ΙΙ
Η βροχή κρύωνε έξω στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω!
Η βροχή κρύωνε έξω στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω!
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της
άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.