} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

27.12.16

«Το παραξήλωσε», Άντον Π. Τσέχωφ

«Το παραξήλωσε»

Ο τοπογράφος  Γκλὲμπ Γκα­βρί­λο­βιτς Σμιρ­νὸφ ἔ­φθα­σε στὸ σταθ­μὸ «Γκνι­λού­σκι». Μέ­χρι τὸ ἀ­γρό­κτη­μα, ὅ­που τὸν εἶ­χαν κα­λέ­σει γιὰ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση, ἔ­με­ναν ἀ­κό­μα νὰ δι­α­νύ­σει τριά­ντα μὲ σα­ράν­τα βέρ­τσια. (Ἂν ὁ ἁ­μα­ξὰς δὲν εἶ­ναι πι­ω­μέ­νος καὶ δὲν ἔ­χει ψω­ρά­λο­γα, τό­τε τριά­ντα βέρ­τσια μπο­ρεῖ νὰ τὰ κά­νει, κι ἐ­φό­σον ὁ ἁ­μα­ξὰς ἔ­χει γρή­γο­ρα ἄ­λο­γα τό­τε μπο­ρεῖ νὰ πιά­σει κα­τευ­θεί­αν καὶ τὰ πε­νήν­τα).
       — Πεῖ­τε μου, πα­ρα­κα­λῶ, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βρῶ ἐ­δῶ κον­τὰ τα­χυ­δρο­μι­κὰ ἄ­λο­γα; εἶ­πε ὁ το­πο­γρά­φος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸν χω­ρο­φύ­λα­κα τοῦ σταθ­μοῦ.
       — Τί; Τα­χυ­δρο­μι­κά; Ἐ­δῶ γιὰ ἑ­κα­τὸ βέρ­τσια δρό­μο δὲν ἀ­κοῦς οὔ­τε σκυ­λί, ὄ­χι τα­χυ­δρο­μι­κά… Καὶ σεῖς ποῦ θέ­λε­τε νὰ πᾶ­τε;
       — Στὸ Δέφ­κι­νο, στὰ κτή­μα­τα τοῦ στρα­τη­γοῦ Χα­χό­τοφ.
       — Λοι­πόν; χα­σμου­ρή­θη­κε ὁ χω­ρο­φύ­λα­κας. Πη­γαί­νε­τε μέ­χρι τὸ σταθ­μό, ἐ­κεῖ στὴν πόρ­τα συ­χνὰ βρί­σκον­ται χω­ρι­κοί, με­τα­φέ­ρουν τα­ξι­δι­ῶ­τες.
       Ὁ το­πο­γρά­φος ξε­φύ­ση­ξε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει πρὸς τὸν σταθ­μό. Ἐ­κεῖ, με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, συ­ζη­τή­σεις καὶ δι­σταγ­μούς, βρῆ­κε ἕ­ναν ρω­μα­λέ­ο χω­ρι­κό, κα­τσού­φη, βλο­γι­ο­κομ­μέ­νο, ντυ­μέ­νο μὲ ἕ­να κου­ρε­λια­σμέ­νο τσό­χι­νο κα­φτά­νι καὶ πλε­χτὰ χορ­το­πά­που­τσα.
       Ὁ δι­ά­ο­λος ξέ­ρει τί σό­ι κά­ρο ἔ­χει! Συ­νο­φρυ­ώ­θη­κε ὁ το­πο­γρά­φος, σκαρ­φα­λώ­νον­τας στὸ κά­ρο. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ποῦ εἶ­ναι τὸ πί­σω καὶ τὸ μπρός…
       — Μὰ τί νὰ κα­τα­λά­βεις; Ὅ­που εἶ­ναι ἡ οὐ­ρὰ εἶ­ναι καὶ τὸ μπρός, καὶ ἐ­κεῖ ποὺ κά­θε­ται ἡ εὐ­γέ­νειά σας εἶ­ναι τὸ πί­σω…
       Τὸ που­λα­ρά­κι ἦ­ταν λι­πό­σαρ­κο, μὲ ἁ­πλω­τὰ πό­δια καὶ φα­γω­μέ­να αὐ­τιά. Ὅ­ταν ὁ ἁ­μα­ξὰς ἀ­να­ση­κώ­θη­κε καὶ τὸ χτύ­πη­σε μὲ τὸ σχοι­νέ­νιο μα­στί­γιο, αὐ­τὸ κού­νη­σε μό­νο τὸ κε­φά­λι, ὅ­ταν ἀ­γρί­ε­ψε καὶ τὸ χτύ­πη­σε ἄλ­λη μιὰ φο­ρά, τό­τε τὸ κά­ρο ἔ­τρι­ξε καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­μει σὰν δαι­μο­νι­σμέ­νο. Με­τὰ τὸ τρί­το χτύ­πη­μα τὸ κά­ρο κύ­λη­σε λί­γο καὶ πιὰ μὲ τὸ τέ­ταρ­το κου­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του.
       Ἔ­τσι θὰ πᾶ­με ὅ­λο τὸ δρό­μο; ρώ­τη­σε ὁ το­πο­γρά­φος, νι­ώ­θον­τας τὸ δυ­να­τὸ τράν­ταγ­μα καὶ πα­ρα­μέ­νον­τας ἔκ­πλη­κτος ἀ­πὸ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῶν Ρώ­σων ἁ­μα­ξά­δων νὰ κά­νουν, μὲ μιὰ ἤ­ρε­μη χε­λω­νί­σια δι­α­δρο­μή, τὴν ψυ­χὴ νὰ ξε­βι­δώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ τράν­ταγ­μα.
       Θά-α-α φτά­σου­με! – τὸν κα­θη­σύ­χα­σε ὁ ἁ­μα­ξάς. Ἡ φο­ρά­δα εἶ­ναι νέ­α, ἔ­ξυ­πνη…Ἄσ’ τὴν μό­νο νὰ πά­ρει φό­ρα καὶ με­τὰ δὲν στα­μα­τά­ει… Ἄιν­τε, κα­τα­ρα­μέ…νη!
       Ὅ­ταν τὸ κά­ρο βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸν σταθ­μό, ἦ­ταν σού­ρου­πο. Στὰ δε­ξιὰ τοῦ το­πο­γρά­φου ἁ­πλω­νό­ταν ἡ πε­διά­δα, σκο­τει­νή, πα­γω­μέ­νη, χω­ρὶς τέ­λος καὶ ἄ­κρη… (Δι­α­σχί­ζον­τάς την εἶ­ναι σὰν νὰ ξε­κι­νᾶς γιὰ τοῦ δι­α­ό­λου τὴ μά­να.) Στὸν ὁ­ρί­ζον­τα, ἐ­κεῖ ποὺ χα­νό­ταν καὶ ἑ­νω­νό­ταν μὲ τὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­σβη­νε νω­χε­λι­κὰ τὸ κρύ­ο φθι­νο­πω­ρι­νὸ σού­ρου­πο… Ἀ­ρι­στε­ρὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο, στὸν σκο­τει­νι­α­σμέ­νο ἀ­έ­ρα ξε­χώ­ρι­ζαν κά­ποι­α βου­να­λά­κια, ὄ­χι σὰν περ­σι­νὲς θη­μω­νι­ές, οὔ­τε σὰν χω­ριό. Τί ἦ­ταν μπρο­στὰ στὸ χω­ρά­φι δὲν ἔ­βλε­πε ὁ το­πο­γρά­φος, ἐ­πει­δὴ ἀπ΄ αὐ­τὴ τὴν πλευ­ρὰ ὅ­λο τὸ ὀ­πτι­κὸ πε­δί­ο τὸ κά­λυ­πτε ἡ φαρ­διά, ἄ­γαρ­μπη πλά­τη τοῦ ἁ­μα­ξᾶ. Ἦ­ταν ἥ­συ­χα, ἀλ­λὰ κρύ­α καὶ πα­γω­μέ­να.
       «Τί ἐ­ρη­μιὰ εἶ­ναι αὐ­τή! (σκε­φτό­ταν ὁ το­πο­γρά­φος, προ­σπα­θών­τας νὰ προ­στα­τεύ­σει τὰ αὐ­τιά του μὲ τὸ για­κὰ τοῦ μαν­δύα) παν­τοῦ ἐ­ρη­μιά!» Ἂν τοῦ ἐ­πι­τε­θοῦν ξαφ­νι­κὰ καὶ τὸν λη­στέ­ψουν; Δὲν ξέ­ρει κα­νεὶς ἂν θὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ πυ­ρο­βό­λο!­.. Καὶ ὁ ἁ­μα­ξὰς εἶ­ναι ἀ­να­ξι­ό­πι­στος… Γιὰ δές τον, τί πλα­τά­ρα! Αὐ­τὸ τὸ παι­δὶ τῆς φύ­σης καὶ δά­χτυ­λο νὰ κου­νή­σει, ἡ ψυ­χή σου πά­ει στὴν Κού­λου­ρη! Καὶ ἡ μού­ρη του εἶ­ναι ἄ­γρια, ὕ­πο­πτη.»
      — Ἔ! κα­λέ μου, ρώ­τη­σε ὁ το­πο­γρά­φος, πῶς σὲ λέ­νε;
      — Ἐ­μέ­να; Κλή­μη.
      — Λοι­πόν, Κλή­μη, πῶς εἶ­ναι ἐ­δῶ; Δὲν εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­να; Δὲν γί­νον­ται ἐ­πι­θέ­σεις;
      — Ὄ­χι, μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ… Σὲ ποι­ὸν νὰ κά­νουν ἐ­πι­θέ­σεις;
      — Εἶ­ναι κα­λὸ ποὺ δὲν κά­νουν ἐ­πι­θέ­σεις… Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ γιὰ κα­λὸ καὶ γιὰ κα­κὸ ἔ­χω πά­ρει μα­ζί μου τρί­α ρε­βόλ­βερ, εἶ­πε ψέ­μα­τα ὁ το­πο­γρά­φος. Καὶ μὲ τὸ ρε­βόλ­βερ, ξέ­ρεις, δὲν ἀ­στει­εύ­ε­ται κα­νείς. Μὲ δέ­κα λη­στὲς μπο­ρεῖς νὰ τὰ βγά­λεις πέ­ρα…
      Σκο­τει­νιά. Τὸ κά­ρο ξαφ­νι­κὰ ἔ­τρι­ξε, τσί­ρι­ξε, τρε­μού­λια­σε, καί, σὰν ἄ­θε­λά του, ἔ­κα­νε ἀ­ρι­στε­ρά.
      «Ποῦ μὲ πά­ει; σκέ­φτη­κε ὁ το­πο­γρά­φος. Πή­γαι­νε ὅ­λο εὐ­θεία καὶ ξαφ­νι­κὰ ἔ­στρι­ψε ἀ­ρι­στε­ρά. Πι­θα­νὸν νὰ μὲ πη­γαί­νει σὲ κά­ποι­α λόχ­μη ὁ πα­λιάν­θρω­πος, καί… καί… συμ­βαί­νουν τέ­τοια πε­ρι­στα­τι­κά!»
      — Ἄ­κου, ἀ­πευ­θύν­θη­κε στὸν ἁ­μα­ξά. — Ἔ­τσι λές! Ὅ­τι ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­να; Κρί­μα… Μ’ ἀ­ρέ­σει νὰ πα­λεύ­ω μὲ λη­στές… Στὴν ὄ­ψη εἶ­μαι ἀ­δύ­να­τος, ἀρ­ρω­στιά­ρης, ἀλ­λὰ οἱ δυ­νά­μεις μου, λὲς καὶ εἶ­ναι ταύ­ρου… Μιὰ φο­ρὰ μοῦ ἐ­πι­τέ­θη­καν τρεῖς λη­στές… Καὶ τί νο­μί­ζεις; Τὸν ἕ­να τὸν χτύ­πη­σα τό­σο ἄ­σχη­μα, πού… πού, κα­τα­λα­βαί­νεις, πα­ρέ­δω­σε τὴν ψυ­χὴ στὸν Θε­ό, καὶ οἱ ἄλ­λοι δύ­ο ἐ­ξαι­τί­ας μου πῆ­γαν στὰ κά­τερ­γα τῆς Σι­βη­ρί­ας. Καὶ ἀ­πὸ ποῦ παίρ­νω αὐ­τὴ τὴ δύ­να­μη, δὲν ξέ­ρω… Παίρ­νεις τὸ χέ­ρι κά­ποι­ου δυ­να­τοῦ, κά­ποι­ου σὰν καὶ σέ­να, καί… καὶ τὸν χτυ­πᾶς.
      Ὁ Κλή­μης ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸν το­πο­γρά­φο, ἀ­νοι­γό­κλει­σε τὰ μά­τια καὶ μα­στί­γω­σε τὸ ἄ­λο­γο.
      — Ναί, ἀ­δελ­φέ… συ­νέ­χι­σε ὁ το­πο­γρά­φος. Νὰ μὴ δώ­σει ὁ Θε­ὸς νὰ μπλε­χτεῖς μὲ μέ­να. Δὲν φτά­νει ποὺ ὁ λη­στὴς μέ­νει δί­χως χέ­ρια καὶ δί­χως πό­δια, ἀλ­λὰ πρέ­πει καὶ νὰ δι­κα­στεῖ… Σὲ μέ­να ὅ­λοι οἱ δι­κα­στὲς καὶ οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ εἶ­ναι γνω­στοί. Ἐ­γὼ εἶ­μαι ἄν­θρω­πος τοῦ κρά­τους, μὲ χρει­ά­ζον­ται… Τὸ ὅ­τι ἐ­γὼ τα­ξι­δεύ­ω εἶ­ναι γνω­στὸ στὴ δι­οί­κη­ση… καὶ γι΄ αὐ­τὸ πα­ρα­κο­λου­θοῦν γιὰ νὰ μή μοῦ κά­νει κά­ποι­ος κα­κό. Παν­τοῦ στὸν δρό­μο πί­σω ἀ­πὸ τοὺς θά­μνους εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι νὰ ὁρ­μή­σουν ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­πα­ξι­ω­μα­τι­κοὶ τῶν Κο­ζά­κων… Ἄ-α-αλτ! Ἔμ­πη­ξε τὶς φω­νὲς ὁ το­πο­γρά­φος. — Ποῦ βγῆ­κες; Ποῦ μὲ πᾶς;
      — Μὰ τί­πο­τε δὲν βλέ­πε­τε; Εἶ­ναι δά­σος!
      «Ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἶ­ναι δά­σος… σκέ­φτη­κε ὁ το­πο­γρά­φος. Μὰ ἐ­γὼ φο­βή­θη­κα! Ὅ­μως δὲν πρέ­πει νὰ τοῦ φα­νε­ρώ­σω τὴν ἀ­νη­συ­χί­α μου… Ἤ­δη πρό­σε­ξε πὼς τρέ­μω. Για­τί μὲ κλε­φτο­κοί­τα­ζε τό­σο συ­χνά; Ἴ­σως σχε­διά­ζει κά­τι… Προ­η­γου­μέ­νως πή­γαι­νε σι­γὰ-σι­γά, βῆ­μα-βῆ­μα, καὶ τώ­ρα γιὰ δές τον, πά­ει σὰν ἀ­στρα­πή!»
      — Ἄ­κου, Κλή­μη, για­τί βιά­ζεις τό­σο τὸ ἄ­λο­γο;
      — Δὲν τὸ βιά­ζω, μό­νο του πῆ­ρε φό­ρα… Καὶ ὅ­ταν παίρ­νει φό­ρα τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ στα­μα­τή­σει… Καὶ τὸ ἴ­διο δὲν εἶ­ναι χα­ρού­με­νο μὲ τέ­τοι­α πό­δια ποὺ ἔ­χει.
      — Λὲς ψέ­μα­τα, ἀ­δελ­φέ! Βλέ­πω ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα! Μό­νο σὲ συμ­βου­λεύ­ω νὰ μὴν τρέ­χεις τό­σο γρή­γο­ρα. Κά­νε λί­γο κρά­τει…Ἀ­κοῦς; Κά­νε λί­γο κρά­τει!
      — Για­τί;
     — Ἐ­πει­δή… ἐ­πει­δή, μα­ζί μου ἀ­πὸ τὸν σταθ­μὸ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔρ­θουν τέσ­σε­ρις φί­λοι. Πρέ­πει νὰ μᾶς ἔ­φτα­ναν… Ὑ­πο­σχέ­θη­καν νὰ μὲ προ­λά­βουν σ΄ αὐ­τὸ τὸ δά­σος… Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­α νὰ πη­γαί­νεις μα­ζί τους… Εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι ὑ­γι­εῖς, γε­ρο­δε­μέ­νοι… ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει πε­ρί­στρο­φο… Για­τί συ­νέ­χεια στρί­βεις πί­σω καὶ κοι­τά­ζεις, σὰν νὰ κά­θε­σαι σὲ βε­λό­νες; Ἔ! Ἐ­γώ, ἀ­δελ­φέ, ἔ… ἀ­δελ­φέ… Σὲ μέ­να τί­πο­τε δὲν ὑ­πάρ­χει νὰ κοι­τά­ζεις… τί­πο­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον σὲ μέ­να… Ἴ­σως μό­νο τὰ ρε­βόλ­βερ… Πα­ρα­κα­λῶ, ἂν θέ­λεις, θὰ σοῦ τὰ δεί­ξω, πα­ρα­κα­λῶ…
      Ὁ το­πο­γρά­φος ἔ­κα­νε ὅ­τι ψα­χου­λεύ­ει τὶς τσέ­πες, καὶ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ συ­νέ­βη κά­τι ποὺ κα­νέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­μέ­νει ἀ­πὸ κά­ποι­ον, ὅ­σο δει­λὸς καὶ ἂν ἦ­ταν. Ὁ Κλή­μης ξαφ­νι­κὰ ρί­χτη­κε ἀ­πὸ τὸ κά­ρο καὶ στὰ τέσ­σε­ρα ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ ρου­μά­νι.— Βο­ή­θεια! Φώ­να­ξε κλα­ψι­ά­ρι­κα. Βο­ή­θεια! Πάρε, κα­τα­ρα­μέ­νε, καὶ τὸ ἄ­λο­γο καὶ τὸ κά­ρο, μό­νο μὴ μὲ χα­λά­σεις! Βο­ή­θεια!
      Ἀ­κού­στη­καν γρή­γο­ρα βή­μα­τα ποὺ χά­νον­ταν, τριγ­μὸς ξε­ρό­κλα­δων – καὶ τέ­λος σι­ω­πή… Ὁ το­πο­γρά­φος, μὴ πε­ρι­μέ­νον­τας τέ­τοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρά, στα­μά­τη­σε πρῶ­τα τὸ ἄ­λο­γο, με­τὰ κά­θι­σε πιὸ βο­λι­κὰ στὸ κά­ρο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ σκέ­φτε­ται.
      «Ἔ­φυ­γε τρέ­χον­τας… ὁ βλά­κας… φο­βή­θη­κε. Καὶ τώ­ρα τί θὰ γί­νει; Μό­νος νὰ προ­χω­ρή­σω δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν, για­τί δὲν ξέ­ρω τοὺς δρό­μους καὶ μπο­ρεῖ νὰ νο­μί­ζουν ὅ­τι ἔ­κλε­ψα τὸ ἄ­λο­γό του… Τί θὰ γί­νει;» — Κλή­μη! Κλή­μη!
     — Κλή­μη!­..  ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἠ­χώ.
      Στὴ σκέ­ψη ὅ­τι ὅ­λη τὴ νύ­χτα θὰ τὴν πε­ρά­σει κα­θι­σμέ­νος στὸ σκο­τει­νὸ δά­σος, μέ­σα στὸ κρύ­ο, ἀ­κού­γον­τας μό­νο τοὺς λύ­κους καὶ τὴν ἠ­χὼ ἀ­πὸ τὰ ρου­θου­νί­σμα­τα τῆς λι­πό­σαρ­κης φο­ρά­δας τὸν ἔ­πια­σε σύγ­κρυ­ο.
      — Κλη­μού­λη! –φώ­να­ξε. — Κα­λέ μου! Ποῦ εἶ­σαι, Κλη­μού­λη;
      Δυ­ὸ ὧ­ρες φώ­να­ζε ὁ το­πο­γρά­φος, καὶ μό­νο ἀ­φοῦ βρά­χνια­σε καὶ συμ­φι­λι­ώ­θη­κε μὲ τὴ δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σή του στὸ δά­σος, τό­τε τὸ ἐ­λα­φρὸ ἀ­ε­ρά­κι τοῦ ἔ­φε­ρε κά­ποι­ο βογ­κη­τό.
      — Κλή­μη! Ἐ­σὺ εἶ­σαι κα­λέ μου; Πᾶ­με.
      — Θὰ μέ… σκο­τώ­σεις;
      — Ἀ­στει­εύ­τη­κα, κα­λέ μου! Τι­μώ­ρη­σέ με, κύ­ρι­ε, ἀ­στει­εύ­τη­κα! Τί ρε­βόλ­βερ! Ἐ­γὼ εἶ­πα ψέ­μα­τα ἀ­πὸ φό­βο! Κά­νε μου τὴ χά­ρη, πᾶ­με! Πα­γώ­νω!
      Ὁ Κλή­μης συλ­λο­γί­στη­κε ὅ­τι, μᾶλ­λον, ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς λη­στὴς θὰ εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ πρὸ πολ­λοῦ μὲ τὸ ἄ­λο­γο καὶ τὸ κά­ρο, βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ δά­σος καὶ ἀ­να­πο­φά­σι­στα πλη­σί­α­σε τὸν ἐ­πι­βά­τη του.
      — Μὰ ἀ­πὸ τί φο­βή­θη­κες, βλά­κα; Ἐ­γώ… ἐ­γὼ ἀ­στει­ευ­ό­μου­να καὶ σὺ φο­βή­θη­κες… κά­τσε!
   — Ὁ θε­ὸς μα­ζί σου, ἀ­φέν­τη, μουρ­μού­ρι­σε ὁ Κλή­μης σκαρ­φα­λώ­νον­τας στὸ κά­ρο. Ἂν τὸ ἤ­ξε­ρα οὔ­τε μὲ ἑ­κα­τὸ ὁ­λό­κλη­ρα δὲν θὰ σὲ πή­γαι­να. Πα­ρα­λί­γο νὰ πε­θά­νω ἀ­π’ τὸν φό­βο…
      Ὁ Κλή­μης μα­στί­γω­σε τὸ ἄ­λο­γο. Τὸ κά­ρο τραν­τά­χτη­κε. Ὁ Κλή­μης τὸ ξα­να­μα­στί­γω­σε καὶ τὸ κά­ρο κου­νή­θη­κε. Με­τὰ τὸ τέ­ταρ­το χτύ­πη­μα, ὅ­ταν τὸ κά­ρο κου­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του, ὁ το­πο­γρά­φος σκέ­πα­σε τ’ αὐ­τιά του μὲ τὸν για­κὰ καὶ βυ­θί­στη­κε σὲ σκέ­ψεις. Ὁ δρό­μος καὶ ὁ ἁ­μα­ξὰς δὲν τοῦ φαι­νόν­του­σαν πιὰ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι.
( 1885)

Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη


Πηγή:  Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι