Άγγελος ξιφήρης
Ας το πω, λοιπόν.
Είναι χρόνια τώρα που μ' έχει εγκαταλείψει ο καλός μου άγγελος των
παιδικών μου χρόνων. Εκείνος ο κατάλευκος πυρφόρος που κατέβαινε κάθε βράδυ
όταν, πριν κοιμηθούμε, εγώ κι οι αδελφές μου, τον παρακαλούσαμε να έρχεται
συχνά, να φυλάει τους καλούς γονείς μας, τον παππού -η γιαγιά είχε πεθάνει- κι
όλο τον κόσμο και να χαρίζει σε μας «χαρά και προκοπή». Ποια προκοπή ζητούσαμε
τότε, ούτε γνωρίζαμε ούτε που την είδα ακόμη. Έτσι, πέφταμε να κοιμηθούμε,
επάνω εκείνες κι εγώ στο στρώμα κάτω στο πάτωμα, με την παρουσία του αγγέλου
στα βαριά μας βλέφαρα. Πού να τολμούσε, τότε, μαύρος κακός να με πλησιάσει; Πού
να λαχανιάσει ο ύπνος μου, να ιδρώσει το λιγνό κορμάκι, να στεγνώσει το στόμα
μου, τότε; Ακόμη, πού να πάρουν φωτιά τα στρωσίδια -όπως συχνά συνέβαινε μετά,
ωσάν καιομένη βάτος- για να εμφανιστεί θεός σκαιός, επιτιμητής, θεός τιμωρός
γιατί κατά το διάστημα της μέρας μου τον είχα πολλές φορές ξεχάσει. Πώς,
άλλωστε, και γιατί να τον θυμηθώ και να τον καλέσω κοντά μου στα δρομολόγια της
εξάτμισης, αυτά που με φέραν σε συνοικίες άγνωστες -Νέα Μενεμένη, Βάρνα και
Ντεπό-, σε μισοφωτισμένα καλντερίμια της πάνω πόλης κι ακόμη σε πολυσύχναστες
πλατείες, πεζοδρόμια και συνωστισμούς;