} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
#a466ff
Πρώτη Σελίδα

3.1.18

Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, Παύλος Νιρβάνας

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. 

Το τραγούδι των βουνών, Κωστής Παλαμάς



Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά,
βουνά γυμνά, βουνά
πρασινισμένα, μικρός αν είμαι, αισθήματα τρανά
γεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!

Μιας εποχής πανάρχαιας, μιας χρυσής,
σβηστής, με τρώγ’ η ενθύμηση κι η ελπίδα·
μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείς
η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.

30.12.17

The Lodgers, Robert Doisneau

Robert Doisneau . The Lodgers, 1962

Πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, Πηνελόπη Δέλτα


Robert Doisneau
Μία παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».

Οι Καλικάντζαροι της Ίμβρου


Μια φορά και ένα καιρό, ζούσαν στην Ίμβρο δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και είχε πολλά κτήματα κι ο άλλος ήταν πολύ φτωχός και είχε πολλά παιδιά. Ο φτωχός δούλευε σκληρά για να συντηρήσει τη φαμίλια του, ενώ ο πλούσιος, αν και άτεκνος, ήταν πολύ φιλάργυρος. Εκείνα τα Χριστούγεννα, στου φτωχού το σπίτι πέρασαν με ψωμί κι ελιές, ενώ ο πλούσιος είχε απ όλα τα καλά στο τραπέζι του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο φτωχός πήγε στο νερόμυλο για να πάρει λίγο αλεύρι, μα ο μυλωνάς δεν του έδωσε, γιατί δεν είχε να πληρώσει. Καθώς γύριζε λυπημένος στο χωριό και συλλογιζόταν πώς θα πήγαινε πάλι στα παιδιά του με άδεια χέρια, άκουσε πίσω του κουδούνια και ποδοβολητά ζώων.

«Τα κάλαντα», Στρατής Τσίρκας


Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο. 
– Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
– Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.

Τὸ φλουρὶ τοῦ φτωχοῦ, Παύλος Νιρβάνας


Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα.

Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά!

28.12.17

«Λευκό χιόνι», Γκιγιώμ Απολλιναίρ

Christophe Jacrot
«Λευκό χιόνι»
Αγγέλοι Αγγέλοι στον ουρανό
Ο ένας ντυμένος αξιωματικός
Ο άλλος μάγειρος
Κι οι υπόλοιποι το ρίχνουν στο τραγούδι
Φιλόκαλε αξιωματικέ του ουρανού
Ύστερ’ απ’ τα Χριστούγεννα