Dennis Stock, Cafe de Flore, 1958 |
Τὸ μυστικὸ τοῦ κακοῦ
(El secreto del mal)
ΤΟ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΥΤΟ εἶναι πολὺ ἁπλό, παρόλο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πολὺ περίπλοκο.
Ἐπίσης: εἶναι ἕνα διήγημα ἀνολοκλήρωτο, γιατί οἱ ἱστορίες αὐτοῦ
τοῦ εἴδους δὲν ἔχουν τέλος. Εἶναι νύχτα στὸ Παρίσι καὶ ἕνας ἀμερικανὸς
δημοσιογράφος κοιμᾶται. Ξαφνικὰ χτυπάει τὸ τηλέφωνο καὶ κάποιος,
μὲ ἀγγλικὰ ποὺ δὲν ἔχουν καμία χαρακτηριστικὴ προφορά, ζητᾶ τὸν
Τζόε Κέλσο. Ὁ δημοσιογράφος ἀπαντᾶ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος
καὶ μετὰ κοιτάζει
τὸ ρολόι. Εἶναι τέσσερις τὸ πρωί, δὲν ἔχει κοιμηθεῖ πάνω ἀπὸ τρεῖς ὧρες
καὶ εἶναι κουρασμένος. Ἡ φωνὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ τηλεφώνου τοῦ λέει
ὅτι πρέπει νὰ τὸν δεῖ γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρει μιὰ πληροφορία. Ὁ δημοσιογράφος
ρωτᾶ περὶ τίνος πρόκειται. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ τέτοιου εἴδους
τηλεφωνήματα, ἡ φωνὴ δὲν ἀποκαλύπτει τὸ παραμικρό. Ὁ δημοσιογράφος
τοῦ ζητᾶ τουλάχιστον κάποιο στοιχεῖο. Ἡ φωνή, σὲ ἄπταιστα ἀγγλικά,
πολὺ καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Κέλσο, τοῦ λέει ὅτι προτιμάει νὰ τὸν
δεῖ προσωπικά. Ἀμέσως, προσθέτει, δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ χάσιμο.
Ποῦ; ρωτᾶ ὁ Κέλσο. Ἡ φωνὴ ἀναφέρει μιὰ γέφυρα τοῦ Παρισιοῦ. Καὶ προσθέτει:
Μπορεῖτε νὰ εἶστε ἐκεῖ σὲ εἴκοσι λεπτὰ μὲ τὰ πόδια. Ὁ δημοσιογράφος,
ποὺ ἔχει πραγματοποιήσει ἑκατοντάδες συναντήσεις σὰν κι αὐτή, ἀπαντᾶ
ὅτι θὰ εἶναι ἐκεῖ σὲ μισὴ ὥρα. Ὅση ὥρα ντύνεται σκέφτεται ὅτι εἶναι
ἕνας ἀρκετὰ ἄχαρος τρόπος γιὰ νὰ καταστρέψει τὸ βράδυ του, ἀλλὰ συγχρόνως
ἀντιλαμβάνεται, ἐλαφρῶς ἔκπληκτος, ὅτι δὲν νυστάζει πιά, ὅτι τὸ τηλεφώνημα,
ἂν καὶ προβλέψιμο, τὸν ἔκανε νὰ ξαγρυπνήσει. Ὅταν φθάνει στὴ γέφυρα,
πέντε λεπτὰ ἀργότερα ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶχαν συμφωνήσει, βλέπει μόνο
αὐτοκίνητα. Στέκεται γιὰ λίγο ἀκίνητος στὸ ἕνα ἄκρο της, περιμένοντας.
Μετὰ διασχίζει τὴ γέφυρα, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἔρημη
καί, μετὰ ἀπὸ μερικὰ λεπτὰ ἀναμονῆς στὸ ἄλλο ἄκρο, στὸ τέλος τὴ διασχίζει
ξανὰ καὶ ἀποφασίζει νὰ θεωρήσει λῆξαν τὸ νυχτερινὸ συμβὰν καὶ νὰ
γυρίσει στὸ σπίτι γιὰ ὕπνο. Καθὼς παίρνει τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς σκέφτεται
τὴ φωνή: σίγουρα δὲν ἦταν Ἀμερικανός, οὔτε Ἄγγλος, παρόλο ποὺ αὐτὸ
δὲν θὰ τὸ ἔλεγε μὲ σιγουριά. Ἴσως Νοτιοαφρικανὸς ἢ Αὐστραλός, σκέφτεται,
ἢ μπορεῖ καὶ Ὀλλανδός, ἢ κάποιος ἀπὸ τὴ βόρεια Εὐρώπη ποὺ ἔμαθε ἀγγλικὰ
στὸ σχολεῖο καὶ μετὰ τὰ τελειοποίησε σὲ διάφορες ἀγγλόφωνες χῶρες.
Καθὼς διασχίζει ἕνα δρόμο ἀκούει κάποιον νὰ τὸν φωνάζει. Κύριε
Κέλσο. Ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸν φώναξε εἶναι τὸ πρόσωπο
ποὺ τοῦ εἶχε κλείσει τὸ ραντεβοὺ στὴ γέφυρα. Ἡ φωνὴ βγαίνει ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ
εἴσοδο μιᾶς πολυκατοικίας. Ὁ Κέλσο κάνει νὰ σταματήσει, ὅμως ἡ φωνὴ
τὸν προστάζει νὰ συνεχίσει νὰ περπατᾶ.
.
Ὅταν ὁ δημοσιογράφος φθάνει στὴν ἑπόμενη γωνία, γυρνᾶ καὶ βλέπει
ὅτι δὲν τὸν ἀκολουθεῖ κανένας. Μπαίνει στὸν πειρασμὸ νὰ ἐπιστρέψει
ἀκολουθώντας τὸν ἴδιο δρόμο, ὅμως, ἀφοῦ διστάζει γιὰ μιὰ στιγμή, ἀποφασίζει
ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του. Ξαφνικά, ἕνας τύπος
ξεπροβάλλει ἀπὸ κάποιο στενὸ καὶ τὸν χαιρετᾶ. Ὁ Κέλσο τοῦ ἀνταποδίδει
τὸν χαιρετισμό. Ὁ τύπος τοῦ ἁπλώνει τὸ χέρι. Σάσα Πίνσκι, λέει. Ὁ Κέλσο
τοῦ σφίγγει τὸ χέρι καὶ λέει καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομά του. Ὁ Πίνσκι τὸν χτυπᾶ
φιλικὰ στὴν πλάτη. Τὸν ρωτᾶ τί θὰ ἔλεγε γιὰ ἕνα οὐίσκι. Στὴν πραγματικότητα
λέει: ἕνα οὐισκάκι. Τὸν ρωτᾶ ἂν πεινάει. Τὸν διαβεβαιώνει ὅτι γνωρίζει
ἕνα μπάρ, ἀνοιχτὸ τέτοια ὥρα, ποὺ πουλᾶ φρεσκοψημένα, ζεστὰ κρουασάν.
Ὁ Κέλσο τὸν κοιτάζει στὸ πρόσωπο. Ὁ Πίνσκι φοράει καπέλο, ὅμως ἀκόμη
καὶ ἔτσι διακρίνεται ἡ ἄσπρη μούρη του, χλωμὴ σὰν νὰ ἦταν γιὰ χρόνια
ἔγκλειστος. Ποῦ, ὅμως; σκέφτεται ὁ Κέλσο. Σὲ κάποια φυλακὴ ἢ σὲ κάποιο
ψυχιατρικὸ ἵδρυμα. Ὅπως καὶ νά ’χει, εἶναι πιὰ ἀργὰ γιὰ νὰ κάνει πίσω
καὶ τὰ ζεστὰ κρουασὰν εἶναι πειρασμὸς γιὰ τὸν Κέλσο. Τὸ μέρος λέγεται
Chez Pain καὶ παρόλο ποὺ βρίσκεται στὴ γειτονιά του, ἂν καὶ σὲ κάποιο
μικρὸ καὶ διόλου πολυσύχναστο δρόμο, εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μπαίνει
καί, πιθανότατα, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ βλέπει. Τὰ μαγαζιὰ στὰ ὁποῖα συχνάζει
ὁ δημοσιογράφος βρίσκονται, κυρίως, στὸ Μονπαρνὰς καὶ εἶναι μέρη
ποὺ φέρουν τὴν αὔρα κάποιου ἀμφιλεγόμενου θρύλου: τὸ μπὰρ ὅπου ἔφαγε
κάποια φορὰ ὁ Σκὸτ Φιτζέραλντ, τὸ μπὰρ ὅπου ὁ Τζόις καὶ ὁ Μπέκετ ἤπιαν
ἰρλανδέζικο οὐίσκι, τὸ μπὰρ τοῦ Χεμινγουέι, τοῦ Τζὸν Ντὸς Πάσος,
τοῦ Τρούμαν Καπότε, τοῦ Τένεσι Οὐίλιαμς. Στὸ Chez Pain τὰ κρουασὰν εἶναι
πράγματι νόστιμα καὶ φρεσκοψημένα καὶ ὁ καφὲς δὲν εἶναι διόλου κακός.
Γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν Κέλσο στὴ σκέψη ὅτι αὐτὸς ὁ Πίνσκι ἴσως
νὰ εἶναι, ἐφιαλτικὴ πιθανότητα, κάτοικος τῆς γειτονιᾶς. Ὅσο ζυγιάζει
αὐτὴ τὴν πιθανότητα, ὁ Κέλσο ἀνατριχιάζει ὁλόκληρος. Ἕνας φορτικός,
ἕνας παρανοϊκός, ἕνας παλαβὸς ποὺ παρατηρεῖ περνώντας ὁ ἴδιος ἀπαρατήρητος,
κάποιος ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ δυσκολευτεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Λοιπόν, λέει τελικά,
πεῖτε μου. Ὁ χλωμὸς τύπος, ποὺ δὲν τρώει ἀλλὰ ρουφάει μὲ μικρὲς γουλιὲς
τὸν καφέ του, τὸν κοιτάζει καὶ χαμογελᾶ. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι τὸ χαμόγελό
του εἶναι ἀφάνταστα θλιμμένο, ἀλλὰ καὶ κουρασμένο, λὲς καὶ μόνο ἔτσι
ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ ἐξωτερικεύσει τὴν κούραση, τὴν ἐξάντληση
καὶ τὴν ἔλλειψη ὕπνου. Ὡστόσο, ὅταν παύει νὰ χαμογελᾶ, τὰ χαρακτηριστικά
του προσώπου του ἀνακτοῦν, στὴ στιγμή, τὴν παγερὴ ὄψη τους.