} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
#a466ff
Πρώτη Σελίδα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πες μου ένα Παραμύθι!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πες μου ένα Παραμύθι!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20.8.16

Το πρώτο πράγμα που δεν έχει όνομα, Γιώργος Χειμωνάς

- Είδα έναν έρωτα χτές. Είπε το κορίτσι.
- Τι ήταν; Ρώτησε το αγόρι.
Έχουν την ίδια ηλικία 5, 6 χρονών.
- Έλα να σου δείξω! Λέει το κορίτσι. Ξαπλώνει στη χλόη.
- Έλα τώρα από πάνω μου. Λέει στο αγόρι.
Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι.
-Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι.
Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.
-Αυτό είναι έρωτας. Λέει το κορίτσι.
- Πόσο κρατάει; Ρωτάει το αγόρι.
- Πολύ λίγο. Λέει το κορίτσι. Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι.
-Αυτό είναι ο έρωτας, λέει.
Σηκώνονται όρθια.
Το αγόρι λέει: - Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα.

14.7.16

«Ο αετός και το γεράκι», Χόρχε Μπουκάι

Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου».
«Σε παρακαλούμε» ικετεύουν, «πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…»
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
«Υπάρχει κάτι …» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε και οι δύο.
«Ό,τι και να’ ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;»
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
«Κι εσύ Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε τώρα.»

28.5.16

Ο Ορειβάτης, Χόρχε Μπουκάι



Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση.

Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.

Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…

17.5.16

Τα Φτερά είναι για να πετάς, Χόρχε Μπουκάι

Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του του είπε:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα, δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ώς το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.

3.5.16

"Η μάνα μου δεν έλεγε αλήθεια πάντα", ΑBBAS MAHMOUD AL AKKAD



    
      Η μάνα μου, μου είπε ψέματα οχτώ φορές. Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση μου -ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής. Δεν είχαμε ούτε τα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Όταν καμιά φορά βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό η μάνα μου, μου έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνε το πιάτο της στο δικό μου: Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω. Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα! 


Όταν μεγάλωσα, έπρεπε να πάω σχολείο, αλλά λεφτά δεν είχαμε γι` αυτό. Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του μια συμφωνία. Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ένα βροχερό βράδυ η μάνα μου άργησε στη δουλειά της. Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω. Την βρήκα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες. Της φώναξα: "Mάνα ας επιστρέψουμε στο σπίτι, είναι πολύ αργά και κάνει πολύ κρύο. Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί." Αυτή χαμογέλασε λέγοντας: "Mα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου."  Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα! 
       Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της χρονιάς, η μάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου. Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε στον καυτό ήλιο. Όταν βγήκα, με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της βρήκα ένα ποτήρι με κρύο χυμό, το ήπια μέχρι που ξεδίψασα παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιο ασφαλής. Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή ζέστη. Αμέσως της  έδωσα το ποτήρι λέγοντας: "Πιες, μάνα!" Αυτή μου απάντησε: "Πιες εσύ παιδί μου, εγώ δεν διψάω." Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε! 
      Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να ζήσει ως χήρα και μάνα με όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας. Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη, υποφέραμε από πείνα. Ο θείος μου έμενε δίπλα μας, ήταν καλός άνθρωπος, μας βοηθούσε με  όσα μπορούσε. Όταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας, πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα, για να μας βοηθήσει, αφού ήταν ακόμα μικρή. Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντας τους: "Δεν έχω ανάγκη για αγάπη." Εκείνο ήταν το πέμπτο της ψέμα! 
      Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, βρήκα μια δουλειά αρκετά καλή και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί  και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού. Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να πουλάει τα ρούχα, οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε. Όταν δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου. Η μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε: "Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου, εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν. " Ήταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα! 
        Μαζί με τη δουλειά μου, συνέχισα τις σπουδές ώστε να πάρω και μεταπτυχιακό. Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου. Η εταιρία, στην οποία δούλευα, μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία. Ένιωσα μεγάλη χαρά. Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Αφού ταξίδεψα και προετοίμασα το έδαφος, επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου. Αυτή όμως δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει, έτσι μου είπε: "Παιδί μου εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας." Αυτό ήταν το έβδομο της ψέμα! 
          Η μάνα μου μεγάλωσε και εμφάνισε καρκίνο. Έπρεπε να είχε δίπλα της κάποιον για να την φροντίζει. Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ μακριά; Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ. Στο σπίτι μας την βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι, αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε, προσπάθησε να χαμογελάσει. Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει, επειδή ήταν πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα. Τα κλάματα έτρεχαν από τα μάτια μου. Η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας: "Μην κλαις παιδί μου, εγώ δεν πονάω." Αυτό ήταν το όγδοό της ψέμα. 
Κι αφού μου τα `πε αυτά ,έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά.


22.4.16

Ο δρόμος των δακρύων - Χόρχε Μπουκάι

"Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που λένε ότι είναι αληθινή. 
Προφανώς, συνέβη κάπου στην Αφρική.
Έξι μεταλλωρύχοι εργάζονται σε μια πολύ βαθιά σήραγγα και βγάζουν ορυκτά από τα έγκατα της γης. Ξαφνικά, μια κατολίσθηση φράζει την έξοδο της σήραγγας και τους απομονώνει από τον έξω κόσμο. Μόλις γίνεται αυτό, με μια γρήγορη ματιά, χωρίς να πουν λέξη, εκτιμούν την κατάσταση. Είναι όλοι τους πολύ έμπειροι και καταλαβαίνουν αμέσως πως το μεγάλο πρόβλημα θα είναι το οξυγόνο. Αν κάνουν ό,τι πρέπει, τους μένουν τρεις, το πολύ τρεισήμισι ώρες αέρα.

6.4.16

Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του Κου Μόρις Λέσμορ

Μια μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων, των William Joyce και Brandon Oldenburg, μια αλληγορία πάνω στην θεραπευτική δύναμη της ιστορίας. Η ταινία βραβεύτηκε με  ΟΣΚΑΡ το 2012.  Εμπνευσμένη από τον Μάγο του Οζ, τον τυφώνα Κατρίνα, τον κωμικό Buster Keaton και την αγάπη για τα βιβλία  η 15λεπτη αυτή ταινία "The Fantastic Flying Books of Mr. Morris Lessmore". αποτίει έναν φόρο τιμής στα βιβλία, που αγαπήσαμε μια φορά και μας επιστρέφουν την αγάπη μας για πάντα.

9.3.16

Το ομορφότερο πράμα του κόσμου, Μιχαήλ Μητσάκης

Το ομορφότερο πράμα του κόσμου

Ας τιναχθεί κι ας αφρίσει αποκάτου απ’ την καρένα η θάλασσα! Το τρελό το καράβι πηδάει, από κύμα σε κύμα. Ο καπετάνιος, προσεκτικός στις ετοιμασίες του ταξιδιού, προστάζει τους σιωπηλούς και πρόθυμους ναύτες.
Ο πιο νιος απ΄ όλους επήρε ένα κιουπάκι γεμάτο από παλιό και καλό κρασί, το σήκωσε, το ακούμπησε απάνου στον μπάγκο. Και κάθε ένας από τους ταξιδιώτες πίνει με τη σειρά του το ποτηράκι του, αφού πρωτύτερ’ αποκριθεί μ΄ ένα στίχο που τον παίρνει ο άνεμος, στην ερώτηση που του κάνουν όλων των ταξιδιωτών οι φωνές τριγύρω :
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»
Από πού έρχεται το καράβι, και πού πάει τάχα;
Τι μας μέλει; Του πιθαριού του το κρασί είναι γερό.
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το ομορφότερο πράμα στον κόσμο;»
- Το ομορφότερο πράμα στον κόσμο είναι η αγάπη μου, λέει ένας σπουδαστής, ίσα με είκοσι χρόνων. Ο έρωτας είναι η μόνη ευτυχία.

2.3.16

Ο σκληρόκαρδος γίγαντας, Όσκαρ Ουάιλντ

«Ο σκληρόκαρδος γίγαντας»

Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολείο, τα παιδιά το 'χαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνις, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει —αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει— αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
Την ώρα που 'φτασε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.

16.2.16

Μια μικρή ιστορία για την άρνηση- Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένieφ

Φωτογραφία του Maciek Jasik
 Σε μια πόλη, ζούσε ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, μια μεγαλοφυΐα. Και στην ίδια πόλη, ζούσε ένας ηλίθιος.
Μια μέρα, ο ηλίθιος πλησίασε τον έξυπνο και του ζήτησε να του δείξει έναν τρόπο να γίνει έξυπνος. Ο έξυπνος ρώτησε τον ηλίθιο αν ήθελε να γίνει έξυπνος ή να φαίνεται έξυπνος, επειδή το να γίνεις έξυπνος, είναι μια μεγάλη διαδικασία, το να φαίνεσαι όμως έξυπνος, είναι εύκολο. Ο ηλίθιος απάντησε ότι ήθελε να του δείξει με τον ευκολότερο τρόπο ό,τι χρειαζόταν, για να φαίνεται έξυπνος. Δεν ανησυχούσε για το πώς θα γίνει έξυπνος.

Ο έξυπνος σχολίασε ότι με το να γίνει κανείς έξυπνος, υπήρχε πιθανότητα να κάνει λάθη, ενώ με το να φαίνεται έξυπνος, δεν θα μπορούσε να κάνει κανένα λάθος.
Ο ηλίθιος άρχισε να ανυπομονεί και ζητούσε από τον έξυπνο να του δείξει το κόλπο χωρίς άλλη καθυστέρηση. Έτσι, ο έξυπνος του είπε να αρνείται απλώς κάθε τι που ακούει. Αν κάποιος έλεγε, «υπάρχει Θεός», ο ηλίθιος έπρεπε αμέσως να απαντήσει πως δεν υπάρχει.

Ο ηλίθιος ρώτησε τον έξυπνο: «Πρέπει να λέω τέτοια πράγματα, ακόμα κι αν δεν ξέρω τίποτα για το θέμα;»

Ο έξυπνος απάντησε: «Εσύ δε χρειάζεται να σκοτίζεσαι καθόλου, για να μάθεις πράγματα. Αν ακούσεις να λένε ότι ο τάδε ζωγράφος ζωγραφίζει καταπληκτικούς πίνακες, εσύ πες απλώς ότι είναι σκέτα σκουπίδια. Ζήτησέ τους να σου αποδείξουν πως είναι καταπληκτικοί! Αν ακούσεις να λένε ότι η μουσική του δείνα είναι ουράνια, εσύ πες ότι τέτοια μουσική παίζουν και στην κόλαση και ζήτησέ τους να σου αποδείξουν πως είναι ουράνια μουσική. Εσύ απλώς να αρνείσαι τα πάντα και αν κάποιος σου εναντιωθεί, προκάλεσέ τον να αποδείξει τον ισχυρισμό του.»

Και από εκείνη την ημέρα, ο ηλίθιος άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται γνωστός στην πόλη ως έξυπνος. Και όλοι απορούσαν πώς τα είχε καταφέρει!


  

5.2.16

Η Αξία του Δαχτυλιδιού: μια παραβολή για την αυτοεκτίμηση

Μια φορά ένας νέος πήγε σε ένα σοφό και του είπε: "Ήρθα για την συμβουλή σου. Βασανίζομαι από σκέψεις ότι είμαι άχρηστος και δεν θέλω πια να ζω. Όλοι μου λένε ότι είμαι αποτυχημένος και ανόητος. Σε ικετεύω, αφέντη, βοήθησέ με!"
Ο σοφός έριξε μια ματιά στον νέο και απάντησε βιαστικά: "Συγχώρα με, αλλά βιάζομαι πολύ. Υπάρχει ένα πολύ επείγον θέμα που πρέπει να ασχοληθώ…" και σταμάτησε, για ένα λεπτό, σκέφτηκε και πρόσθεσε: "Αλλά, αν συμφωνείς να με βοηθήσεις, θα σου ανταποδώσω την χάρη."

20.1.16

“Το γάντι”, ένα παραδοσιακό ουκρανικό παραμύθι του 1951

    

Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος κύριος περπατούσε στο χιονισμένο δάσος με το σκύλο του. Δίχως να το καταλάβει του έπεσε από την τσέπη το ένα του γάντι. Ήταν ένα χειροποίητο, πέτσινο γάντι, με κόκκινη φόδρα, από εκείνα που το χέρι έμπαινε ολόκληρο μέσα κι όχι δάχτυλο δάχτυλο. Μα δεν το ‘δε κι ο σκύλος του που είχε το μυαλό του στις δεκάδες μυρωδιές του χιονιού. Αυτοί συνέχισαν ανέμελοι τον περίπατό τους στο δάσος και το γάντι έμεινε πίσω, πεσμένο κατάχαμα στο αφράτο χιόνι.
Ένα ποντικάκι, τόσο δα ήταν, πέρασε από εκεί κι είδε το γάντι μπροστά του. Το τριγύρισε από εδώ, το κοίταξε από εκεί. “Άδειο πρέπει να είναι”, σκέφτηκε και τσουπ….τρύπωσε στο όμορφο και ζεστό γάντι που πράγματι ήταν αδειανό. Το κρύο ήταν τσουχτερό έξω, δε γινόταν να αντέξεις δίχως μια φωλίτσα να κρυφτείς.
“Τι γλυκιά ζεστασιά έχει εδώ μέσα”, σκέφτηκε το ποντικάκι. “Εδώ θα ζήσω! Θα μείνω όλο το χειμώνα, ώσπου να περάσει το κρύο. Ύστερα…βλέπουμε”, είπε και ζάρωσε σε μια γωνιά να ξεκουραστεί.

19.12.15

" O Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!", "Το βλογημένο Μαντρί"Φώτης Κόντογλου

O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.


25.11.15

Ένα παραμύθι για κάθε μελαγχολική μέρα

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, που βασίλευε σε μια πολύ μακρινή χώρα. Ήταν καλός, αλλά είχε ένα πρόβλημα. Ήταν βασιλιάς με διπλή προσωπικότητα. Υπήρχαν μέρες που σηκωνόταν απ το κρεβάτι διαχυτικός, κεφάτος, ευτυχισμένος. Απ'  το πρωί οι μέρες εκείνες φαίνονταν υπέροχες.