ΦΩΤΟ -ΜΩΒ ΚΙΜΩΛΙΑ |
Και τώρα
ακόμη, έπειτ’ από τόσον πόρρω του κορμιού σου πλουν, ακόμη ανατέλλει
αξεθώριαστο στη μνήμη μου εκείνο το ηλιοβασίλεμα στον Φλοίσβο που δεν πήγαμε να
δούμε.
Θυμάσαι
άραγε; Παρά τις έντρομες απαγορεύσεις των γονιών μου, πήδησα στο μηχανάκι της
θερμής σου διαβεβαίωσης πως τίποτε κακό δε θα συμβεί και φύγαμε. Μού έτεινες το
κράνος σου. «Άντε, φόρεσέ το. Έχεις καιρό εσύ να φας τα μούτρα σου», προφήτεψες
γελώντας νικημένα. «Δεν το θέλω», θύμωσα. «Και μη μου φέρεσαι σαν σε μωρό παιδί.
Να σε φωνάζω και μπαμπάκα μήπως;»
Υπερφίαλη
μωρόπιστη νεότης… Μια ζωή ανέτοιμη σε καθαρίζει η εξάντλησή σου.
Θυμάσαι,
ε; Ιούνης πρέπει να ‘τανε και, συλλογίσου, έτρεμα. Έ τ ρ ε μ α. Πρωτόγνωρο για
μένα γαρ το κλίμα το αμφίθυμο της έλξης. Το κατάλαβες και με παρότρυνες να
βολευτώ στην κάθιδρη μυώδη αμμουδιά της αγκαλιάς σου. Τον άσωτο θαλασσοπόρο ρεμβασμό
μας ψιλοζάλιζε μεθοδικά ο άφθονος αφρός κυμάτων οινοχόων. Λύσσα το ανταριασμένο
αεράκι, σερβίρονταν στις όχθες του προσώπου σου κι ανέβαζεν σε ύψη ακυρίευτα
την πίεση του βλέμματός σου. Τύψης φευγαλέας έρμαια τα χέρια σου ξεβράζανε
τριγύρω χάδια ποικιλόσχημα, που ο λαιμός μου αφειδώς περισυνέλεγε.
Δεν
μπορεί, θα το θυμάσαι. Θα το θυμάσαι ότι τότε ήταν. Τότε ήταν που τα χείλια
μου, χαζεύοντας να δύει την όλη άμυνά τους, πήραν φόρα θρασυτάτη να βουτήξουνε
στην πύρα των δικών σου. Ή…
Για
θυμήσου. Στην πύρα των χειλιών σου ή την πείρα πήρα φόρα να βουτήξω;
Δεν
θυμάσαι. Δεν πειράζει.
Άλλωστε το
ίδιο ζεματάνε και οι δυο.