31.7.18
29.7.18
Ο Επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί Ι. Καποδίστρια, Αλέξανδρος Σούτσος. Απαντήσεις
Οι λέξεις και ο τέτανος, Γιάννης Κοντός
Οι λέξεις και ο τέτανος
Brooke Shaden |
Ευτυχώς
πέρασε κι αυτή
η μέρα και ζούμε.
Το ζούμε σηκώνει πολλή κουβέντα,
αλλά με το θέμα έχουν ασχοληθεί
πολλοί και θεωρείται λήξαν.
(Το «ν» στο τέλος μ’ ενοχλεί.
Αν κάνουμε μερικές αλλαγές
στα γράμματα και στον τονισμό
έχουμε τη λέξη λύσσα που τόσο
ταιριάζει στην περίπτωση.)
η μέρα και ζούμε.
Το ζούμε σηκώνει πολλή κουβέντα,
αλλά με το θέμα έχουν ασχοληθεί
πολλοί και θεωρείται λήξαν.
(Το «ν» στο τέλος μ’ ενοχλεί.
Αν κάνουμε μερικές αλλαγές
στα γράμματα και στον τονισμό
έχουμε τη λέξη λύσσα που τόσο
ταιριάζει στην περίπτωση.)
27.7.18
Παρά ένα δώδεκα μαγικά παραμύθια ΙΙ, Αργύρης Χιόνης
ΙΙ
Η βροχή κρύωνε έξω στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω!
Η βροχή κρύωνε έξω στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω!
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της
άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
Βραδινή Φωτιά, Κωστής Παλαμάς
Βραδινὴ Φωτιά
- Θυμᾶσαι τὴ φτωχούλα τὴν καλύβα
στὸ πλούσιο δάσος, πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό;
- Θυμᾶμαι τὴν καλύβα τὴ φτωχούλα, σὰν ξωκλήσι καὶ σὰν ἀσκηταριό.
στὸ πλούσιο δάσος, πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό;
- Θυμᾶμαι τὴν καλύβα τὴ φτωχούλα, σὰν ξωκλήσι καὶ σὰν ἀσκηταριό.
—Τον ἀσκητὴ θυμᾶσαι τῆς καλύβας; (Τάχα κλέφτης; καλόγερος; βοσκός;)
- Θυμᾶμαι. Ἀκόμα κλαίει μὲς στὸν ἀγέρα τῆς φλογέρας του ὁ πόνος, μυστικός.
- Θυμᾶμαι. Ἀκόμα κλαίει μὲς στὸν ἀγέρα τῆς φλογέρας του ὁ πόνος, μυστικός.
- Θυμᾶσαι τὴ χλωμὴ σωμένη του ὄψη καὶ τ᾿ ἀλαφροσκυμμένο του κορμί;
- Θυμᾶμαι κάτου ἀπ᾿ τὰ δασά του φρύδια τὴ σαγηνεύτρα τῆς ματιᾶς του ὁρμή.
- Θυμᾶμαι κάτου ἀπ᾿ τὰ δασά του φρύδια τὴ σαγηνεύτρα τῆς ματιᾶς του ὁρμή.
- Θυμᾶσαι τὴ φωτιὰ στὸ πλούσιο δάσος, τὴ βραδινὴ φωτιὰ τὴν ξαφνική;
- Θυμᾶμαι. Λάμια. Στάχτη καὶ ἡ καλύβα. Τὸ πλούσιο δάσος πάει. Ὥρα κακή.
- Θυμᾶμαι. Λάμια. Στάχτη καὶ ἡ καλύβα. Τὸ πλούσιο δάσος πάει. Ὥρα κακή.
24.7.18
Μεγαλείων Οψώνια, Α. Παπαδιαμάντης
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ φρόνιμοι γέροι, οἱ πρόθυμοι συμβουλάτορες, ὁποὺ
ὀνομάζονται κάπου καὶ «κακῶν παρακλήτορες», εἰς τὴν βίβλον τοῦ Ἰώβ,
συνηθροίζοντο συνήθως εἰς τὸ μικρὸν καφενεῖον τοῦ Σκαρτσοπούλου, ἀνάμεσα εἰς τὰ
κηράδικα κ᾿ εἰς τὴν ὁδὸν Ντέκα, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν Καμκαρέαν. Ἐκεῖ εὕρισκαν
πολλὰ εὔκολα θύματα.