Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη
σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο
πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη
του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου».
«Σε παρακαλούμε» ικετεύουν, «πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…»
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
«Υπάρχει κάτι …» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε και οι δύο.
«Ό,τι και να’ ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι
βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα
άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο
όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις
εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;»
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
«Κι εσύ Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό
του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους
αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να
τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα
που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε τώρα.»