὰς Ἀθήνας, τὴν Νίναν καὶ τὴν Κιάραν. Ἡ πρώτη τούτων ἦτο ἰδιοκτήτρια οἰκιῶν, κατὰ τὴν ὁδὸν Σ… Ὁ Πούπης ἦτον χηρευμένος καὶ ἄτεκνος.

Ἡ Νίνα, ἄτεκνος ἐπίσης, εἶχε σύζυγον τὸν κ. Λακκοπόσταν, γέροντα μὲ ἀξίαν καὶ μὲ θέσιν κοινωνικήν. Οὗτος ἦτον διευθυντὴς ἑνὸς τῶν ἐξαρτημάτων τοῦ Πανεπιστημίου. Ἡ Νίνα ἀπέθανε κατὰ τὸ 1889. Ἦλθαν οἱ φραγκοπαπάδες μετὰ πομπῆς καὶ τὴν ἐσήκωσαν, ἐπῆγε καὶ ὁ μπαρμπα-Πούπης ἐφ᾿ ἁμάξης, μαζί. Ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπάτει τὸν πόδα εἰς τὸν Δυτικὸν ναόν, ὕστερον ἀπὸ πολλὰ ἔτη.

Ὅταν, μετὰ τὴν κηδείαν, ἀνεγνώσθη ἡ διαθήκη τῆς θανούσης, καὶ εἶδεν ὁ μπαρμπα-Πούπης ὅτι ὅλην τὴν περιουσίαν τὴν ἄφηνε νὰ τὴν νέμηται ὁ σύζυγός της, καὶ ἡ ἀδελφὴ Κιάρα, ἡλικιωμένη, συζῶσα μετά τινος Ἰταλοῦ, μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου, τὸ καλύτερον ἀπὸ τὰ τρία σπίτια τὸ ἐχάριζεν εἰς τὸν ἰατρόν της, ἕνα ὅλως διόλου ξένον πρὸς αὐτήν, ―ὅστις ἐπὶ δεκαετίαν εἶχεν ἐφαρμόσει ἐπ᾿ αὐτῆς ἓν φάρμακον, τὸ ὁποῖον ἐκαυχᾶτο ὅτι εἶχεν ἐφεύρει κατὰ τῶν νευρικῶν, τῶν στομαχικῶν καὶ νεφριτικῶν ἀλγηδόνων― ὁ μπαρμπα-Πούπης εὐλόγως ἐσκύλιασε. Ἔγινε πῦρ καὶ μανία, ἔβγαζεν ἀφρούς. Ἐν τῇ μανίᾳ του ἠπείλει νὰ φονεύσῃ τὸν ἰατρόν, ἔβγαλε κ᾿ ἕνα μικρόν, γυρτὸν ξυραφάν, καὶ τὸν ἐπέδειξεν… Ἐντούτοις δὲν θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ τὸ κάμῃ. Ὁ ἰατρὸς ἐφοβήθη, παρεπονέθη εἰς τὴν ἀστυνομίαν… καὶ ὁ ἀστυνόμος διέταξε «νὰ τὸν πάρουν μέσα» τὸν μπαρμπα-Πούπην…

*
* *

Ὁ γέρων Πούπης, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, ἀπῆλθεν εἰς Σμύρνην… τὸ περισσότερον διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν προσβολήν, τὴν ὁποίαν ὑπέστη… Ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Σμύρνην, καὶ ἀκόμη δὲν τὴν ἐξέχασεν. Ἀλλ᾿ ἓν τὸν εἶχε ταπεινώσει· τὸ ὅτι εἶχεν ἐκπέσει πολύ, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ μάλιστα οἰκονομικῶς. Ἐνόσῳ ἔζη ἡ ἀδελφή του, ἡ Νίνα, αὕτη τὸν διετήρει, τώρα ὅμως τὸν εἶχον παραμελήσει. Ἡ ἐπιζῶσα ἀδελφή του, ἡ Κιάρα, ἥτις εἶχε κληρονομήσει μέγα μέρος τῆς περιουσίας, τὸν ἀπελάκτιζε καὶ «μονονουχὶ δικράνοις» τὸν ἐξεώθει τῆς οἰκίας. Ὁ οἱονεὶ γαμβρός του, ὁ Ἰταλὸς Γαετᾶνος, μέχρι τινὸς τὰ εἶχε καλὰ μὲ τὸν Πούπην, καὶ μαζὶ ἐκακολόγουν καθημερινῶς τὸν ἄλλον συγγενῆ των, τὸν χῆρον τῆς Νίνας. Ἀκολούθως, τὰ ἐχάλασαν οἱ δύο, καὶ τότε ὁ Πούπης ἐβελτίωσε τὰς σχέσεις του μὲ τὸν γαμβρόν του, τὸν Λακκοπόσταν. Ὕστερον ἡ Κιάρα, θυμωθεῖσα μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἐδίωξε τὸν οἱονεὶ σύζυγόν της, τὸν Γαετᾶνον, καὶ λευκόθριξ ἤδη, ρευματική, ἑξηκοντοῦτις, ἐνυμφεύθη ἕνα νέον καὶ εὔρωστον, +++.

Ὅταν ἡ Κιάρα ἀπεδίωξε τῆς οἰκίας τὸν Ἰταλόν, τότε οὗτος τὰ διώρθωσεν ἐκ νέου μὲ τὸν μπαρμπα-Πούπην. Μαζὶ καὶ οἱ δύο ἤρχισαν νὰ κακολογοῦν τὴν ἀδελφὴν τοῦ Πούπη, τὴν Κιάραν.

Μὲ τὸν γαμβρόν του, τὸν Λ…, ὁ Πούπης τὰ εἶχεν ἀκόμη καλά. Οὗτος, Λεβαντῖνος, κοσμογυρισμένος, μᾶλλον Φράγκος παρὰ Ρωμῃός, ἔζη ὡς πίθηκος τῆς πολυτελείας. Πάσχων ἐκ ρευματισμῶν ἢ ποδάγρας, εὑρίσκετο κλινήρης ἀπὸ πολλῶν μηνῶν. Ἐπὶ τῆς κλίνης ἐξαπλωμένος, φορῶν βελουδίνην ρόμπαν, ἔφερε πέντ᾿-ἓξ δακτυλίδια, βαρεῖαν χρυσῆν καδέναν, ἐγκόλπιον ἢ μεδαλλιόν, κτλ. Ἐνίοτε δοκιμάζων νὰ ἐγερθῇ, ἐφόρει τὴν μαύρην ρεδιγκόταν. Ἔφερε τότε ἐπὶ τῆς κομβιοδόχης του τὰς «ροζέτας» δύο ἢ τριῶν παρασήμων, μὲ τὰ ὁποῖα ἦτον «τιμημένος», ὡς καὶ δύο ἀριστεῖα. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἐφόρει ἐπάνω του ἐπὶ τῆς κλίνης.

Εἶχε κατηγορηθῆ δι᾿ ἀπιστίαν ἢ κατάχρησιν, κ᾿ ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενής, ἐτέλει τὴν προφυλάκισίν του οἴκοι. Δύο χωροφύλακες ἐκ περιτροπῆς ἐφρούρουν τὴν θύραν του. Ἦτο πλήρης πικρίας κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑπηρετήσει. Εἶχε λάβει εἰς μισθούς, συντάξεις, καὶ ἐκτάκτους ἀμοιβὰς ἀπὸ τὸ ταμεῖον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἄνω τῶν διακοσίων χιλιάδων δραχμῶν. Τὴν βιβλιοθήκην του καὶ μίαν συλλογήν του, πρὶν ἀποθάνῃ, τὰ εἶχε χαρίσει εἰς ἓν Αὐστριακὸν Πανεπιστήμιον.

*
* *

Διωγμένος ἀπὸ τὸ σπίτι πρὸ πολλοῦ ἦτον ὁ μπαρμπα-Πούπης. Τοῦ ἔδιδον κατὰ μῆνα κάτι τι οἱ οἰκεῖοί του, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔφθανε διὰ νὰ ζῇ, ἐνίοτε τοῦ ἔστελλον ὅ,τι ἐπερίσσευεν ἐκ τοῦ φαγητοῦ τῆς χθές, κρέατα βοδινά, ψητὰ τοῦ φούρνου, κρύα βραστά, καὶ τὰ τοιαῦτα. Κατόπιν ἠλάττωσαν τὸ χρηματικὸν ἐπίδομα· εἶτα τὸ ἔκοψαν.

Εἰς τὸν Σάλβον, τὸν Ἑβραῖον, μὲ τὸν ὁποῖον τὰ εἶχε καλά, κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἐποχήν, ὁ Πούπης, ἔδιδεν ὅ,τι εἶχε διὰ πώλημα, παλαιὰ ἐργαλεῖα, παλαιὰ ἀποφόρια, ἐνδύματα διατηρούμενα ἀκόμη. Διότι ὁ μπαρμπα-Πούπης εἰς τὴν νεότητά του ἦτον «τσελεπὴς»* πολύ, καὶ εἶχε πλουσίαν ἱματιοθήκην. Ὁ Σαλβατῶρος ἐφρόντιζε νὰ τὰ πωλῇ κ᾿ ἔφερεν εἰς τὸν μπαρμπα-Πούπην τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἐξεκοκκάλιαζαν καθήμενοι τὸ βράδυ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Καρμάνη, καὶ κουτσοπίνοντες, λίαν εὐαρέστως. Ὁ μπάρμπα-Πούπης ἦτον πλήρης εὐτραπελίας γεροντικῆς. Τὸ ρετσινᾶτο κρασὶ τὸ ὠνόμαζε «σαμπάνια». Εἰς τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου ἔλεγε:

― Μωρὲ παιδί, φέρε μας δυὸ σαμπάνιες!… Νὰ μπῇς μέσα στὸ βαρέλι, νὰ μᾶς τὸ διαλέξῃς!…

Μαζὶ ἔτρωγαν, μαζὶ ἔπιναν, μὲ τὸν Σάλβον. Ποτὲ δὲν τὰ εἶχαν τόσον καλά… Αἴφνης ἕνα πρωί, κατὰ Μάρτιον μῆνα, ἐνῷ ἐπλησίαζε τὸ Πάσχα, ἔρχεται ἀπὸ τὴν Κέρκυραν εἴδησις, καὶ τὴν ἀνέγραφον ὅλ᾿ αἱ ἐφημερίδες, ὅτι οἱ ἐκεῖ Ἑβραῖοι ἥρπασαν μικρὰν κορασίδα χριστιανήν, καὶ τὴν ἔσφαξαν· τῆς ἔπιαν τὸ αἷμα!…

Ἅμα ἤκουσεν ὁ μπαρμπα-Πούπης τὴν εἴδησιν, ὅτι εἰς τὴν πατρίδα του (ὅπου εἶχε τριάντα χρόνους νὰ πατήσῃ) συνέβη αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἔγεινεν ἀμέσως πῦρ καὶ μανία ἐναντίον τῶν Ἑβραίων. Ὤ! νὰ εἶχεν ἕνα Ἑβραῖον νὰ τὸν πνίξῃ!…

Κατὰ συγκυρίαν, ἐκείνην τὴν στιγμήν, εἰσήρχετο εἰς τὸ καπηλεῖον ὁ Σάλβος… Ἰδοὺ εἷς Ἑβραῖος! Καὶ Ἑβραῖος μάλιστα ἐκ Κερκύρας, ἐκεῖθεν ὅπου οἱ ὁμόθρησκοί του ἔπραξαν τὸ ἀνοσιούργημα…

Ὁ μπαρμπα-Πούπης ἐγείρεται, σφίγγει τὰς πυγμὰς ἀπειλητικῶς, πάλλει ταύτας ἄνω καὶ κάτω κυκλοτερῶς, ὡς πρὸς πυγμαχίαν, καὶ ἐφορμᾷ κατὰ τοῦ Σάλβου.

― Μωρὲ σκυλί!…

Καὶ μπούπ! ἡ μία πυγμὴ κατέπεσεν εἰς τὸν ὦμον τοῦ Ἑβραίου.

Ὁ Σάλβος δὲν ἐπρόλαβε νὰ εἴπῃ: «Τί ἔχεις; τί ἔπαθες;» μόνον εἶπεν ὤχ! καὶ ὠπισθοχώρησεν. Ἡ δευτέρα πυγμὴ τοῦ Πούπη θὰ εὕρισκε παρ᾿ ὀλίγον τὸ στέρνον, ἀλλὰ κατέπεσεν εἰς τὸ κενόν. Ὁ Καρμάνης, ὁ κάπηλος, ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης, ὅστις ἔτυχε νὰ εἶν᾿ ἐκεῖ, καὶ δύο ἄλλοι, παρενέβησαν, καὶ ἀπεμάκρυναν τὸν Σάλβον, ἔξω τοῦ καπηλείου. Ὁ μπαρμπα-Πούπης ἤθελε νὰ τὸν κυνηγήσῃ εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ μετὰ κόπου τὸν ἐκράτησαν.

*
* *

Πρὸς τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, ὁ γέρων Κερκυραῖος αἰσθανόμενος τὴν ἀνάγκην νὰ δικαιολογηθῇ, ἔλεγε πρὸς τοὺς φίλους του:

― Δὲν ἔχουν πίστη, μωρὲ γυιέ μου· σέντσα φέδε*! Μωρέ, αὐτὸ τὸ σκυλί, πόσα δὲ μοῦ εἶχε φάγει, καὶ πῶς μοῦ μπερδεύει τσοὺ λογαριασμούς; Μιὰ μέρα τοῦ ἔδωκα κάτι νὰ πωλήσῃ, ἐνῶ εἶχα παρμένο κάπαρο, καὶ μοῦ χάλασε τσὴ συμφωνίες. Κ᾿ ὕστερα ὁ μουστερὴς ἦρθε καὶ μοῦ γύρευε ἐμένα τὸ κάπαρο ᾽πίσω!… Ὄρσε, ντούγκουε*!…

―Ἐσεῖς τὰ εἴχατε τόσο καλά, ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ εἷς τῶν παρεστώτων.

―Ἐγὼ νὰ τὰ ἔχω καλὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ σκυλί!… Περ λ᾿ ἀμόρε*!

―Ἐτρώγατε κ᾿ ἐπίνατε μαζύ…

― Αὐτοὶ μᾶς τρώγουν τοὺς κόπους μας, καὶ μᾶς πίνουν τὸ αἷμα… Δὲν ἄκουσες ᾽στσοὺ Κορφοὺς τί ἔκαμαν!

― Καὶ τί φταίει αὐτός;… Αὐτὸς δὲν ἦτον ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξεύρῃ τί ἔκαμαν οἱ Ἑβραῖοι!

― Αὐτὸς δὲν ἦτον;… Παντοῦ βρίσκονται αὐτοί, κ᾿ εἰς ὅλα εἶναι μέσα… φτάν᾿ ἡ χάρη τους!

*
* *

Τὴν ἐπαύριον ἦλθεν εἴδησις ὅτι ὁ ὄχλος τῆς Κερκύρας εἶχε παρεκτραπῆ εἰς βιαιοπραγίας κατὰ τῶν Ἑβραίων. Τὴν τρίτην ἡμέραν ἡ ὀχλαγωγία εἶχε φθάσει εἰς βαθμὸν λίαν ἐπίφοβον. Τὴν ἄλλην ἡμέραν αἱ εἰδήσεις ἔλεγον ὅτι ἐνεργεῖται ἀνάκρισις ἰσχυρά. Τὴν ἑπομένην, ὅτι ἐξητάσθη τὸ πτῶμα τῆς σφαγείσης κόρης, καὶ εὑρέθη ὅτι ὅλον τὸ αἷμά της εἶχε ροφηθῆ δι᾿ ἀλλοκότου μεθόδου, δι᾿ ἀπειραρίθμων ἐντομῶν καὶ κοπίδων.

Τὴν ἐπιοῦσαν αἱ εἰδήσεις ἔφερον ὅτι συνελήφθησαν τινές, ὡς ὕποπτοι, ὅτι ἡ ἐξουσία μετὰ μεγάλης δυσκολίας κρατεῖ τὴν τάξιν… Ὕστερον ἤρχισαν ν᾿ ἀναγράφωνται συγκεχυμένα καὶ ἀντιφατικὰ πράγματα… Ὅτι ἡ νεκρὰ κόρη εὑρέθη ἐφθαρμένη, ὅτι ὁ θάνατός της δὲν προῆλθεν ἐκ σφαγῆς, οὔτε εἶχεν ἐκμυζηθῆ τὸ αἷμα της… Τέλος, ὅτι ἡ κόρη δὲν ἦτον χριστιανή, ἀλλ᾿ Ἑβραία…

Τὴν ἰδίαν ἡμέραν, καθ᾿ ἣν ἀνεγράφετο εἰς τὸν τύπον ἡ τελευταία αὕτη πληροφορία, ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης συναντᾷ τὸν Σάλβον, ὅστις ἐφοβεῖτο πλέον νὰ συχνάζῃ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Καρμάνη ―ἐπειδὴ ὁ μπαρμπα-Πούπης θὰ ἔσφιγγε πάλιν τοὺς γρόνθους, ἂν τὸν ἔβλεπε―· τὸν συνήντησεν εἰς ἓν μικρὸν καφενεῖον εἰς τὸ ἄκρον τῆς αὐτῆς ὁδοῦ. Ὁ Σάλβος, ὅστις ἐκάθητο ἐκεῖ, εἶδε τὸν Λύσανδρον διερχόμενον, ἐσηκώθη, καὶ τὸν ἔκραξε.

― Τί γίνεσαι, βρὲ ψυχή;

Ὁ Σάλβος ἀπήντησε μὲ τὴν ἔννοιαν, ὄχι ὅτι ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ νά, διὰ νὰ μὴ δίδῃ ἀφορμὴν καὶ γίνεται σκάνδαλον, καὶ θόρυβος, δίδει τόπον τῇ ὀργῇ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐξαναφάνη αὐτὰς τὰς ἡμέρας εἰς τοῦ Καρμάνη. Ὁ Λύσανδρος τὸν ἐκοίταξε καλὰ-καλά. Τοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰσραηλίτου ἔφερε διπλῆν ἔκφρασιν, εἶχε δύο ὄψεις σχεδὸν μαχομένας πρὸς ἀλλήλας. Ἐφαίνετο καὶ εὐχαριστημένος καὶ λυπημένος. Τὰ ὄμματά του συννεφῆ ὑπὸ τὰς ὀφρῦς καὶ περὶ τὰ βλέφαρα, εἶχον ὑγρόν τι καὶ συννεφῶδες, ἐνῶ τὸ στόμα του σχεδὸν ἐμειδία μετὰ πρᾳότητος.

Ὁ Σάλβος ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ·

― Εἶδες;… τί σοῦ ἔλεγα ἐγώ;… Δὲν σοῦ εἶχα εἰπεῖ ἄλλοτε ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δὲν τὸ κάμνουν αὐτό, ποὺ τοὺς κατηγοροῦν… θυμᾶσαι τί σοῦ διηγούμην;

Ὁ Λύσανδρος ἔμεινε σύννους, προσπαθῶν ν᾿ ἀναπολήσῃ.

― Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅτι ἡ μητέρα μου μιὰ φορά, ηὗρε ἕνα παιδὶ χριστιανόπαιδο, πεταμένο στὸ δρόμο;…

― Ποῦ;

― Στὴν Κέρκυρα.

―Ἔ;

― Καὶ ἀμέσως τὸ ἐπῆρε, καὶ τὸ παρέδωκε στὴ δημαρχία γιὰ νὰ τὸ στείλουν στὸ βρεφοκομεῖο, ἢ νὰ τὸ δώσουν σὲ παραμάννα;… Ἂν ἦτον ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ τοὺς κατηγοροῦν, τοὺς Ἑβραίους, ἡ μητέρα μου δὲν θὰ παρέδιδε τὸ παιδὶ ἐκεῖνο στὴ δημαρχία, ἀλλὰ…

Ὁ Λύσανδρος ἐνθυμήθη τότε ὅτι, πρὸ πολλοῦ καιροῦ, ἴσως πρὸ δύο ἐτῶν ἢ τριῶν, εἶχε γίνει πράγματι ἡ ὁμιλία αὐτὴ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Σάλβου. Ἀλλ᾿ ἐνθυμήθη ἐπίσης καὶ ποίαν ἀπάντησιν εἶχε δώσει τότε αὐτὸς εἰς τὸν Σάλβον. Εἶχεν ἀποκριθῆ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τεκμήριον, καὶ τοῦ εἶχεν ἀναπτύξει πῶς δὲν εἶναι.

― Τί θὰ πῇ; εἶχεν ἐρωτήσει ὁ Σάββας.

― Τεκμήριον θὰ πῇ, δὲν εἶναι βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ἀπόδειξις, ποὺ νὰ μὴν ἀφήνῃ ἀμφιβολίαν… Διότι μένουν πολλὰ τὰ κενά, καὶ ἐνδοιασμοί, καὶ ἀντιρρήσεις.

― Ντούγκουε*, +++· δὲν καταλαβαίνω…

― Nά, διὰ νὰ καταλάβῃς· δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἡ μητέρα σου εὗρεν ἕνα χριστιανόπαιδο πεταμένο, κ᾿ ἔσπευσε νὰ τὸ παραδώσῃ εἰς τὴν δημαρχίαν· καὶ εἶναι πολὺ ἀξιέπαινος, διότι τὸ ἔκαμε… Πλὴν αὐτὸ τὸ ἔθιμον τῆς σφαγῆς χριστιανοπαίδων παρ᾿ Ἑβραίοις, ἂν ἀληθεύῃ ―ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα δὲν πιστεύω ποτὲ ν᾿ ἀληθεύη, καὶ τοῦτο χάριν αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ― ἂν ἠλήθευε, θέλω νὰ εἴπω, πρῶτον δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ γνωρίζῃ πῶς γίνεται καὶ πότε γίνεται ὅλος ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία, δεύτερον, ἂν ἐγίνετο, θὰ ἐγίνετο, ὅπως λέγει ἡ πρόληψις ἢ ἡ φήμη, ἢ τέλος πάντων ὁ θρῦλος, ὁ μῦθος αὐτός, περὶ τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ τοῦτο, κατ᾿ ἐντολήν, καὶ διὰ κλήρου, ἢ ὅπως ἄλλως· καὶ προσέτι, ὄχι συχνά, ἀλλ᾿ εἰς τακτὰς ἐποχάς· καί, ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει, μία Ἑβραία ἥτις θὰ εὕρισκε ἕνα χριστιανόπαιδον ἐκτεθειμένον εἰς τὸν δρόμον καὶ θὰ τὸ παρέδιδεν εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς χριστιανικῆς κοινότητος, θ᾿ ἀπετέλει, τὸ γεγονὸς αὐτό, βεβαίαν ἀπόδειξιν· ἠδύνατο μάλιστα νὰ εἶναι ἁπλῶς «στάκτη στὰ μάτια». Θὰ εἴπῃς ὅτι ὑπάρχει ἄρα κακοβουλία ἐκ μέρους τινός, ὅστις θ᾿ ἀνέλυεν οὕτω τὸ πρᾶγμα. Δυστυχῶς ἡ φήμη αὕτη, ὁ θρῦλος ἢ λαϊκὴ πίστις αὐτή, ὑπάρχει, μεταδιδομένη ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν, καὶ ὁ ἐπιχειρῶν ἢ ἀναλύων ἢ ὁ συλλογιζόμενος οὕτω καὶ ζητῶν βεβαίαν ἀπόδειξιν, εὑρίσκεται εἰς τὴν δυσχερῆ ταύτην θέσιν, ἀκριβῶς διότι εἶναι ἀμερόληπτος· καθότι, ὅπως εἶπα, ὁ θρῦλος ὑπάρχει, δὲν τὸν ἔπλασα ἐγὼ οὔτε σὺ ἢ ἄλλος. Καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν δυσχερῆ ταύτην θέσιν ἀκριβῶς διότι ἐπιθυμεῖ νὰ εὕρῃ βεβαίαν ἀπόδειξιν, νὰ πεισθῇ ὅτι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ εἶναι μῦθος. Πρὸς τὸ παρόν, ὅπως ἔχουσι τὰ πράγματα, μόνον ****.

― Δι᾿ αὐτὸ σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τὸ ἀνόσιον αὐτὸ ἔθιμον, τὸ ἀποδιδόμενον εἰς τοὺς Ἑβραίους, εἶναι μῦθος ― καὶ εἴθε νὰ εἶναι μῦθος. Λοιπόν…

― Λοιπόν; εἶπε καὶ ὁ Λύσανδρος.

― Λοιπόν, ἐπανέλαβεν ὁ Ἰσραηλίτης, τί σοῦ ἔλεγα… Ὄχι μόνον αὐτὴ ἡ μικρὴ κόρη, τὴν ὁποίαν ηὗραν σκοτωμένην εἰς τὴν Κέρκυραν δὲν εἶχε σφαγῆ ἀπὸ Ἑβραίους διὰ νὰ τῆς πάρουν τὸ αἷμα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κόρη δὲν ἦτον χριστιανή.

―Ἀλλὰ τί ἦτον; ὑπέλαβεν ὁ Λύσανδρος· ἀληθεύει λοιπὸν ὅτι ἦτον Ἑβραιοπούλα;

― Ναί, ἦτον Ἑβραιοπούλα, καὶ τὴν εἶχαν σκοτώσει χριστιανοί, ἀπήντησε μετὰ πάθους ὁ Σάλβος, ὄχι διὰ χριστιανικοὺς σκοποὺς βέβαια, προσέθηκε μὲ πικρὰν ἔκφρασιν.

― Τί θέλεις νὰ πῇς;

― Ναί, ἦτον ἡ Ρουμπίνα, ἡ ἀνηψιά μου, τὸ πουλάκι μου, εἶπεν αἴφνης ὁ Σάλβος… τὴν εἶχαν βιάσει καὶ τὴν ἐσκότωσαν, ποὺ νὰ κρεμασθοῦν ἀνάποδα!…

*
* *

Καὶ ἡ φωνή του ἐπνίγη ἀπὸ τὰ δάκρυά του, ἔβγαλε τὸ μανδῆλι ἀπὸ τὴν τσέπην του, καὶ ἤρχισε νὰ σπογγίζῃ τὰς παρειάς του. Ὁ Λύσανδρος ἐστάθη ἐπί τινα δευτερόλεπτα, ἐν ἄκρᾳ ἀπορίᾳ καὶ ἀμηχανίᾳ. Δὲν ἤξευρε τί νὰ σκεφθῇ. Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, πλεῖσται ἀντιφατικαὶ ἰδέαι, ἀσυνάρτητοι, συγκρουόμεναι, μαχόμεναι πρὸς ἀλλήλας, συνέρρευσαν εἰς τὸν ἐγκέφαλόν του.

«Τί νὰ πιστεύσῃ κανείς; Προχθὲς ἀκόμη ἦτον Ρωμῃοπούλα, σφαγεῖσα καὶ αἱμορροφηθεῖσα ἀπὸ Ἑβραίους, καὶ σήμερον εἶναι Ἑβραιοπούλα, βιασθεῖσα καὶ φονευθεῖσα ἀπὸ Ρωμῃούς… Πῶς τόση τύφλωσις!… Πόθεν τόση ἀντίφασις;… Ἀπὸ κακίαν ἐπιστεύθη τὸ πρῶτον, ἢ ἀπὸ κακὴν ἐπίδρασιν ἀπεδείχθη τὸ δεύτερον; Ἡ ἀνάκρισις φωτίζει τὰ σκοτεινά, ἢ σκοτίζει τὰ φωτεινά;… Οἱ Ἑβραῖοι προσκυνοῦν τὸν Ἰεχωβὰ καὶ τὸν Χρυσοῦν Μόσχον, ἢ οἱ Χριστιανοὶ δουλεύουν Θεὸν καὶ Μαμωνᾶν; Τί νὰ εἶναι;.. Τί νὰ συμβαίνῃ;… Δὲν ἐδόθη εἰς τοὺς ἀμυήτους νὰ τὰ γνωρίζουν αὐτά… Ποτὲ δὲν θὰ μάθωμεν τὴν ἀλήθειαν.»

Ἐντοσούτῳ τὰ δάκρυα τοῦ Σάλβου ἦσαν δάκρυα. Δὲν ἠδύνατο νὰ εἴπῃ τις ἂν ἦσαν φώκης ἢ κροκοδείλου, πλὴν ὁπωσδήποτε ἦσαν δάκρυα. Ὁ Λύσανδρος ἐστάθη, τὸν ἐκοίταξε καὶ πάλιν ἐν συμπεράσματι καθ᾿ ἑαυτὸν εἶπε:

«Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει… Βεβαίως, πρέπει νὰ ὑπῆρξε κακὴ

(Ἀνολοκλήρωτο)1910

(1912)

* Μεγάλο μέρος τοῦ διηγήματος ―ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὴ φράση «εἶχε γλεντίσει κόσμον ἐκεῖ» ― παρουσιάζει σημαντικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο κείμενο τῆς ἔκδοσης Δόμου. Γιὰ τὴ διαφορὰ αὐτὴ δὲς τὸ μελέτημα Λ. Τριανταφυλλοπούλου - Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου «“Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ”. Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς παράδοσης τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κειμένου», Νέα Ἑστία, τεῦχ. 1744, Ἀπρίλιος 2002.

Πηγή