«Το παραξήλωσε»
Ο τοπογράφος Γκλὲμπ Γκαβρίλοβιτς
Σμιρνὸφ ἔφθασε στὸ σταθμὸ «Γκνιλούσκι». Μέχρι τὸ ἀγρόκτημα,
ὅπου τὸν εἶχαν καλέσει γιὰ ὁριοθέτηση, ἔμεναν ἀκόμα νὰ
διανύσει τριάντα μὲ σαράντα βέρτσια. (Ἂν ὁ ἁμαξὰς δὲν εἶναι
πιωμένος καὶ δὲν ἔχει ψωράλογα, τότε τριάντα βέρτσια μπορεῖ
νὰ τὰ κάνει, κι ἐφόσον ὁ ἁμαξὰς ἔχει γρήγορα ἄλογα τότε
μπορεῖ νὰ πιάσει κατευθείαν καὶ τὰ πενήντα).
— Πεῖτε μου, παρακαλῶ, ποῦ
μπορῶ νὰ βρῶ ἐδῶ κοντὰ ταχυδρομικὰ ἄλογα; εἶπε ὁ
τοπογράφος, ἀπευθυνόμενος στὸν χωροφύλακα τοῦ σταθμοῦ.
— Τί; Ταχυδρομικά; Ἐδῶ γιὰ
ἑκατὸ βέρτσια δρόμο δὲν ἀκοῦς οὔτε σκυλί, ὄχι ταχυδρομικά…
Καὶ σεῖς ποῦ θέλετε νὰ πᾶτε;
— Στὸ Δέφκινο, στὰ κτήματα τοῦ στρατηγοῦ Χαχότοφ.
— Λοιπόν; χασμουρήθηκε ὁ
χωροφύλακας. Πηγαίνετε μέχρι τὸ σταθμό, ἐκεῖ στὴν πόρτα
συχνὰ βρίσκονται χωρικοί, μεταφέρουν ταξιδιῶτες.
Ὁ τοπογράφος ξεφύσηξε καὶ
ἄρχισε νὰ βαδίζει πρὸς τὸν σταθμό. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πολλὲς
ἀναζητήσεις, συζητήσεις καὶ δισταγμούς, βρῆκε ἕναν ρωμαλέο
χωρικό, κατσούφη, βλογιοκομμένο, ντυμένο μὲ ἕνα
κουρελιασμένο τσόχινο καφτάνι καὶ πλεχτὰ χορτοπάπουτσα.
Ὁ διάολος ξέρει τί σόι κάρο
ἔχει! Συνοφρυώθηκε ὁ τοπογράφος, σκαρφαλώνοντας στὸ κάρο.
Δὲν καταλαβαίνεις ποῦ εἶναι τὸ πίσω καὶ τὸ μπρός…