Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Δρόμε μου αμίλητε, τοπίο μου αγέραστο,
όνειρο απείραχτο,
πιοτό μου ακέραστο,
αταίριαστό εγώ μου,
μεγάλε ανήφορε,
λεπίδα στομωμένη,
τσαμπουκά μου ασύμφορε
σταμάτα το πέταγμα, δεν είσαι γεράκι.
Γύρισε μέσα μου εσύ, δεν κρατάς από τζάκι.
Ξέρεις τον τρόπο, ξέρεις, κι εσύ μοναξιά μου
στεγνώνεις πάνω μου μοναδική αλλαξιά μου,
ταμπουρωμένη στου ήλιου τα ξεχύματα,
μετράς τις μέρες αργά, μετράς τα βήματα.
Στ' ονειροδιάβα μου φυλάς τα νότα και το νου μου
και το ψέμα του εχθρού μου κάνεις θήκη του σπαθιού μου.
Κι όσοι ψυχομαχούν, δε βρίσκουν να διαλέγουν
κι όσοι έφτασαν παινεύοντας, κατηγορώντας
φεύγουν σα γυμνοσάλιαγκες στη λάσπη
κι εγώ χαίρομαι, δεν υποφέρομαι
- είμαι low bap και φαίνομαι.
Ποτέ δε γειτονέψαμε,
χώρια παλέψαμε -- από τους χορτασμένους.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε -- καημό στους πικραμένους.
Δεν έπαψα να καίγομαι, πόσο το χαίρομαι -- μακριά απ' τους ξεπεσμένους.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Καλομελέτα, καίγεται, βαράει η ντροπή κανόνι,
ντυμένη στα βελούδα της και μ' ύφος που θαμπώνει.
Αμαχητί παρέδωσε όλα τα φισεκλίκια
κι απ' τον εξώστη κλαψουρίζουνε φτυσμένα πιτσιρίκια.
Πιο κάτω οι μωρόπιστοι τρέμουν μπουζουριασμένοι.
Ψάχνουν τα λόγια οι αρχηγοί με τη βλακεία ζωσμένοι.
Μα το δέντρο ό,τι κι αν γίνει στη ρίζα του υπακούει
και 'γω που πάντα είμαι εδώ - τι άσχημο χούι!
Για την αφόρητη σιωπή ξέρεις τι φταίει, Ρε, συ ούτε ένα αρσενικό - χιλιάδες νοματαίοι.
Ρε όλοι φιμωμένοι, δεμένοι και σκισμένοι
και ξεσπούν απάνω τους οι πολυκαιρισμένοι.
Μη σκιάζεσαι, ποτέ δε γειτονέψαμε, μη ντρέπεσαι ποτέ, τα ίδια δε γυρέψαμε.
Πέρασες ξυστά κι απ' την αλήθεια κι απ' το ψέμα
κι απ' την αρχή καμάρωνες προτού να δεις το τέρμα.
Ξεφούρνιζες βλαστήμιες σε κλεμμένα ταψιά
και πάντα έτρωγες κρυφά απ' αλλουνού τη χαψιά.
Πέντε λεπτά ανάταση, βουή και λίγος σάλος.
Ο μέρμηγκας στην τρύπα του είναι άρχοντας μεγάλος.
Ρε, πόσο σε ζηλεύουνε όλοι οι ξεπαστρεμένοι.
Μπαίνουν στεγνοί στα πράγματα και βγαίνουν μουσκεμένοι.
Ψελλίζουν και τρεκλίζουνε για τη ζωή τη σκρόφα
που νοιάζεται για κείνους που είναι από άλλη στόφα.
Και που 'σαι, αυτό το λυσσασμένο στόμα όσα έλεγε για σένα εχθές,
θα λέει για χρόνια ακόμα,
περαμιώτικα, έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού
για όσους χαρίστηκαν του ξεπεσμού.
Δρόμε μου αμίλητε, τοπίο μου αγέραστο,
όνειρο απείραχτο,
πιοτό μου ακέραστο,
αταίριαστό εγώ μου,
μεγάλε ανήφορε,
λεπίδα στομωμένη,
τσαμπουκά μου ασύμφορε
σταμάτα το πέταγμα, δεν είσαι γεράκι.
Γύρισε μέσα μου εσύ, δεν κρατάς από τζάκι.
Ξέρεις τον τρόπο, ξέρεις, κι εσύ μοναξιά μου
στεγνώνεις πάνω μου μοναδική αλλαξιά μου,
ταμπουρωμένη στου ήλιου τα ξεχύματα,
μετράς τις μέρες αργά, μετράς τα βήματα.
Στ' ονειροδιάβα μου φυλάς τα νότα και το νου μου
και το ψέμα του εχθρού μου κάνεις θήκη του σπαθιού μου.
Κι όσοι ψυχομαχούν, δε βρίσκουν να διαλέγουν
κι όσοι έφτασαν παινεύοντας, κατηγορώντας
φεύγουν σα γυμνοσάλιαγκες στη λάσπη
κι εγώ χαίρομαι, δεν υποφέρομαι
- είμαι low bap και φαίνομαι.
Ποτέ δε γειτονέψαμε,
χώρια παλέψαμε -- από τους χορτασμένους.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε -- καημό στους πικραμένους.
Δεν έπαψα να καίγομαι, πόσο το χαίρομαι -- μακριά απ' τους ξεπεσμένους.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Καλομελέτα, καίγεται, βαράει η ντροπή κανόνι,
ντυμένη στα βελούδα της και μ' ύφος που θαμπώνει.
Αμαχητί παρέδωσε όλα τα φισεκλίκια
κι απ' τον εξώστη κλαψουρίζουνε φτυσμένα πιτσιρίκια.
Πιο κάτω οι μωρόπιστοι τρέμουν μπουζουριασμένοι.
Ψάχνουν τα λόγια οι αρχηγοί με τη βλακεία ζωσμένοι.
Μα το δέντρο ό,τι κι αν γίνει στη ρίζα του υπακούει
και 'γω που πάντα είμαι εδώ - τι άσχημο χούι!
Για την αφόρητη σιωπή ξέρεις τι φταίει, Ρε, συ ούτε ένα αρσενικό - χιλιάδες νοματαίοι.
Ρε όλοι φιμωμένοι, δεμένοι και σκισμένοι
και ξεσπούν απάνω τους οι πολυκαιρισμένοι.
Μη σκιάζεσαι, ποτέ δε γειτονέψαμε, μη ντρέπεσαι ποτέ, τα ίδια δε γυρέψαμε.
Πέρασες ξυστά κι απ' την αλήθεια κι απ' το ψέμα
κι απ' την αρχή καμάρωνες προτού να δεις το τέρμα.
Ξεφούρνιζες βλαστήμιες σε κλεμμένα ταψιά
και πάντα έτρωγες κρυφά απ' αλλουνού τη χαψιά.
Πέντε λεπτά ανάταση, βουή και λίγος σάλος.
Ο μέρμηγκας στην τρύπα του είναι άρχοντας μεγάλος.
Ρε, πόσο σε ζηλεύουνε όλοι οι ξεπαστρεμένοι.
Μπαίνουν στεγνοί στα πράγματα και βγαίνουν μουσκεμένοι.
Ψελλίζουν και τρεκλίζουνε για τη ζωή τη σκρόφα
που νοιάζεται για κείνους που είναι από άλλη στόφα.
Και που 'σαι, αυτό το λυσσασμένο στόμα όσα έλεγε για σένα εχθές,
θα λέει για χρόνια ακόμα,
περαμιώτικα, έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού
για όσους χαρίστηκαν του ξεπεσμού.