Αυτοεγκατάλειψη
Καθόμουν εκεί πίνοντας κι ούτε κατάλαβα ότι σκοτείνιασε,
τα πέταλα των λουλουδιών που έπεφταν,
είχαν γεμίσει τα ρούχα μου παντού.
Μεθυσμένος σηκώθηκα και περπάτησα το μονοπάτι του φεγγαριού,
τα πουλιά είχαν φύγει και άνθρωποι υπήρχαν μόνο λίγοι.
Από
δω πάνου, απ' τη δραγατσά, φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο
χαμάλης πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν
κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το
τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ' τα πολλά σειρήτια που' χει στο
καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε σαν τα σκολιαρούδια
με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο
αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τρυγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον
ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν
ακούγεται.