} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

25.11.15

Ένα παραμύθι για κάθε μελαγχολική μέρα

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, που βασίλευε σε μια πολύ μακρινή χώρα. Ήταν καλός, αλλά είχε ένα πρόβλημα. Ήταν βασιλιάς με διπλή προσωπικότητα. Υπήρχαν μέρες που σηκωνόταν απ το κρεβάτι διαχυτικός, κεφάτος, ευτυχισμένος. Απ'  το πρωί οι μέρες εκείνες φαίνονταν υπέροχες.
Οι κήποι του παλατιού φαίνονταν ομορφότεροι, οι υπηρέτες του, ένα παράξενο φαινόμενο, γίνονταν ευγενικοί και αποτελεσματικοί. Ενώ προγευμάτιζε αντιλαμβανόταν ότι στο βασίλειο του φτιάχνονταν τα καλύτερα άλευρα και έβγαιναν τα νοστιμότερα φρούτα.

Τις μέρες εκείνες ο βασιλιάς μείωνε φόρους, μοίραζε πλούτη έκανε χάρες και έφτιαχνε νόμους για την ειρήνη και την ευημερία των γερόντων. Κάτι τέτοιες μέρες ο βασιλιάς έκανε δεκτά όλα τα αιτήματα των υποτακτικών και φίλων του.

Ωστόσο υπήρχαν και οι άλλες μέρες. Ήταν οι μαύρες μέρες .Απ το πρωί αντιλαμβανόταν ότι θα προτιμούσε να είχε κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Όμως όταν το καταλάβαινε ήταν πια πολύ αργά κι ο ύπνος είχε ήδη φύγει. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε δε μπορούσε να καταλάβει γιατί οι υπήκοοι του ήταν τόσο κακόκεφοι και δεν έκαναν σωστά τη δουλεία τους.

Ο ήλιος τον ενοχλούσε περισσότερο κι απ' τη βροχή. Το φαγητό δεν ήταν αρκετά ζεστό κι ο καφές κρύος. Με την ιδέα και μόνο πως θα δεχόταν επισκέψεις στο γραφείο ο πονοκέφαλος του δυνάμωνε. Κάτι τέτοιες μέρες ο βασιλιάς σκεφτόταν τις υποχρεώσεις του που εκκρεμούσαν και τρόμαζε στη σκέψη και μόνο όσων είχε να τακτοποιήσει.

Ήταν οι μέρες που ο βασιλιάς αύξανε τους φόρους, έκανε κατασχέσεις, πίεζε τους αντιπάλους. Φοβόταν το παρόν και το μέλλον και τον καταδίωκαν τα λάθη του παρελθόντος. Τις μέρες εκείνες έφτιαχνε νόμους σε βάρος του λαού του και η λέξη που χρησιμοποιούσε πιο πολύ ήταν το »όχι». Επειδή ήξερε τα προβλήματα που του δημιουργούσαν αυτές οι αλλαγές στη διάθεση, ο βασιλιάς κάλεσε όλους τους σοφούς, τους μάγους και τους συμβούλους του βασιλείου σε σύσκεψη.

«Κύριοι» τους είπε «όλοι σας γνωρίζετε τις αλλαγές στη διάθεση μου. Όλοι ευνοηθήκατε κάποτε απ τα κέφια μου και υποφέρατε απ τους θυμούς μου. Όμως αυτός που υποφέρει περισσότερο είμαι εγώ ο ίδιος, διότι τη μία μέρα ξεκάνω αυτά που έκανα την άλλη, όταν έβλεπα πολύ διαφορετικά τα πράγματα».

«Θέλω κύριοι να εργαστείτε όλοι μαζί ώστε να βρείτε μια θεραπεία, ένα φάρμακο ή ένα ξόρκι που να με κάνει να μην είμαι τόσο αισιόδοξος, ώστε να παραβλέπω τους κινδύνους. Ούτε τόσο γελοία απαισιόδοξος ώστε να καταπιέζω και να πληγώνω όσους αγαπώ».

Οι σοφοί δέχτηκαν τη πρόκληση και για κάμποσες βδομάδες εργάζονταν πάνω στο πρόβλημα του βασιλιά. Παρ όλα αυτά, καμιά αλχημεία, κανένα μαγικό και κανένα βοτάνι δε κατάφερε να δώσει λύση στο θέμα. Τότε,οι σύμβουλοι παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και ομολόγησαν την αποτυχία τους. Ο βασιλιάς έκλαψε. Το επόμενο πρωί ένας παράξενος επισκέπτης ζήτησε ακρόαση απ το βασιλιά.

Ήταν ένας μυστηριώδης άνθρωπος με σκούρο δέρμα και φορούσε ένα φθαρμένο μανδύα που κάποτε θα ήταν λευκός. «Μεγαλειότατε» είπε κάνοντας μια υπόκλιση «στο τόπο οπού έρχομαι μιλούν για τα προβλήματα σας και για τη στεναχώρια σας. Ήρθα για να σας δώσω τη γιατρειά».

Και χαμηλώνοντας το κεφάλι έδωσε στο βασιλιά ένα δερμάτινο κουτάκι. Ο βασιλιάς με έκπληξη κι αδημονία άνοιξε το κουτάκι κι έψαξε μέσα. Υπήρχε μόνο ένα ασημένιο δαχτυλίδι. «Ευχαριστώ» είπε ο βασιλιάς ενθουσιασμένος «είναι ένα μαγικό δαχτυλίδι;»

«Ακριβώς αυτό είναι» απάντησε ο ταξιδιώτης. «Μόνο που η μαγεία του δεν ενεργεί απλώς με το να φοράς το δαχτυλίδι».

«Κάθε πρωί όταν σηκώνεσαι πρέπει να διαβάζεις την επιγραφή που έχει μέσα το δαχτυλίδι και να θυμάσαι τα λόγια αυτά κάθε φορά που θα βλέπεις το δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου». Ο βασιλιάς σήκωσε το δαχτυλίδι και διάβασε δυνατά:

«Πρέπει να ξέρεις ότι κι αυτό θα περάσει»

Χόρχε Μπουκάι, "Να σου πω μια ιστορία"