Εισαγωγικές επισημάνσεις και ένταξη του έργου στην εποχή του
Γραμματειακό είδος : λυρικό ποίημα
Το ποίημα ανήκει στη νεανική ποιητική παραγωγή του Βασιλειάδη, όταν ακόμη ο ποιητής δεν είχε δει κριτικά τον ρομαντισμό. Ο μόλις εικοσιδύο ετών ποιητής συνέγραψε κάτω από το βάρος των πολιτικών και ποιητικών κατευθύνσεων της εποχής του, που οδηγούσαν στην απογοήτευση και την απαισιοδοξία: Οι αξίες του 1821 έχουν ξεφτίσει, το πατριωτικό φρόνημα διοχετεύεται σε επικίνδυνα μονοπάτια, η ελληνική κοινωνία εμφανίζει σημάδια εθνικής αλλοτρίωσης, η παιδεία είναι ξεκομμένη από τις εθνικές ρίζες της και οι αποτυχημένοι κυβερνητικοί χειρισμοί δεν εμπνέουν καμιά εμπιστοσύνη για το μέλλον. Ο λαός δε δεν μεταλλάσσει την απογοήτευση σε δημιουργική προσπάθεια ανασύνταξης και αναπροσανατολισμού. Από την άλλη πλευρά, στην ποίηση κυριαρχεί το ρητορικό, το στομφώδες, η μεγαλοστομία, ο αχαλίνωτος βυρωνισμός.
Ενδεικτική προσέγγιση – Ανάλυση του κειμένου
Το θέμα |
Η χαρά είναι ένα πυρπολικό, μεθυστικό συναίσθημα της νιότης, είναι όμως στιγμιαίο και εφήμερο.
Ο τίτλος |
Ο τίτλος δηλώνει καθαρά το θέμα και την ποιότητα του συναισθήματος που εξαίρεται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος και ενοχοποιείται στο υπόλοιπο. Στο σώμα του ποιήματος το συναίσθημα ονομάζεται μόλις στην τέταρτη στροφή.
Δομή |
Το θέμα του ποιήματος αναπτύσσεται σε δύο ενότητες:
1. στρ. 1-6. περιγραφή του συναισθήματος της χαράς.
2. στρ. 7-9. η διαπίστωση του φευγαλέου χαρακτήρα της
Πρώτη ενότητα |
Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής περιγράφει ένα εκρηκτικό συναίσθημα που υπερβαίνει την απλή ικανοποίηση ή την ευφορία. Εξυμνεί τη χαρά. Είναι η ψυχική έξαρση, ο φλογερός ενθουσιασμός, που οδηγεί σε κατάφαση της ζωής και της πραγματικότητας. Ο χαρούμενος άνθρωπος δεν αμφιβάλλει γι αυτό που νιώθει, ούτε δυσκολεύεται να το προσδιορίσει. Τίποτε δεν έχει αλλάξει στο άμεσο περιβάλλον του, αλλά όλα φαίνονται εντελώς διαφορετικά, γιορτινά και εξαίσια (εορτάζει μαζί όλη η φύσις), γιατί είναι αυτός ευτυχισμένος και γύρω του αντανακλάται η χαρά. Κάποιες ώρες, μια στιγμή (στιγμή παραδείσου) οι φόβοι υποχωρούν, τα φαντάσματα διαλύονται, η σκέψη και η ανελέητη κρίση ημερεύουν (φεύγει ο νους και η κρίσις) και ζει κανείς με την καρδιά του και την ψυχή του (τα πάντα θεάται καλά η ψυχή σου) την πιο χαρμόσυνη περίοδο της ζωής του. Οι αγωνίες, το άγχος, οι ανασφάλειες, οι αμφιβολίες του έχουν διαλυθεί. Τον πλημμυρίζει ένα συναίσθημα ευφορίας, που αναζωογονεί και τονώνει κάθε δημιουργική του διάθεση και η ζωή είναι μια μεθυστική περιπέτεια ηδονής, μια πρόσκληση κεφιού και διασκέδασης, στην οποία οφείλει να ανταποκριθεί σαν νέος Ανακρέων. (Ο Ανακρέων υπήρξε λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (γεν. Τεω, Μ. Ασία, 565 π.Χ. ).Έργα του τα Βακχικά και τα Ερωτικά ( Ανακρεόντεια). Είναι ποιήματα, που εξυμνούν τον Έρωτα, την οινοποσία, τη χαρά, την άνοιξη, τα συμπόσια και τις διασκεδάσεις, με λίγα λόγια την ευδαιμονική πλευρά της ζωής). Το όνομα του Ανακρέοντα έγινε σύμβολο του ανθρώπου που γλεντά τη ζωή, ζει έντονα το παρόν και αρνείται πεισματικά να καταβληθεί από μελαγχολικές σκέψεις.
Στην τέταρτη στροφή προσδιορίζεται με σαφήνεια η πηγή του συναισθήματος της χαράς. Δεν πρόκειται για τη χαρά που νιώθει ένας άνθρωπος επειδή εκπλήρωσε τους πόθους του, πέτυχε μια προσωπική νίκη, υπερέβη ανέλπιστα μια σοβαρή δοκιμασία ή πραγματοποίησε ένα όνειρό του. Η χαρά του εκπορεύεται από τη νεότητα και έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά σε υπερθετικό βαθμό (άφατος χαρά-θείον νέκταρ). Είναι συνυφασμένη με το σφρίγος, τη φλόγα, την ορμή και την αθωότητα της νεότητας, που ζει μέσα στον ερεθισμό, τη ζωτικότητα και τις συγκινήσεις. Τον ψυχικό παλμό της νεότητας, που δονείται από επιθυμίες και έλκεται από την αναζήτηση και την περιπέτεια τη δίνει γλαφυρά ο ποιητής με το αισθητικό σχήμα του Βορρά που παιανίζει αγώνες ευδαιμονικής απόλαυσης και τη γεύση της ψυχικής ευφορίας την αισθητοποιεί παρομοιάζοντάς την με θείο νέκταρ.
Κανένα από τα προαιώνια προβλήματα και τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου δεν βαραίνει την ψυχή του, ούτε το αναπόφευκτο του θανάτου, ούτε το πρόβλημα του θεού. Οι μεταφυσικές ανησυχίες έχουν κατευναστεί από το χαρμόσυνο συναίσθημα της χαράς και ο άνθρωπος απαλλαγμένος από ηθικά ή ιδεολογικά διλήμματα πορεύεται με ασφαλή βεβαιότητα σε ένα αίσιο μέλλον. Βλέπει με θετικό τρόπο ό,τι τον περιβάλλει, μπορεί να αντιμετωπίζει τα πάντα με χαμόγελο, η ψυχή του είναι ικανή μόνο για το ευγενές και το καλό (αναλύεται εις μύρον). Με τη χαρά έχει κερδίσει όχι μόνο έναν σπάνιο θησαυρό, όπως εύστοχα αποτυπώνεται στην έκτη στροφή αλλά και έναν ακριβό εαυτό.
Δεύτερη ενότητα |
Πριν όμως χορτάσει το απόλυτο συναίσθημα της ευφορίας και της
ψυχικής ανάτασης, η χαρά χάνεται σαν αστραπή αφήνοντάς τον μετέωρο στο κενό και
απεγνωσμένο να προσπαθεί να βρει και να ορίσει ένα σκοπό ζωής. Κάνει μια επώδυνη ανακάλυψη. Η
χαρά ούτε διαρκεί πολύ, ούτε εμφανίζεται συχνά. Το συναίσθημα της ευφορίας και
της πληρότητας παραχωρεί τη θέση του στη θλίψη (φευ) και τη στέρηση. Το ψυχικό αίτημά του, για να συνεχίσει να ζει είναι
να παρατείνει όσο το δυνατόν τη μεθυστική αυτή συγκίνηση.
Όμως είναι ανέφικτος ο πόθος του. Βρίσκεται, λοιπόν, σε αδιέξοδο. Ψάχνει να βρει ψυχικό καταφύγιο, κίνητρο για νέες δράσεις, ή έστω τη θαλπωρή μιας ιδέας. Το ερώτημα που θέτει (πώς θα ζήσω;) προβάλλει την απογοήτευσή του, την υπαρξιακή του αγωνία, τον προβληματισμό του. Εκφράζει μια θρησκευτική βεβαιότητα, που απαλύνει την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας και αποζημιώνει τον άνθρωπο για το μαρτύριο της πεπερασμένης ζωής του: στη μεταθανάτια ζωή θα μπορεί να χαρεί απόλυτα, να μεθύσει από χαρά και ό,τι ζει σ’ αυτόν τον κόσμο είναι απλώς μια πρόγευση του απόλυτου, που ορίζει ο Θεός. Σύμφωνα με τη Χριστιανική θρησκεία ο ενάρετος και πιστός χριστιανός θα αξιωθεί τον παράδεισο και θα αποζημιωθεί τότε με αιώνια, αδιατάραχτη γαλήνη και πρωτόγνωρη χαρά. Όμως ο ποιητής φτάνει στην τελευταία στροφή να απαξιώνει το δώρημα της ζωής. Δεν έχει την πίστη ότι μια άλλη ανώτερη, τέλεια ζωή τού μέλλεται. Διακηρύσσει ότι η χαρά και η ευτυχία είναι φευγαλέα, άπιαστα, ανεκπλήρωτα όνειρα, ευσεβείς πόθοι, που καλλιεργούν απατηλές προσδοκίες, θρέφουν αυταπάτες και όταν μοιραία παρέλθουν, απομένει η αβάσταχτη θλίψη, η στενοχώρια, η πλήξη και η ανία. Ο άνθρωπος τότε είναι πιο μόνος από ποτέ, καταδικασμένος να νοσταλγεί και να στερείται δια βίου και εύχεται να μην είχε παρασυρθεί ποτέ από τις σειρήνες της ευτυχίας, γιατί τότε θα διατηρούσε τουλάχιστον τη φλόγα της ελπίδας και τη βούλησή του ακέραια.
Όλο το ποίημα πλέκεται γύρω από μια αντίθεση. Η χαρά είναι αυτό που ποθεί στους πρώτους έξι στίχους και αυτό που απεχθάνεται στους επόμενους. Αφού ζωγραφίζει πολύχρωμη τη χαρά και την ευτυχία, μελαγχολεί και με στοχαστική διάθεση την αποκηρύσσει και την καταδικάζει, γιατί παραπλανά τον άνθρωπο και υπόσχεται μια ζωή ονειρεμένη, που δεν υπάρχει. Η ευτυχία είναι γι’ αυτόν μια προαναγγελθείσα θλίψη.
Γλώσσα |
Το ποίημα είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα, προσιτή στον καθένα και κατανοητή, κοσμημένη με αρκετά στολίδια ύφους: μεταφορές «η ψυχή αναλύεται εις μύρον», «των πόθων βορράς παιανίζει», προσωποποιήσεις « η νεότης σε ποτίζει θείον νέκταρ»,παρομοιώσεις «ως ονείρων» «ως ευρών…οδοιπόρος», «καθώς αστραπή», υπερβατά σχήματα «αναπάλλει το στήθος γλυκύ» «και θανάτους θεούς λησμονείς».
Είναι, ωστόσο, φανερή η έλλειψη τεχνικής αρτιότητας και εκφραστικής ευχέρειας, που θα καλλιεργήσει αργότερα, κατά την ώριμη δημιουργική του περίοδο, ο ποιητής. Μπορεί κανείς να εντοπίσει άτεχνες εκφράσεις, όπως «και μεθύσκεις εντός ηδονής ως ονείρων» ή πρόχειρους αταίριαστους συνδυασμούς λέξεων «λαμπρά σε ποτίζει νέκταρ», «και καλείσαι και είσαι εκεί» και την έντονη κακοφωνία στο στίχο «και των πόθων ευώδης βορράς», το νόημα του οποίου, αν απαγγελθεί, είναι ακατάληπτο, αλλά και το ακουστικό ερέθισμα κατά την εκφορά του είναι δυσάρεστο. Αξιοσημείωτα είναι τα πολλά σημεία στίξης, θαυμαστικά, παύλες, αποσιωπητικά. Γενικά η γλώσσα είναι στομφώδης και άκαμπτη. Στις αρετές του ποιήματος πάντως εκτός από το ενδιαφέρον θέμα πρέπει να προσμετρηθεί η επιτυχής παράσταση του συναισθήματος της χαράς, η αισθητοποίησή της καθώς και το γεγονός ότι δίνει την εντύπωση αυθόρμητης εκδήλωσης συναισθήματος και στοχασμού.
Άκου:
Ύφος |
Λυρικό, ρητορικό, υπερβολικό, πομπώδες, σε μερικά σημεία μελαγχολικό, με έντονα τα γνωρίσματα του βυρωνικού ύφους.
Μετρική |
Το ποίημα αποτελείται από εννέα τετράστιχα σε τροχαϊκό μέτρο, με τομή μετά την τέταρτη συλλαβή, ομοιοκαταληξία σταυρωτή, με στίχους που ποικίλλουν ως προς τον αριθμό των συλλαβών. Διαπιστώνονται ελαττώματα στο στίχο, όπως οι συνιζήσεις ακόμα και η ψαλιδισμένη συλλαβή στην έβδομη στροφή «αστραπή τις περά…», για τις ανάγκες της ομοιοκαταληξίας, ενώ συνηθίζει να κλείνει το στίχο με το ρήμα, επιλογή που συνιστά στιχουργική ευκολία.
Γ΄ μέρος
Παράλληλα κείμενα ( ενδεικτικοί άξονες προσέγγισης )
1. Ιωάννης Γρυπάρης, Τρελλή χαρά.
Με γυμνό πόδι στα πλούσια λουλούδια
Με ξέπλεγα στις αύρες τα μαλλιά της
Πετά η τρελλή χαρά με τα τραγούδια
Παιδούλα δροσερή σα μοσχομπάτης
Σαν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
Τινάζει απ΄ τα πολύχρωμα φτερά της
Και στα τετράξανθά της τα πλεξούδια
κάτι αναφέγγει σα μεσημεριάτης.
Και τη χαρά της δεν κρατάει στα στήθια,
Μα εκεί που τρελλά κράζει: τι μου λείπει;
Νά σου πετιέται από τα κουφολίθια
Η γριά Ηχώ και της φωνάζει: η λύπη!
Είμαι γριά και ξέρω: μόνον αν πάθεις
μπορείς και τι ‘ναι η χαρά να μάθεις.
Ερωτήσεις:
1. Στη «Χαρά» του Βασιλειάδη διαπιστώσαμε μια χαρακτηριστική αντίθεση/ ανατροπή. Υπάρχει αντίστοιχο φαινόμενο στο ποίημα του Ι. Γρυπάρη;
2. Ποιο είναι το θέμα που απασχολεί το ποιητικό υποκείμενο; Να σχολιάσετε τη χρήση του α΄ενικού προσώπου στην τελευταία στροφή.
3. Συμφωνείτε με το γνωμικό της τελευταίας στροφής;
2. Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Χαρά», Νηπενθή (1921), Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1984.
«Χαρά»
Ελπίζω το λουλούδι και απ’ τα σχίνα
Γελάει το χλόισμα σαν τον έρωτά μου
Το πεύκο παίζει αβρό με την ακτίναΘα ευώδιασαν οι τάφοι κλίνες γάμου
Παλμός του δάσου, φεύγει μια ελαφίνα
Και δίπλα που ξαπλώσαμε δω χάμου
την ψυχούλα τους στάζουν άγρια κρίνα
κι ανοίγει, ρόδο αιμάτινο η χαρά μου.
Τη βλέπω-στα μαλλιά σου πνέει- την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως να ‘βρα
Το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
Πια δεν πονώ μηδέ την ανεμώνη.
Στη γης η ερωτοπάλη που τη λιώνει,
Καθώς ορμάω για να σου πιω τα χείλη.
Ερώτηση: Πώς προβάλλεται το συναίσθημα της χαράς σε κάθε ποίημα;
4. Δες κι αυτό:" Η υπεράσπιση της χαράς
5. Η γελαστή καρδιά, Τ. Μπουκόφσκι
Συμπληρωματικές ερωτήσεις:
1. Όπως είναι γνωστό, ο Διαφωτισμός έδινε διέξοδο στη λογική/ νοητική διάσταση του ανθρώπου, ενώ ο Ρομαντισμός στη συναισθηματική/ ψυχολογική. Μπορείτε να διακρίνετε στο ποίημα του Βασιλειάδη τα ουσιαστικά στοιχεία εκείνα που φανερώνουν τον ρομαντικό χαρακτήρα του;
2. Τι σημαίνει η λέξη ‘Φαντασία…’ που επισφραγίζει την έβδομη στροφή;
3. Σταχυολογήστε όλα τα θετικά συναισθήματα που αναφέρονται ή υπονοούνται στο ποίημα και κατατάξετέ τα σε κλιμακωτή σειρά ανάλογα με την έντασή τους.
4. Ποια από τα αισθητικά μέσα του ποιητή κινητοποιούν την όσφρηση και ποια τη γεύση; Επισημάνετε τους σχετικούς στίχους.
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών:
Οι ακόλουθοι πίνακες του Zoseph Mallord William Turner αποδίδουν ζωηρά την έκρηξη της χαράς που ζωγραφίζει με τα ποιητικά του μέσα και ο Βασιλειάδης:
Sunset across the park from the terrace of Petworth house. 1827 |
· Sunset in the port 1839
Yellow and blue sunset over water 1845 |
The seine 1834 |
Fisherman at sea 1796 |
Moonlight, a study at Millbank 1797 |
·
Interior of a Romanesque church 1795 |
·
·
Δ΄ μέρος – Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου |
1. Πώς ορίζεται και πώς εκδηλώνεται το συναίσθημα της χαράς στο ποίημα.
Απάντηση:
Ο ποιητής , για να ορίσει τη χαρά επιστρατεύει ποικιλία αισθητικών μέσων, μεταφορές, ονειρικές εικόνες, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις και υπερβολές. Έτσι, η χαρά είναι πρόγευση Παραδείσου, γλυκό φτερούγισμα της καρδιάς, αναστολή της λογικής, πλημμυρίδα ωραίων αισθημάτων, θείο νέκταρ, ευωχία, ανείπωτο, απερίγραπτο συναίσθημα, παράφορη ευθυμία, έκρηξη επιθυμιών, πολυτιμότατο εύρημα, δώρο της τύχης, πρόσκληση σε γιορτή, μεθύσι και όνειρο.
Η ευεργετική δύναμη της χαράς διαλύει τις σκιές, την ανασφάλεια και τις φοβίες, λυτρώνει τον άνθρωπο από υπαρξιακές αγωνίες, καθησυχάζει τις μεταφυσικές ανησυχίες. Η ζωή δεν είναι πια μια σκληρή δοκιμασία αλλά μια ανέφελη, πολύχρωμη γιορτή. Η χαρά προικίζει τον άνθρωπο με αστείρευτη έμπνευση και ενεργητικότητα, τον καθαίρει από κάθε μικρότητα και ευτέλεια, τον απεγκλωβίζει από δαιδαλώδεις σκέψεις, τον καλεί να γνωρίσει το καθετί με το συναίσθημα, με πάθος κι όχι μέσω ψυχρών νοητικών διεργασιών. Ο άνθρωπος τελικά αίρεται σε ένα τέλειο πλάσμα συντονισμένο με την αρμονία και την ομορφιά της φύσης, συμφιλιωμένο με τον εαυτό του και το περιβάλλον του.
2. Γιατί ο ποιητής θεωρεί τη χαρά ειρωνεία και πώς χαρακτηρίζεται το αντίθετο της χαράς στο ποίημα;
Απάντηση:
Η χαρά είναι ένα συναίσθημα κορυφαίο στη συναισθηματική κλίμακα της ανθρώπινης ψυχής. Τη βιώνει κανείς σε απόλυτο, υπερθετικό βαθμό. Αλλιώς, δεν είναι χαρά ˙ είναι ευχαρίστηση, ευθυμία ή ικανοποίηση. Ο πυρπολικός της χαρακτήρας κάνει όλα τα άλλα συναισθήματα, που μπορεί να μην είναι τόσο μεθυστικά και ηδονικά- είναι όμως γόνιμα και πολύτιμα- να μοιάζουν υποτονικά ή και βασανιστικά. Ενώ η χαρά προϋποθέτει τον μόχθο, τη στέρηση, την αγωνία ή και τον πόνο ακόμη, ο άνθρωπος λαχταρά να γεύεται το ηδονικό αυτό δώρο της φύσης του χωρίς κανένα κόστος. Διατηρεί, εξάλλου, την ψευδαίσθηση ότι θα κρατήσει αιώνια
Όταν όμως αναπόφευκτα η χαρά εξατμίζεται, ο άνθρωπος, αφού έχει δει την άλλη πλευρά του λόφου, προσγειώνεται απότομα σε μια πραγματικότητα επώδυνη, πιο σκληρή από πριν. Θλίβεται και υποφέρει, γιατί όλα τα προβλήματά του επιστρέφουν και συγκρίνοντας ό,τι ζει με το απόλυτο μέγεθος της χαράς τού φαίνεται κατώτερο, βαρετό η αδιάφορο. Η χαρά είναι ειρωνεία της ανθρώπινης φύσης, μία υπόμνηση της τραγικότητάς της. Το αντίθετό της στο ποίημα είναι η χολή = στενοχωρία και απροσδόκητα η ανία-= η απουσία ενδιαφέροντος για τη ζωή, η πλήξη, η εξασθένηση της περιέργειας, το αίσθημα του κορεσμού, η αδιαφορία.
3. Γιατί νομίζετε ότι ο ποιητής επικεντρώνεται στην περιγραφή των στιγμών που είναι σπάνιες και διαρκούν ελάχιστα, και όχι εκείνων που – όπως ο ίδιος διαπιστώνει- κυριαρχούν στη ζωή του ανθρώπου;
Απάντηση:
Ο Βασιλειάδης δίνει το βάρος της ποιητικής του σύνθεσης στη χαρά. Αυτό μαρτυρείται κυρίως από δύο στοιχεία: α) τον τίτλο του ποιήματος β) την ανισομερή ανάπτυξη του θέματος που διαρθρώνεται σε έξι στροφές υπέρ της ηδονής της έναντι τριών υπέρ της ειρωνείας της. Ο ποιητής επιμένει πάρα πολύ στην εξύμνηση της ευτυχίας, για να επιμηκύνει με την περιγραφή του το φευγαλέο και βραχύβιο συναίσθημα και να παρατείνει τη μαγευτική αίσθηση συμπαρασύροντας και τον αναγνώστη, γιατί μεθοδεύει την ανατροπή του ύμνου στους τρεις τελευταίους στίχους.
Ο ποιητής επικεντρώνεται στο ιδανικό, σ’ αυτό που λαχταρά, αυτές τις στιγμές, για τις οποίες αξίζει κανείς να ζει. Αυτές οι μετρημένες στιγμές που διαρκούν πολύ λίγο είναι και ο λόγος που μελαγχολεί που δεν βρίσκει νόημα στη ζωή του.