Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά,
βουνά γυμνά, βουνά
πρασινισμένα, μικρός αν είμαι,
αισθήματα τρανά
γεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!
Μιας εποχής πανάρχαιας, μιας χρυσής,
σβηστής, με τρώγ’ η ενθύμηση κι η
ελπίδα·
μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείς
η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.
Θαρρώ, σε τέτοια σκοτεινή εποχή,
κρυμμένη σε καιρών αγνώστων βάθη,
κατέβ’ η ονειρεμένη μου ψυχή
και φώλιασε στα ύψη σας κι εστάθη.
Κι εστάθη κι έζησε με τους αϊτούς,
με της γης τους πρωτόλουβους
ανθρώπους,
με τους αγρίους και με τους δυνατούς,
σ’ απάτητα λαγκάδια, σ’ άλλους
τόπους.
Γι’ αυτό καημοί δέρνουν εμέ κρυφοί,
και στα πλευρά σας και στα
μονοπάτια,
σε καθεμιά σας ρίζα και κορφή
καθώς υψώνω προς εσάς τα μάτια.
Κι αν είναι αλήθεια αυτό, και δεν
πλανά
κανένα μάγον όνειρον εμένα,
— βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά
πρασινωπά, γαλάζια, μαυρισμένα,
βουνά, παιδιά γιγάντικα της Γης,
βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια,
που έχετε τη λαμπράδα της αυγής
για χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια
που χύνετε θυμό σας φλογερό
την αστραπή, το μαύρο νέφος θλίψη,
και μίλημά σας το γοργό νερό
που με βοή κατρακυλά απ’ τα ύψη,
που έχετε χίλιες γνώμες και καρδιές,
κι αγάπη και χαρά και περηφάνια,
σαν τους ίσκιους σας και τις ευωδιές,
σαν τα πουλιά, τ’ αγρίμια, τα
βοτάνια,
που έχετε τη δική μας τη ζωή
και τα δικά μας έχετε πρωτάτα,
και μοναχά σας λείπουν, κι είστε
θεοί,
τα γεράματα· πάντα είστε με νιάτα!
Βουνά των ξένων τόπων σκοτεινά
που γλυκοχαιρετίζεστε με τ’ άστρα,
κρυφτά στην καταχνιά παντοτινά,
άσωστα, απάτητα, άπαρτα σαν κάστρα,
βουνά της γης αυτής ελληνικά,
διάφανα, καθαρά, πελεκημένα
από τεχνίτη χέρια γνωστικά
σα μετρημένα αγάλματα ένα ένα,
που κρύβετε τα μάρμαρα λευκά
και μοσχομυρισμένα τα λουλούδια,
και πιο γερά απ’ τις πέτρες, πιο
γλυκά
κι απ’ τους ανθούς τα κλέφτικα
τραγούδια,
κι από τα χαύνα πλήθη εσείς μακριά,
σε χρόνια σκλαβωμένα, θαμπά κρύα,
θρέψατε εσείς του Γένους τη Θεά,
την αιθεροπλασμένη Ελευθερία!
Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά
με δύναμες γιομάτα και με κάλλη
ω! δώστε μου απ’ τη χάρη σας ξανά,
και κάμετέ με όμοιον μ’ εσάς και
πάλι!
Καθώς η πρώτη ακτίνα του ουρανού
φωτίζει εσάς πριν φωτιστούν οι κάμποι,
θέλω κι εγώ μες στο δικό μου νου
το φως το αληθινό να πρωτολάμπει.
Από τα ύψη θέλω μαγικό τον κόσμο
και οι ματιές μου ν’ αντικρίζουν,
του κόσμου τη βοή να μη γρικώ,
και τ’ ανάξια πάθη να μη μ’
εγγίζουν.
Και θέλω οι στοχασμοί μου καθαροί
να μένουν, σαν τα χιόνια στην κορφή
σας,
και να θυμάται πάντα η θλιβερή
ψυχή μου πως επλάστηκε αδερφή σας.
Γιατί κλειστή η ψυχή μου σε κορμί
μισό, σκυφτό, σ’ έν’ άρρωστο
κουφάρι,
κι έχασε την ακράτητην ορμή,
την ορμή που είχε απ’ το βοριά σας
πάρει.
Και σαν αϊτός που του έκοψαν κακοί
και οι άνθρωποι τα δυο πλατιά φτερά
του
και σέρνεται και πέφτει εδώ κι εκεί
και δείχνεται περίγελο άνω κάτου,
έτσι πολλές φορές κι η ανθρωπινή ψυχή,
κι αν ζει κι αν χάνεται εδώ πέρα
και άπραγη και δειλή και ταπεινή, ε
ίναι γιατί τον έχασε τον αέρα
τον πρώτο, γιατί ξέχασε κι αυτή
από ποιo μέρος έφτασε, ποιo χέρι
την οδήγησε πρώτο, είναι γιατί
πού θα ξαναγυρίσει δεν το ξέρει.
Ω! καν εσείς, βουνά ψηλά, βουνά
που μια φορά τον ήλιο επρωτοείδα
κάμετ’ εσείς, να μη σας λησμονά
ποτέ η ψυχή μου, ω πρώτη μου
πατρίδα!
Και κάμετε η θωριά σας να γεννά
αισθήματα μεγάλα, ταιριασμένα,
σ’ εμένα το μικρό, ψηλά βουνά,
με γιούλια και με ρόδα πλουμισμένα.
Και κάμετε να ελπίζω πως θα ’ρθώ,
μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου
στα ύψη σας, να ξανανταμωθώ
μ’ εσάς, πατρίδα αληθινή δική μου!