«Το παραξήλωσε»
Ο τοπογράφος Γκλὲμπ Γκαβρίλοβιτς Σμιρνὸφ ἔφθασε στὸ σταθμὸ «Γκνιλούσκι». Μέχρι τὸ ἀγρόκτημα, ὅπου τὸν εἶχαν καλέσει γιὰ ὁριοθέτηση, ἔμεναν ἀκόμα νὰ διανύσει τριάντα μὲ σαράντα βέρτσια. (Ἂν ὁ ἁμαξὰς δὲν εἶναι πιωμένος καὶ δὲν ἔχει ψωράλογα, τότε τριάντα βέρτσια μπορεῖ νὰ τὰ κάνει, κι ἐφόσον ὁ ἁμαξὰς ἔχει γρήγορα ἄλογα τότε μπορεῖ νὰ πιάσει κατευθείαν καὶ τὰ πενήντα).
— Πεῖτε μου, παρακαλῶ, ποῦ
μπορῶ νὰ βρῶ ἐδῶ κοντὰ ταχυδρομικὰ ἄλογα; εἶπε ὁ
τοπογράφος, ἀπευθυνόμενος στὸν χωροφύλακα τοῦ σταθμοῦ.
— Τί; Ταχυδρομικά; Ἐδῶ γιὰ
ἑκατὸ βέρτσια δρόμο δὲν ἀκοῦς οὔτε σκυλί, ὄχι ταχυδρομικά…
Καὶ σεῖς ποῦ θέλετε νὰ πᾶτε;
— Στὸ Δέφκινο, στὰ κτήματα τοῦ στρατηγοῦ Χαχότοφ.
— Λοιπόν; χασμουρήθηκε ὁ
χωροφύλακας. Πηγαίνετε μέχρι τὸ σταθμό, ἐκεῖ στὴν πόρτα
συχνὰ βρίσκονται χωρικοί, μεταφέρουν ταξιδιῶτες.
Ὁ τοπογράφος ξεφύσηξε καὶ
ἄρχισε νὰ βαδίζει πρὸς τὸν σταθμό. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πολλὲς
ἀναζητήσεις, συζητήσεις καὶ δισταγμούς, βρῆκε ἕναν ρωμαλέο
χωρικό, κατσούφη, βλογιοκομμένο, ντυμένο μὲ ἕνα
κουρελιασμένο τσόχινο καφτάνι καὶ πλεχτὰ χορτοπάπουτσα.
Ὁ διάολος ξέρει τί σόι κάρο
ἔχει! Συνοφρυώθηκε ὁ τοπογράφος, σκαρφαλώνοντας στὸ κάρο.
Δὲν καταλαβαίνεις ποῦ εἶναι τὸ πίσω καὶ τὸ μπρός…
— Μὰ τί νὰ καταλάβεις; Ὅπου
εἶναι ἡ οὐρὰ εἶναι καὶ τὸ μπρός, καὶ ἐκεῖ ποὺ κάθεται ἡ εὐγένειά
σας εἶναι τὸ πίσω…
Τὸ πουλαράκι ἦταν
λιπόσαρκο, μὲ ἁπλωτὰ πόδια καὶ φαγωμένα αὐτιά. Ὅταν ὁ
ἁμαξὰς ἀνασηκώθηκε καὶ τὸ χτύπησε μὲ τὸ σχοινένιο μαστίγιο,
αὐτὸ κούνησε μόνο τὸ κεφάλι, ὅταν ἀγρίεψε καὶ τὸ χτύπησε
ἄλλη μιὰ φορά, τότε τὸ κάρο ἔτριξε καὶ ἄρχισε νὰ τρέμει σὰν
δαιμονισμένο. Μετὰ τὸ τρίτο χτύπημα τὸ κάρο κύλησε λίγο καὶ
πιὰ μὲ τὸ τέταρτο κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέση του.
Ἔτσι θὰ πᾶμε ὅλο τὸ δρόμο;
ρώτησε ὁ τοπογράφος, νιώθοντας τὸ δυνατὸ τράνταγμα καὶ
παραμένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τῶν Ρώσων
ἁμαξάδων νὰ κάνουν, μὲ μιὰ ἤρεμη χελωνίσια διαδρομή, τὴν
ψυχὴ νὰ ξεβιδώνεται ἀπὸ τὸ τράνταγμα.
Θά-α-α φτάσουμε! – τὸν
καθησύχασε ὁ ἁμαξάς. Ἡ φοράδα εἶναι νέα, ἔξυπνη…Ἄσ’ τὴν
μόνο νὰ πάρει φόρα καὶ μετὰ δὲν σταματάει… Ἄιντε,
καταραμέ…νη!
Ὅταν τὸ κάρο βγῆκε ἀπὸ τὸν
σταθμό, ἦταν σούρουπο. Στὰ δεξιὰ τοῦ τοπογράφου ἁπλωνόταν ἡ
πεδιάδα, σκοτεινή, παγωμένη, χωρὶς τέλος καὶ ἄκρη…
(Διασχίζοντάς την εἶναι σὰν νὰ ξεκινᾶς γιὰ τοῦ διαόλου τὴ
μάνα.) Στὸν ὁρίζοντα, ἐκεῖ ποὺ χανόταν καὶ ἑνωνόταν μὲ τὸν
οὐρανό, ἔσβηνε νωχελικὰ τὸ κρύο φθινοπωρινὸ σούρουπο…
Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν δρόμο, στὸν σκοτεινιασμένο ἀέρα
ξεχώριζαν κάποια βουναλάκια, ὄχι σὰν περσινὲς θημωνιές,
οὔτε σὰν χωριό. Τί ἦταν μπροστὰ στὸ χωράφι δὲν ἔβλεπε ὁ
τοπογράφος, ἐπειδὴ ἀπ΄ αὐτὴ τὴν πλευρὰ ὅλο τὸ ὀπτικὸ πεδίο
τὸ κάλυπτε ἡ φαρδιά, ἄγαρμπη πλάτη τοῦ ἁμαξᾶ. Ἦταν ἥσυχα,
ἀλλὰ κρύα καὶ παγωμένα.
«Τί ἐρημιὰ εἶναι αὐτή!
(σκεφτόταν ὁ τοπογράφος, προσπαθώντας νὰ προστατεύσει τὰ
αὐτιά του μὲ τὸ γιακὰ τοῦ μανδύα) παντοῦ ἐρημιά!» Ἂν τοῦ
ἐπιτεθοῦν ξαφνικὰ καὶ τὸν ληστέψουν; Δὲν ξέρει κανεὶς ἂν θὰ
εἶναι ἀπὸ πυροβόλο!.. Καὶ ὁ ἁμαξὰς εἶναι ἀναξιόπιστος… Γιὰ
δές τον, τί πλατάρα! Αὐτὸ τὸ παιδὶ τῆς φύσης καὶ δάχτυλο νὰ
κουνήσει, ἡ ψυχή σου πάει στὴν Κούλουρη! Καὶ ἡ μούρη του εἶναι
ἄγρια, ὕποπτη.»
— Ἔ! καλέ μου, ρώτησε ὁ τοπογράφος, πῶς σὲ λένε;
— Ἐμένα; Κλήμη.
— Λοιπόν, Κλήμη, πῶς εἶναι ἐδῶ; Δὲν εἶναι ἐπικίνδυνα; Δὲν γίνονται ἐπιθέσεις;
— Ὄχι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ… Σὲ ποιὸν νὰ κάνουν ἐπιθέσεις;
— Εἶναι καλὸ ποὺ δὲν κάνουν
ἐπιθέσεις… Ἀλλὰ ἐγὼ γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακὸ ἔχω πάρει μαζί μου
τρία ρεβόλβερ, εἶπε ψέματα ὁ τοπογράφος. Καὶ μὲ τὸ ρεβόλβερ,
ξέρεις, δὲν ἀστειεύεται κανείς. Μὲ δέκα ληστὲς μπορεῖς νὰ τὰ
βγάλεις πέρα…
Σκοτεινιά. Τὸ κάρο ξαφνικὰ ἔτριξε, τσίριξε, τρεμούλιασε, καί, σὰν ἄθελά του, ἔκανε ἀριστερά.
«Ποῦ μὲ πάει; σκέφτηκε ὁ
τοπογράφος. Πήγαινε ὅλο εὐθεία καὶ ξαφνικὰ ἔστριψε
ἀριστερά. Πιθανὸν νὰ μὲ πηγαίνει σὲ κάποια λόχμη ὁ
παλιάνθρωπος, καί… καί… συμβαίνουν τέτοια περιστατικά!»
— Ἄκου, ἀπευθύνθηκε στὸν
ἁμαξά. — Ἔτσι λές! Ὅτι ἐδῶ δὲν εἶναι ἐπικίνδυνα; Κρίμα… Μ’
ἀρέσει νὰ παλεύω μὲ ληστές… Στὴν ὄψη εἶμαι ἀδύνατος,
ἀρρωστιάρης, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις μου, λὲς καὶ εἶναι ταύρου… Μιὰ
φορὰ μοῦ ἐπιτέθηκαν τρεῖς ληστές… Καὶ τί νομίζεις; Τὸν ἕνα τὸν
χτύπησα τόσο ἄσχημα, πού… πού, καταλαβαίνεις, παρέδωσε τὴν
ψυχὴ στὸν Θεό, καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἐξαιτίας μου πῆγαν στὰ κάτεργα
τῆς Σιβηρίας. Καὶ ἀπὸ ποῦ παίρνω αὐτὴ τὴ δύναμη, δὲν ξέρω…
Παίρνεις τὸ χέρι κάποιου δυνατοῦ, κάποιου σὰν καὶ σένα, καί…
καὶ τὸν χτυπᾶς.
Ὁ Κλήμης ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοπογράφο, ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια καὶ μαστίγωσε τὸ ἄλογο.
— Ναί, ἀδελφέ… συνέχισε ὁ
τοπογράφος. Νὰ μὴ δώσει ὁ Θεὸς νὰ μπλεχτεῖς μὲ μένα. Δὲν φτάνει
ποὺ ὁ ληστὴς μένει δίχως χέρια καὶ δίχως πόδια, ἀλλὰ πρέπει καὶ
νὰ δικαστεῖ… Σὲ μένα ὅλοι οἱ δικαστὲς καὶ οἱ ἀστυνομικοὶ
εἶναι γνωστοί. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ κράτους, μὲ χρειάζονται…
Τὸ ὅτι ἐγὼ ταξιδεύω εἶναι γνωστὸ στὴ διοίκηση… καὶ γι΄ αὐτὸ
παρακολουθοῦν γιὰ νὰ μή μοῦ κάνει κάποιος κακό. Παντοῦ στὸν
δρόμο πίσω ἀπὸ τοὺς θάμνους εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν
ἑκατοντάδες ὑπαξιωματικοὶ τῶν Κοζάκων… Ἄ-α-αλτ! Ἔμπηξε τὶς
φωνὲς ὁ τοπογράφος. — Ποῦ βγῆκες; Ποῦ μὲ πᾶς;
— Μὰ τίποτε δὲν βλέπετε; Εἶναι δάσος!
«Ὁπωσδήποτε εἶναι δάσος…
σκέφτηκε ὁ τοπογράφος. Μὰ ἐγὼ φοβήθηκα! Ὅμως δὲν πρέπει νὰ
τοῦ φανερώσω τὴν ἀνησυχία μου… Ἤδη πρόσεξε πὼς τρέμω. Γιατί
μὲ κλεφτοκοίταζε τόσο συχνά; Ἴσως σχεδιάζει κάτι…
Προηγουμένως πήγαινε σιγὰ-σιγά, βῆμα-βῆμα, καὶ τώρα γιὰ δές
τον, πάει σὰν ἀστραπή!»
— Ἄκου, Κλήμη, γιατί βιάζεις τόσο τὸ ἄλογο;
— Δὲν τὸ βιάζω, μόνο του πῆρε
φόρα… Καὶ ὅταν παίρνει φόρα τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ
σταματήσει… Καὶ τὸ ἴδιο δὲν εἶναι χαρούμενο μὲ τέτοια πόδια
ποὺ ἔχει.
— Λὲς ψέματα, ἀδελφέ! Βλέπω
ὅτι λὲς ψέματα! Μόνο σὲ συμβουλεύω νὰ μὴν τρέχεις τόσο
γρήγορα. Κάνε λίγο κράτει…Ἀκοῦς; Κάνε λίγο κράτει!
— Γιατί;
— Ἐπειδή… ἐπειδή, μαζί μου ἀπὸ τὸν σταθμὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔρθουν
τέσσερις φίλοι. Πρέπει νὰ μᾶς ἔφταναν… Ὑποσχέθηκαν νὰ μὲ
προλάβουν σ΄ αὐτὸ τὸ δάσος… Εἶναι ὡραῖα νὰ πηγαίνεις μαζί
τους… Εἶναι ἄνθρωποι ὑγιεῖς, γεροδεμένοι… ὁ καθένας ἔχει
περίστροφο… Γιατί συνέχεια στρίβεις πίσω καὶ κοιτάζεις, σὰν νὰ
κάθεσαι σὲ βελόνες; Ἔ! Ἐγώ, ἀδελφέ, ἔ… ἀδελφέ… Σὲ μένα
τίποτε δὲν ὑπάρχει νὰ κοιτάζεις… τίποτε ἐνδιαφέρον σὲ μένα…
Ἴσως μόνο τὰ ρεβόλβερ… Παρακαλῶ, ἂν θέλεις, θὰ σοῦ τὰ δείξω,
παρακαλῶ…
Ὁ τοπογράφος ἔκανε ὅτι
ψαχουλεύει τὶς τσέπες, καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνέβη κάτι ποὺ
κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει ἀπὸ κάποιον, ὅσο δειλὸς
καὶ ἂν ἦταν. Ὁ Κλήμης ξαφνικὰ ρίχτηκε ἀπὸ τὸ κάρο καὶ στὰ
τέσσερα ἔτρεξε πρὸς τὸ ρουμάνι.— Βοήθεια! Φώναξε κλαψιάρικα.
Βοήθεια! Πάρε, καταραμένε, καὶ τὸ ἄλογο καὶ τὸ κάρο, μόνο μὴ
μὲ χαλάσεις! Βοήθεια!
Ἀκούστηκαν γρήγορα βήματα
ποὺ χάνονταν, τριγμὸς ξερόκλαδων – καὶ τέλος σιωπή… Ὁ
τοπογράφος, μὴ περιμένοντας τέτοια συμπεριφορά,
σταμάτησε πρῶτα τὸ ἄλογο, μετὰ κάθισε πιὸ βολικὰ στὸ κάρο
καὶ ἄρχισε νὰ σκέφτεται.
«Ἔφυγε τρέχοντας… ὁ βλάκας…
φοβήθηκε. Καὶ τώρα τί θὰ γίνει; Μόνος νὰ προχωρήσω δὲν εἶναι
δυνατόν, γιατί δὲν ξέρω τοὺς δρόμους καὶ μπορεῖ νὰ νομίζουν ὅτι
ἔκλεψα τὸ ἄλογό του… Τί θὰ γίνει;» — Κλήμη! Κλήμη!
— Κλήμη!.. ἀπάντησε ἡ ἠχώ.
Στὴ σκέψη ὅτι ὅλη τὴ νύχτα θὰ
τὴν περάσει καθισμένος στὸ σκοτεινὸ δάσος, μέσα στὸ κρύο,
ἀκούγοντας μόνο τοὺς λύκους καὶ τὴν ἠχὼ ἀπὸ τὰ ρουθουνίσματα
τῆς λιπόσαρκης φοράδας τὸν ἔπιασε σύγκρυο.
— Κλημούλη! –φώναξε. — Καλέ μου! Ποῦ εἶσαι, Κλημούλη;
Δυὸ ὧρες φώναζε ὁ
τοπογράφος, καὶ μόνο ἀφοῦ βράχνιασε καὶ συμφιλιώθηκε μὲ τὴ
διανυκτέρευσή του στὸ δάσος, τότε τὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι τοῦ
ἔφερε κάποιο βογκητό.
— Κλήμη! Ἐσὺ εἶσαι καλέ μου; Πᾶμε.
— Θὰ μέ… σκοτώσεις;
— Ἀστειεύτηκα, καλέ μου! Τιμώρησέ με, κύριε, ἀστειεύτηκα! Τί ρεβόλβερ! Ἐγὼ εἶπα ψέματα ἀπὸ φόβο! Κάνε μου τὴ χάρη, πᾶμε! Παγώνω!
Ὁ Κλήμης συλλογίστηκε ὅτι,
μᾶλλον, ἕνας πραγματικὸς ληστὴς θὰ εἶχε ἐξαφανιστεῖ πρὸ
πολλοῦ μὲ τὸ ἄλογο καὶ τὸ κάρο, βγῆκε ἀπὸ τὸ δάσος καὶ
ἀναποφάσιστα πλησίασε τὸν ἐπιβάτη του.
— Μὰ ἀπὸ τί φοβήθηκες, βλάκα; Ἐγώ… ἐγὼ ἀστειευόμουνα καὶ σὺ φοβήθηκες… κάτσε!
— Ὁ θεὸς μαζί σου, ἀφέντη,
μουρμούρισε ὁ Κλήμης σκαρφαλώνοντας στὸ κάρο. Ἂν τὸ ἤξερα
οὔτε μὲ ἑκατὸ ὁλόκληρα δὲν θὰ σὲ πήγαινα. Παραλίγο νὰ
πεθάνω ἀπ’ τὸν φόβο…
Ὁ Κλήμης μαστίγωσε τὸ ἄλογο.
Τὸ κάρο τραντάχτηκε. Ὁ Κλήμης τὸ ξαναμαστίγωσε καὶ τὸ κάρο
κουνήθηκε. Μετὰ τὸ τέταρτο χτύπημα, ὅταν τὸ κάρο κουνήθηκε
ἀπὸ τὴ θέση του, ὁ τοπογράφος σκέπασε τ’ αὐτιά του μὲ τὸν γιακὰ
καὶ βυθίστηκε σὲ σκέψεις. Ὁ δρόμος καὶ ὁ ἁμαξὰς δὲν τοῦ
φαινόντουσαν πιὰ ἐπικίνδυνοι.
( 1885)
Πηγή: Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι
( 1885)
Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη
Πηγή: Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι