} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
#a466ff
Πρώτη Σελίδα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πες μου ένα Παραμύθι!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πες μου ένα Παραμύθι!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.2.20

Το κόκκινο χόρτο

Μια μέρα πριν πολλά πολλά χρόνια, μπορεί και χίλια- μπορεί και εκατό, ένας γεωργός παρατήρησε πως στο χωράφι του είχε φυτρώσει ένα κόκκινο χόρτο. Ανησύχησε μα δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Το κοίταξε από κοντά, αλλά δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο, εκτός φυσικά από το γεγονός ότι ήταν κόκκινο.

Έκανε πολλές σκέψεις, μπορεί χίλιες- μπορεί και εκατό, μα δε μπορούσε να εξηγήσει ένα τέτοιο γέννημα της φύσης. Ξαγρύπνησε το βράδυ και αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να το ξεφυτρώσει, παρότι δεν είπε κουβέντα στη προσευχή του ή στη γυναίκα του.
Με το που ξημέρωσε, έτρεξε γρήγορα να το δει με ένα σωρό παράξενες φαντασίες στο συννεφιασμένο μυαλό του, αλλά δεν είχε αλλάξει ούτε σε μέγεθος, ούτε σε ύφος. Στεκόταν αδύναμο και κόκκινο, δίπλα στα υπόλοιπα φυσιολογικά, αδύναμα και πράσινα χόρτα.

Ξερίζωσε κάποια από τα φυσιολογικά τριγύρω από το κόκκινο, ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα το χώμα ψάχνοντας για κάποιο στοιχείο που να εξηγεί αυτή την ιδιοτροπία. Τίποτα. Όταν είδε από μακριά τη γυναίκα του και μια κατσίκα να πλησιάζει, σηκώθηκε και προσπάθησε με το αμέριμνο φέρσιμο του να μη καταλάβουν τίποτα.

Πέρασαν αρκετές μέρες, σιωπηλής και μοναχικής αναζήτησης  της αλήθειας,  ώσπου μια μέρα το κόκκινο χόρτο χάθηκε. Τέτοιο βαρύ πένθος δεν είχε νιώσει, ούτε στο θάνατο της μητέρας του, αν και εδώ που τα λέμε, εκείνη πέθανε σε μεγάλη ηλικία και χωρίς πολλές εκκρεμότητες.

Η γυναίκα του δε καταλάβαινε τι του συμβαίνει, ξεφύσαγε και θύμωνε, όταν εκείνος χανόταν στις μελαγχολικές σκέψεις του, σα να έβλεπε μπροστά της κάτι τόσο παράξενο όσο ένα κόκκινο χόρτο.

Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ ξανά δε παρατήρησε να φυτρώνει ένα κόκκινο χόρτο στο χωράφι του, ή σε κάποιο ξένο χωράφι που βρέθηκε επισκέπτης, αν και είχε οξυνθεί ιδιαίτερα το παρατηρητικό ταλέντο του. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για το εύρημα του, από περηφάνια ή από φόβο. Οι άνθρωποι συχνά μιλούν για ανόητες εμμονές ή κακούς οιωνούς.

Στα βαθιά του γεράματα, αποφάσισε να μοιραστεί την ιστορία με τα εγγόνια του, σα να τους έλεγε ένα συνηθισμένο παραμύθι. Η γυναίκα του- είχε γεράσει και αυτή- φαινόταν αδιάφορη, αν και μεταξύ μας είχε απλώσει το κουρασμένο αυτί της με απόλυτη προσήλωση στα λόγια του. Τους είπε λοιπόν για το κόκκινο χόρτο, ίσως με κάποιες γεροντίστικες σάλτσες και επαναλήψεις. Για το πώς εμφανίστηκε, για τις περίεργες σκέψεις του, για τις σχεδόν επιστημονικές υποθέσεις του, για τις πολλές, μπορεί και χίλιες- μπορεί και εκατό, νύχτες που δε κοιμήθηκε και για την εξαφάνιση του χόρτου έτσι ξαφνικά όπως ήρθε.

Τα εγγόνια έδειχναν πολύ εντυπωσιασμένα από την ιστορία, αλλά, όταν εκείνος την ολοκλήρωσε χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση, έδειχναν πραγματικά μπερδεμένα και θυμωμένα. Ύστερα ο παππούς αποκοιμήθηκε και η γιαγιά με ένα πονηρό χαμόγελο ψιθύρισε στα παιδιά:  
«Ο παππούς σας, μόλις σας μίλησε για το πιο δύσκολο κατόρθωμα στο κόσμο. Να μην ξέρεις…»
Πηγή:  http://innerself.gr/

4.6.18

Τα τρία ερωτήματα, Λέων Τολστόι

Μια φορά και έναν καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε ότι, αν ήξερε πάντοτε την κατάλληλη στιγµή για ν’αρχίζει κάτι, αν ήξερε ποιοι είναι οι κατάλληλοι άνθρωποι για ν’ ακούει και ποιοι είναι εκείνοι που θα πρεπε ν’ αποφεύγει και πάνω από όλα αν ήξερε πάντοτε ποιο είναι το σηµαντικότερο πράγµα να κάνει, δε θα αποτύχαινε σε ό,τι επιχειρούσε.
Και όταν του ήρθε αυτή η σκέψη, φρόντισε να διακηρυχθεί σε ολόκληρο το βασίλειό του ότι θα έδινε σπουδαία αµοιβή σ’εκείνον που θα του µάθαινε ποια είναι η κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, ποιοι είναι οι πιο αναγκάιοι άνθρωποι και πως θα µπορούσε να ξέρει ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγµα να κάνει.

29.1.18

Ο Ασλάντεντες, ένα παραμύθι της γιαγιάς Ευδοκίας από την Ανατολική Θράκη


Roch Urbaniak
Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σ’ ένα δάσος ζούσε μια  μάνα άγρια     μαζί  με τον   μικρό   της    γιό. Το αγόρι ήταν περίπου οχτώ χρονών και κάθε   πρωί η μάνα   του   το   έπλενε, το έβαζε να κάτσει στην είσοδο της σπηλιάς   τους και αυτή έφευγε για να ψάξει για τροφή. Το βράδυ γύριζε,  φιλούσε το παιδί της και πήγαιναν μαζί μέσα στη σπηλιά.
Κάποτε ήρθε στο δάσος ο βασιλιάς με τη συνοδεία του για κυνήγι. Μόλις είδε το αγόρι θέλησε να το πάρει μαζί του να το έχει σαν παιδί του, είχε κι αυτός ένα γιό σ’ αυτήν την ηλικία, και θα έκαναν καλή παρέα οι δυο τους και θα μεγάλωναν μαζί.

30.12.17

Πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, Πηνελόπη Δέλτα


Robert Doisneau
Μία παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».

Οι Καλικάντζαροι της Ίμβρου


Μια φορά και ένα καιρό, ζούσαν στην Ίμβρο δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και είχε πολλά κτήματα κι ο άλλος ήταν πολύ φτωχός και είχε πολλά παιδιά. Ο φτωχός δούλευε σκληρά για να συντηρήσει τη φαμίλια του, ενώ ο πλούσιος, αν και άτεκνος, ήταν πολύ φιλάργυρος. Εκείνα τα Χριστούγεννα, στου φτωχού το σπίτι πέρασαν με ψωμί κι ελιές, ενώ ο πλούσιος είχε απ όλα τα καλά στο τραπέζι του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο φτωχός πήγε στο νερόμυλο για να πάρει λίγο αλεύρι, μα ο μυλωνάς δεν του έδωσε, γιατί δεν είχε να πληρώσει. Καθώς γύριζε λυπημένος στο χωριό και συλλογιζόταν πώς θα πήγαινε πάλι στα παιδιά του με άδεια χέρια, άκουσε πίσω του κουδούνια και ποδοβολητά ζώων.

10.10.17

[ Κι ο Θεός έπλασε τον Έλληνα], Νίκος Καζαντζάκης

Tintin en Grèce 
«Μια μέρα ο Αλλάχ βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό. Μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε. Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι. «Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα.


Ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.» Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε το κάτω τον άλλον Μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!
«Ο διάολος θα με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι. Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τι να κάμω;» Ολονύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του:
«Βρήκα βρήκα» φώναξε. Έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και ους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Άρχισε το πάλεμα. Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος. Μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος. Μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν!
Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του…!»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», Νίκος Καζαντζάκης

22.12.16

Το κλειδί της ευτυχίας , Χόρχε Μπουκάι


Ο μύθος λέει ότι πριν ακόμα υπάρξει η ανθρωπότητα, μαζεύτηκαν διάφορα τελώνια, για να σκαρώσουν μια φάρσα. Λέει ένα από αυτά: «Πολύ σύντομα θα δημιουργηθούν οι άνθρωποι. Δεν είναι δίκαιο να έχουν τόσες αρετές και τόσες δυνατότητες. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους είναι πιο δύσκολο να πάνε μπροστά. Να τους γεμίσουμε διαστροφές κι ελαττώματα… Αυτό θα τους καταστρέψει».

20.12.16

«Το παραμύθι που δεν είχε τέλος», Κώστας Βάρναλης


Ζούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουε μαχμουρλίδικα.

24.11.16

«Η πηγή είναι το πρότυπό μας»


Black Rock Desert
Τρεις πεζοπόροι βρέθηκαν μπροστά σε μια πηγή που ανέβλυζε μέσα από το βράχο. Πάνω του υπήρχε επιγραφή που έγραφε: «Η πηγή είναι το πρότυπό μας».

12.11.16

«Η Μόμο», Μίχαελ Εντε

Κάποια μέρα ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς διαδόθηκε πως κάποιος κατοικούσε τώρα τελευταία στα χαλάσματα. Ήταν, λέει, ένα παιδί μάλλον κοριτσάκι. Κανένας όμως δεν μπορούσε να πει τίποτα με ακρίβεια γιατί τα ρούχα της ήταν κάπως παράξενα. Τη λέγανε Μόμο ή κάπως έτσι.

5.11.16

Ο τρομερός εχθρός, Χόρχε Μπουκάι

       
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του για εξουσία απλώς και μόνο κατέχοντάς την. Είχε και την ανάγκη να τον θαυμάζουν όλοι για τη δύναμή του.

22.10.16

«Ο Εγωιστής γίγαντας», Όσκαρ Ουάιλντ



Ο Εγωιστής Γίγαντας : Διαβάστε και δείτε ένα από τα ωραιότερα παραμύθια, που έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ, για να ψυχαγωγήσει τα παιδιά του,  Cyril  και  Vyvyan, αλλά αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο.

3.10.16

Έντεκα λεπτά, Πάουλο Κοέλιο



Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα. Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
   Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμα του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία. Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: Μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά! Και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει πια αυτό με άλλο πουλί. Και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά. Και σκέφτηκε: Θα στήσω παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί, δε θα ξαναφύγει.