Η Άννα του Κλήδονα, Διαμαντή Αξιώτη, πρωτότυπο κείμενο
"Ιούνιος
μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη*
και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο
μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν
τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που
καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων
επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας
και του θαύματος
Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές
του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που
κατοικούσαν μονοστέφανες,*
να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια,
σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ' Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι όποιος είν' καλορίζικος πρωί θα ξενεφάνει.*
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό* της το μαύρο και σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος*
θεριός θεριακωμένος
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος*
θεριός θεριακωμένος
Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και
μορφές της
τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες,
όλο το
χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να
ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα
βράδια, αλλά συχνά την
έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος,
θαρρώ. Τα ίδια
και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο
Άγιος, που,
στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το
πόσες φορές
έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να
δει αν και
πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου
τυχερού.
Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα
έπεσε, όταν
όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη
σόλα
και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το
γράψει -γιατί
θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως
δε θα
σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο
κέντρο του
πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι*
και προκοπή.
Είκοσι
τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι
εμείς
στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη
γειτονιά,
ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές
και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε,
καπνιστήκαμε και
τσουρουφλιστήκαμε* στο
άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα
τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και
νεράιδες,
ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη
απ' τη
ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα
κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής
νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε*
για να πάρει μαντική και τελεσματική*
δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να
φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να
περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα*
τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι
η Άννα πυρωμένη* στάχτη σ'
ένα μεγάλο σινί,* το
σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού
της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη
φορά για το αίσιον*
αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα
δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με
σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες
μπλέκονταν με τα άγουρα*
στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα
απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας
μέστωμα,* για τη φυγή μας
στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές
ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα
τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της
ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω,
με τόση γλύκα και παράπονο.
Πάντως,
εκείνο το βράδυ της έξαψης,*
ο Αναστάσης ο φιρφιρής*
ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί
βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι
που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω
μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν
σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με
προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε
κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του
ριζικού της Άννας της γουρλομάτας.*
🔻🔻🔻🔻
🔻🔻🔻🔻
(Μεταστροφή της ιστορίας από την Β. Μ.)
Και
ξαφνικά εκεί που ο Αναστάσης πήγε να κόψει το πρώτο κομμάτι από το λαδωμένο του
ψωμί, που προοριζόταν να πέσει και να προσγειωθεί μέσα στο ταψί της Άννας, μια
γνώριμη φωνή ακούστηκε να φωνάζει από πίσω μας.
-
Μην το κάνεις, Αναστάση!
Εμείς
γυρίσαμε ξαφνιασμένοι τα κεφάλια μας, τόσο γρήγορα, που ένιωσα μια μικρή ζάλη
μόλις τα μάτια μου εστίασαν πάνω στο ψηλό αγόρι που μας φώναζε μες απ’ το
σκοτάδι.
Τον
ψιλοκατάλαβα. Κατάλαβα το ήρεμο αλλά σοβαρό ύφος της φωνής του. Ήταν ο Αντώνης,
ο Τρελαντώνης όπως τον έλεγαν στο χωριό. Είχα καιρό να ακούσω την φωνή του, έξι
ολόκληρα χρόνια για την ακρίβεια και αυτό γιατί έφυγε για την πόλη με την
οικογένειά του, όταν ο πατέρας του βρήκε δουλειά σε μία μεγάλη εταιρεία. Να,
από αυτές που πουλάνε ψωμί στην πόλη, σε όλους τους φούρνους. Από αυτές τις
εταιρείες που ξέρουν όλοι, μέχρι και η κουτσή Μαρία που λέει η γιαγιά. Όμως εγώ
ποτέ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το όνομά της.
Όχι,
όχι δεν μπορούσα να το πιστέψω! Μάλλον εγώ ο ίδιος δεν το ήθελα. Είχε αλλάξει
τόσο πολύ. Τώρα πια ήταν ολόκληρος γίγαντας, σαν αυτόν από τον Κοντορεβιθούλη.
Πραγματικά έτσι ένοιωθα μπροστά του, σαν τον Κοντορεβιθούλη σε λίγο πιο όμορφο
μοντέλο φυσικά. Τα μαλλιά του Αντώνη πάντα ήταν σγουρά και πετούσαν προς τα
πίσω, καθώς έτρεχε στα λιβάδια. Τώρα ήταν αγνώριστα. Ήταν ξυρισμένα με μόνο μια
τούφα μαλλιών που ξεκινούσε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του, έφτανε στο
κούτελο και τελικά κατέληγε σε μια σγουρή φράντζα, μακριά έως την μύτη του. Τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν χάσει το παιδικό και στρογγυλό τους
σχήμα. Ήταν τώρα πια πιο αγριεμένα και πιο έντονα. Ακόμα δεν είχε γένια, μόνο
ένα αρρενωπό μουστάκι που αχνοφαινόταν. Εμένα μου άρεσε πολύ. Ήθελα κι εγώ ένα,
όμως μακρύ, για να μπορώ να το στρίβω στο σχολείο κάθε φορά που θα σκεφτόμουν.
Όλοι θα με θαύμαζαν για το υπέροχο μουστάκι μου. Όμως όταν το καλοσκεφτόμουν,
θα ήταν υπερβολικά πρωτότυπο και μάλλον θα με κοροϊδεύανε και θα με φώναζαν «μουστακαλή».
Τέλος
πάντων.
Τελικά,
όταν όλοι πλέον είχαν καταλάβει ποιος ήταν, έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Εγώ
βέβαια, πρώτος. Ένα τεράστιο και κατάλευκο χαμόγελο είχε σχηματιστεί τώρα στο
πρόσωπο του Αντώνη. Αφού αγκαλιαζόμασταν και γελούσαμε για ώρα, ξαφνικά η λάμψη
χάθηκε από το πρόσωπό του. Όλοι σιωπήσαμε και τον κοιτούσαμε φοβισμένοι και
αμήχανοι. Εκείνος έσπασε την σιωπή ρωτώντας μας τι κάναμε πάνω από το ταψί της
Άννας. Ο Αντώνης που είχε την ιδέα για το ψωμί, άρχισε να εξηγεί όλα όσα είχαν
συμβεί με την Άννα τα τελευταία έξι χρόνια και την φάρσα που ετοιμαζόμασταν να
κάνουμε. Εκείνος είχε πάρει ένα απορημένο βλέμμα και όπως μας είπε αργότερα, η
Άννα δεν ήταν έτσι πριν από έξι χρόνια.
Ο
Αντώνης την ήξερε καλά την Άννα. Από τότε που είχε πρωτοέρθει στο χωριό με την
οικογένειά της. Βέβαια ήταν μικρή τότε. Όπως μας είπε ο Αντώνης όταν ήταν μικρή
ήταν πολύ γλυκιά και χαριτωμένη. Είχε μεγάλα γουρλωτά ματάκια και μαγουλάκια
για ζούληγμα. Μπουκλωτά μαλλιά και στρογγυλό πρόσωπο. Εμείς γελούσαμε, όχι
κοροϊδευτικά, αλλά τρυφερά σαν να αναπολούσαμε την παλιά Άννα. Την Άννα που δεν
γνωρίσαμε. Και με όλα αυτά έφτασε η ώρα να πάμε κι εμείς σπίτια μας.
Ξεχάσαμε
τελείως την φάρσα κι αφού καληνυχτίσαμε τον Αντώνη, φύγαμε ο κάθε ένας για το
σπίτι του. Την επόμενη μέρα, η Άννα είχε απογοητευτεί που δεν μπορούσε να
διακρίνει κάποιο σχήμα στο ταψί της που θα της αποκάλυπτε ένα χαρακτηριστικό
του μελλοντικού γαμπρού της. Η απογοήτευσή της όμως εξαφανίστηκε αμέσως μόλις
αντίκρισε μπροστά της τον Αντώνη. Το ταψί της έπεσε από τα χέρια και η στάχτη
μουτζούρωσε το κάτασπρο πουκάμισο του Αντώνη. Η Άννα ντροπιασμένη, με όλα τα
γύρω παιδιά που κοιτούσαν, να φωνάζουν και να γελούν, κοροϊδεύοντάς την, έβαλε
τα κλάματα. Ο Αντώνης νευρίασε. Αφού φώναξε στα παιδιά να σταματήσουν,
αγκάλιασε την Άννα και της είπε πως κι εκείνος χάρηκε που την είδε. Η Άννα
σκούπισε τα δάκρυά της στην ποδιά της και αφού του έσκασε ένα χαμόγελο, τον
προσκάλεσε να έρθει στο σπίτι της, να του δανείσει ένα άλλο πουκάμισο. Αφού
μπήκαν μέσα, εγώ γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα προς τα παιδιά που έπαιζαν με
τους βόλους λίγο πιο κάτω στο δρόμο. Πέντε λεπτά αργότερα είδα τον Αντώνη να
φεύγει από το σπίτι με το λερωμένο του πουκάμισο στο χέρι. Ποτέ δεν τον είχα
ξαναδεί τόσο χαρούμενο.
Μερικά
χρόνια αργότερα, τα καλά νέα έφτασαν και στα αυτιά μου. Ο Αντώνης και η Άννα
παντρεύονταν. Ήταν ένας υπέροχος γάμος. Η Άννα ήταν πανέμορφη με το κατάλευκο
νυφικό της. Ήταν υπέροχα στολισμένη και βαμμένη. Φυσικά και ο Αντώνης δεν
πήγαινε καθόλου πίσω. Ήταν τόσο χαρούμενοι οι δυο τους μαζί. Τελικά μετακόμισαν
στην Αθήνα. Έκαναν δύο παιδιά και οι δουλειές τους πήγαιναν μια χαρά.
Λέτε,
τελικά, εκείνο το πρωινό, η στάχτη να της έδειξε όντως ποιον θα παντρευτεί;
Πιστεύετε πως ο Άγιος είχε βάλει όντως το χέρι του; Εγώ ακόμα, δεν ξέρω τι να
πιστέψω. Μπορεί να ήταν γραφτό τους ή απλώς να έτυχε. Πάντως ένα ξέρω. Ο πόνος
εξασθενεί, όταν τον μοιράζεσαι. Το θέμα είναι να βρεις το κατάλληλο πρόσωπο για
να τον μοιραστείς, όπως και κάποιες φορές πρέπει να αφήνεις τον ονειρικό κόσμο
για λίγο και να βλέπεις τι σου δίνει η ζωή και τι σου επιφυλάσσει ο δρόμος.
Β. Μ.
Πετρούπολη