Εισαγωγικές επισημάνσεις
► Το Διπλό βιβλίο είναι ένα νεορεαλιστικό μυθιστόρημα, έργο σταθμός στην ιστορία της μεταπολεμικής πεζογραφίας και από τα πλέον σημαντικά έργα που προσέγγισαν το ξεριζωμό από την πατρίδα και ως κοινωνικό φαινόμενο και ως ατομική τραγωδία. Εκδίδεται πρώτη φορά το 1953 και στην Ελλάδα στα 1976 και επανακυκλοφορεί ένα χρόνο με νέα επιμέλεια από το συγγραφέα. Το Διπλό βιβλίο έγινε ανάρπαστο. Το ελληνικό κοινό το ξεχώρισε αρχικά, γιατί η μετανάστευση ήταν ένα νωπό εθνικό δράμα και γιατί η πολιτική εξορία ήταν κοινωνικό φαινόμενο ακόμη ανέγγιχτο από τους συγγραφείς μας. Η δυναμική του έργου όμως έγκειται στο γεγονός ότι πίσω από τον επίκαιρο χαρακτήρα του θέματος, ο Χατζής ζωντανεύει όλη σχεδόν την ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Στόχος του ήταν να αναδείξει το διπλό δράμα των επάλληλων γενιών. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, η γενιά των πατέρων, θυσιάστηκε μάταια για έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο και η δεύτερη γενιά, τα παιδιά τους, αναγκάστηκε να τον αναζητήσει μακριά από την πατρίδα. Μοιραία ούτε σ΄ αυτόν τον κόσμο μπόρεσε να ενταχθεί, ούτε να επιστρέψει ποτέ στο δικό της. Οι μετανάστες ξεκομμένοι από την πατρίδα τους, όχι ως γεωγραφική περιοχή και αίσθημα, αλλά ως τρόπο ζωής και ζωντανή πραγματικότητα αγωνίζονταν μάταια να ενταχθούν στις ξένες αναπτυσσόμενες χώρες χωρίς να χάσουν τα ατομικά και εθνικά τους χαρακτηριστικά. Για να συμφιλιωθούν με τον ξένο τρόπο ζωής όμως, μοιραία ξέκοβαν από τον παλιό εαυτό τους. Αλλά και όσοι επέστρεφαν στην πατρίδα μετά από 20 ή και 30 χρόνια, έρχονταν αντιμέτωποι με ένα κόσμο αλλόκοτο και ξένο, με τον οποίο δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν. Το προσκύνημα στα πάτρια χώματα, από το οποίο αντλούσαν δύναμη στα ξένα, τούς γνώριζε μια άλλη Ελλάδα, τη μικρή Eλλάδα με τη μαγεία αλλά και με τη μιζέρια της. Ο νόστος, «το παραμύθι του Oδυσσέα για το ταξίδι της ανάγκης», όπως έγραψε κάποτε ο Χατζής, δεν μπόρεσε να επουλώσει τα τραύματα του ξεριζωμού, ούτε όμως να συγκολλήσει τις ηθικές και πνευματικές ρωγμές που άνοιξε μέσα τους η αποξένωση από την πατρίδα. Αισθάνονται τελικά μετέωροι, διχασμένοι, ξεριζωμένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. Η συντριβή και η απογοήτευση τούς οδηγεί στη μοναξιά, την απομόνωση, την εσωστρέφεια και την περιθωριοποίηση.
👇
► Το Διπλό βιβλίο συγκροτείται από ιστορίες όλες τους με θέμα τη ζωή των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Οι ήρωές του είναι όλοι τους απλά Ελληνόπουλα, χωριατόπαιδα, χωρίς υψηλή μόρφωση και χωρίς άλλη επιλογή από την αναζήτηση της τύχης τους στα ξένα, τραγικοί και ανυπεράσπιστοι. Πολλοί γυρνούν σακατεμένοι, ψυχικά, σωματικά, ηθικά και παλεύουν από την αρχή να καταλάβουν τον κόσμο που άφησαν πίσω τους και τώρα είναι τραγικά αλλαγμένος. Αγωνίζονται για δεύτερη φορά στη ζωή τους να γίνουν δημιουργικό κομμάτι μιας χώρας, αλλά αυτή τη φορά της πατρίδας τους. Ο κάθε ήρωας και η τραγική ιστορία του έχει σίγουρα ενδιαφέρον, γιατί ζωντανεύει με τη δύναμη ενός ρεπορτάζ την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, αλλά ταυτόχρονα γιατί λειτουργεί ως σύμβολο. Η ιστορία του αποτυπώνει το αδιέξοδο που αισθάνεται ο άνθρωπος σε μια πραγματικότητα, που μεταμορφώνεται διαρκώς και μεταλλάσσεται κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά, ενώ εκείνος δεν έχει τα ατομικά και τα ιστορικά εφόδια να την κατανοήσει, άρα και να την κατακτήσει. Έτσι, το ατομικό βίωμα της αλλοτρίωσής του από τη χώρα φιλοξενίας, από την πατρίδα του και τον εαυτό του ανάγεται σε καθολικό βίωμα ανέστιας περιπλάνησης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί λοιπόν ως πρόσχημα τη μετανάστευση, ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα, απτό και γνώριμο όχι μόνο στις χώρες αποστολής αλλά και στις χώρες υποδοχής μεταναστών, για να στοχαστεί το τραγικό αδιέξοδο του ανθρώπου μπροστά στην αβεβαιότητα της εξελισσόμενης κοινωνίας προόδου.
► Το Διπλό βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα με πρωτότυπη σύνθεση: Αποτελείται από 8 κεφάλαια και το ανθολογημένο στο σχολικό εγχειρίδιο ανήκει στο τρίτο. Κάθε κεφάλαιο έχει την αυτοτέλεια, τη συμμετρία, τη δομική κατασκευή ενός διηγήματος, διατηρώντας παράλληλα οργανικό δέσιμο με το προηγούμενο και το επόμενο. Οι δύο βασικοί ήρωες είναι ο Κώστας και ο Σκουρογιάννης. Το πρώτο βιβλίο περιγράφει τη δύσκολη ζωή των ηρώων, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους που τους ωθούν να αναζητήσουν την τύχη τους στα ξένα. Το δεύτερο παρακολουθεί τους ήρωες στη νέα τους ζωή στη Γερμανία (του Κώστα) ή στην επιστροφή τους στην πατρίδα (του Σκουρογιάννη) και καταγράφει την απογοήτευση και την τραγική μοναξιά τους Ο ίδιος ο Χατζής κάθε ιστορία του την επεξεργαζόταν με επιμέλεια, ώστε «όλα τα στοιχεία του κάθε διηγήματος να γίνουν κύβοι, κανονικοί κύβοι, τόσο κλειστοί και τελειωμένοι που να μπορούν να αλλάζουν θέση μέσα στο διήγημα, ώσπου να βρουν την τελική τους τοποθέτηση» και συνόψιζε το «μυστικό» του στη ρήση: «η τέχνη είναι κατασκευή».
Β. Μέρος
Α. Ανάλυση κειμένου
Θέμα
Θέμα του κεφαλαίου είναι η απώλεια της εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, όπως τη βιώνει ένα επαρχιωτόπουλο μετανάστης στη Γερμανία του 1960. Ο κεντρικός ήρωας, ο Κώστας, όπως προκύπτει από άλλα κεφάλαια του μυθιστορήματος, κατάγεται από ένα χωριό της Μαγνησίας, έχει χάσει τους γονείς του και η μονάκριβη αδελφή του ζει στην Ελλάδα και έχει κάνει τη δική της οικογένεια.
Στο ανθολογούμενο απόσπασμα ο Κώστας απευθύνεται σ’ έναν συγγραφέα και περιγράφει πώς γεμίζει τις ώρες του όταν σχολάει απ’ τη δουλειά του στο εργοστάσιο. Η εξομολόγησή του φέρνει στην επιφάνεια τη μοναξιά και την ψυχική του ερήμωση στην ξένη χώρα.
Βλάσης Κανιάρης |
Ο Τίτλος
Ο τίτλος του αποσπάσματος προέρχεται από τον τίτλο του τρίτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ο «Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερμανία, μέσα στο δάσος. Βρέθηκε-δεν ήρθε. Και μεγαλωμένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να μιλήσει καθόλου-καμιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό-να μιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους μακριά τους-δεν είχε μιλήσει με τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έμαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πώς δεν βρήκε τους ανθρώπους» Επομένως, ο Κάσπαρ Χάουζερ έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον ήρωά του, τον Κώστα. Ο Κώστας, όπως ο Κάσπαρ, βρίσκεται μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε μια χώρα, που τον περιλαμβάνει αλλά δεν την αισθάνεται δική του. Αν και περιβάλλεται από εκατομμύρια ανθρώπους, είναι τραγικά μόνος, δεν επικοινωνεί με κανένα και η πολυάνθρωπη χώρα είναι γι’ αυτόν έρημη. Όπως και ο Κάσπαρ έτσι και εκείνος είναι υποχρεωμένος να διαγράψει το παρελθόν του και να αποβάλει τις συνήθειές του, προκειμένου να τον αποδεχτούν στην κοινωνία της προόδου. Χαμένος μέσα στο πλήθος προσπαθεί χωρίς επιτυχία να αφήσει την προσωπική του σφραγίδα στα πράγματα, στα προϊόντα της εργασίας του, στις κοινωνικές του σχέσεις, στον κοινωνικό του ρόλο. Μένει όμως στο περιθώριο, χωρίς σαφή προσανατολισμό, χωρίς πίστη για το αύριο, χωρίς φωνή άρα και χωρίς κοινωνική υπόσταση.
Δομή
Το κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες με κριτήριο τις μορφές αποξένωσης που βιώνει ο ήρωας:
1. «Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο….μπαίνω στη λεωφόρο.»
► η αλλοτρίωση του Κώστα από την εργασία
2. « Στην αρχή που πρωτόρθα……της πολιτείας των ξένων»
►η αλλοτρίωση του Κώστα από το κοινωνικό περιβάλλον
Περιεχόμενο-Τεχνική
Πρώτη ενότητα
Ο ήρωας, ο Κώστας, διηγείται την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο σ’ έναν φίλο του, συγγραφέα, ο οποίος φαίνεται να καταγράφει με θερμό ενδιαφέρον τις εμπειρίες του. Η εξομολόγηση του Κώστα παίρνει το χαρακτήρα της συνέντευξης, καθώς ο συγγραφέας- συνομιλητής μετέχει αθόρυβα και μένει στη σκιά. Η ύπαρξή του δηλώνεται με τη φράση: «Κι αν θέλεις να ξέρεις», αλλά η ιδιότητά του αποκαλύπτεται στη δεύτερη ενότητα («Κύριε συγγραφέα»). Ο αναγνώστης μπαίνει έτσι στη θέση του ακροατή και προετοιμάζεται να ακούσει μια ειλικρινή, άμεση μαρτυρία, που περιλαμβάνει και τα μικρά και ασήμαντα και τα ουσιαστικά έτσι όπως έρχονται ελεύθερα στο μυαλό του αφηγητή.
Η διήγηση αρχίζει με την περιγραφή μιας τυπικής μέρας στη Γερμανία. Η χώρα προσδιορίζεται έμμεσα από το τοπωνύμιο (Μύλλερ στράσσε=οδός Μύλλερ»). Ο Κώστας μετακινείται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς το πρωί που είναι βιαστικός, αλλά το βράδυ απολαμβάνει τον περίπατο στη μεγάλη πολιτεία, που του δίνει πάντα το ερέθισμα να σκεφτεί και κάποτε να ονειρευτεί. Καθώς προέρχεται από ένα μικρό χωριό της ελληνικής επαρχίας του ’60, ασυνήθιστος στη θέα μιας μεγαλούπολης, δείχνει εντυπωσιασμένος από την κατάφωτη πόλη, με τις ρεκλάμες, τα καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες. Η νυχτερινή όψη της πολιτείας περιγράφεται με ενθουσιασμό. Με παιδική αθωότητα ο Κώστας δηλώνει ότι αγαπάει τα ηλεκτρικά φώτα «περισσότερο και απ΄τον ήλιο», γιατί είναι μια χειροπιαστή απόδειξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Όπως θα αποκαλύψει αμέσως μετά, τα ηλεκτρικά φώτα είναι και ο τομέας της απασχόλησής του. Τα «νέα μας μάτια του δικού μας του κόσμου» τον γεμίζουν περηφάνια για την εποχή του, αλλά δεν έχει τη χαρά να νιώθει περήφανος για τη δική του συμβολή στα επιτεύγματά της.
Τους λόγους τους αποκαλύπτει, καθώς εκμυστηρεύεται την καθημερινή του συνήθεια να περνάει έξω από το ΑΟΥΤΕΛ, το κατάστημα που διαθέτει στην αγορά τα προϊόντα της δουλειάς του. Ο Κώστας εργάζεται σε εργοστάσιο κατασκευής λαμπτήρων. Αν και κοπιάζει κάθε μέρα για την παραγωγή ενός μικρού λαμπτήρα, το πιθανότερο είναι ότι δεν έχει την ευκαιρία να δει το αποτέλεσμα της δουλειάς του στο τελικό στάδιο. Ούτε βέβαια μπορεί να καμαρώσει στο εργοστάσιο το λαμπάκι των δύο κηρίων, όπως κάτω από τη λάμψη της βιτρίνας στη μεγαλοπρεπή του ποικιλία. Ο εργοστασιακός τρόπος παραγωγής έργου στη Γερμανία του ‘60 που βαδίζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προς την εκβιομηχάνιση έχει υιοθετήσει σύγχρονες μεθόδους, που αυξάνουν το κέρδος, εξοικονομούν χρόνο και ελαχιστοποιούν την πιθανότητα λάθους. Ο υψηλός καταμερισμός της εργασίας, η αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή, η τυποποίηση και το σύστημα αλυσίδα, σύμφωνα με το οποίο ο εργάτης είναι υπεύθυνος μόνο για ένα μικροσκοπικό εξάρτημα της λάμπας είναι πρωτοφανείς καταστάσεις για το επαρχιωτόπουλο από τη Μαγνησία. Ο Κώστας δεν έχει σφαιρική εποπτεία του έργου του, δεν αποφασίζει για τη μορφή του, την ποιότητά του, την τιμή, δεν ελέγχει τη διακίνησή του στην αγορά, περιορίζεται στο χειρισμό του μηχανήματος και απλώς εκτελεί εντολές της διεύθυνσης,όπως κάθε εργάτης του εργοστασίου. Και ακόμη δεν επαρκεί ο δικός του κόπος, για να φτάσει στη βιτρίνα το λαμπάκι, αλλά μοχθούν χιλιάδες άτομα, συνάδελφοι, μηχανικοί, τεχνίτες, σχεδιαστές, προμηθευτές πρώτης ύλης, με τους οποίους ενώνει τις δυνάμεις του, αλλά δεν έχει συναντηθεί ποτέ. Αυτή η νέα εποχή, που τότε ανατέλλει, είναι ασύλληπτη για το απλό παιδί από την αγροτική οικογένεια που είχε μάθει να ζει από τη γη και να χαίρεται άμεσα το μόχθο του.
Έτσι, έξω από τη βιτρίνα του ΑΟΥΤΕΛ ο Κώστας κάνει κάθε βράδυ τις ίδιες σκέψεις: Ξέρει ότι όλοι οι λαμπτήρες έχουν περάσει «από τις δικές του πλάτες». Αλλά δεν βλέπει τον εαυτό του, την προσωπική του σφραγίδα στο έργο του. Υπολογίζει ότι είναι ένας από τους διακόσιους χιλιάδες εργάτες, που κοπιάζουν για ένα λαμπάκι δύο κηρίων. Όσο μικρότερη είναι η συμβολή του στο λαμπάκι, τόσο μικρότερη αισθάνεται και την αξία του ως ανθρώπου, ως δημιουργού, ως πολίτη. (« είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ΄αυτό το λαμπιόνι / και μας χωράει»). Έτσι, απαξιώνει τον εαυτό του και αισθάνεται ταπεινός, μικρός, ασήμαντος, σαν μικρόβιο: «από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι». Από την καθημερινή του προσπάθεια δεν αντλεί χαρά, κύρος και αυτοεκτίμηση αλλά απογοήτευση. Βλέπει το λαμπάκι με θαυμασμό, αλλά δεν το θεωρεί δικό του, όπως θα ένιωθε το δέντρο που φύτεψε στο χωριό του ή το χωράφι που έσκαψε με τα χέρια του. Περιγράφει λοιπόν στο συγγραφέα με αφοπλιστική απλότητα το σχίσμα που ανοίγεται ανάμεσα σ΄αυτόν και τα έργα του, δηλαδή την αποξένωσή του από τον εαυτό του μέσω της δουλειάς του. Η φράση του «απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση μέσα σ΄αυτό το μίνι λαμπιόνι» αποδίδει πολύ παραστατικά την τραγική μοναξιά του, την ηθική συντριβή του και την πτώση του από τη θέση του δημιουργού στη θέση του αντικειμένου.
Δεύτερη ενότητα
Η στάση στη βιτρίνα κρατάει μόλις λίγα λεπτά, αλλά επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ. Αυτή η μηχανική επανάληψη των κινήσεών του συνδέεται άμεσα με τη δήλωσή του : «περπατάω με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.» Ο Κώστας περιγράφει την επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια, που είναι μάλλον βόλτα και ένα είδος εκτόνωσης και διασκέδασης. Στη μεγάλη λεωφόρο, αναλογίζεται τις στιγμές, όταν πρωτοπήγε στην Γερμανία. Είχε πολλές προσδοκίες. Περίμενε κάθε μέρα να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του με κάτι καινούργιο. Φανταζόταν ότι στην πολυάνθρωπη πολιτεία της προόδου θα του αποκαλυπτόταν ένας κόσμος θαυμαστός, περιπετειώδης: «νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο». Αντ’ αυτού, η λεωφόρος μοιάζει με το εργοστάσιο. Επικρατεί απόλυτη ηρεμία, χωρίς φασαρίες, χωρίς αναστάτωση, χωρίς εκπλήξεις, όλα δουλεύουν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή « όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες-σαν να’ ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που ’χει βάλει στη ρέγουλα: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.». Ο Κώστας παρουσιάζει την καθημερινότητα και την κοινωνική ζωή της Γερμανίας ανιαρή και προβλέψιμη. Όλοι είναι προσηλωμένοι στο στόχο της ανάπτυξης και της προόδου, που τους επιβάλλει προγραμματισμό, οικονομία δυνάμεων και υψηλή οργάνωση. Έμμεσα εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, γιατί δεν βρίσκει στη Γερμανία ένα κομμάτι από την πατρίδα: το πυρπολικό πάθος του Έλληνα, το μεσογειακό του ταπεραμέντο που οδηγεί σε ποικιλία ζωής, ανατροπές και δραματικές εναλλαγές. Στην ουσία ακόμη και με την αφελή δήλωση : «Σπάνια, σπανιότατα κανένα δυστύχημα μόνο» διαγράφει με απλοϊκό τρόπο την ψυχική απόσταση που τον χωρίζει από τα ήθη της Γερμανίας λόγω ιδιοσυγκρασίας. Είναι δέσμιος του παρελθόντος του, της ελληνικής πραγματικότητας και βιώνει άλλη μια μορφή της αλλοτρίωσης, την κοινωνική αποξένωση.
Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν κατάφερε να προσδιορίσει ένα νέο νόημα της ζωής του τώρα που βρίσκεται στον ξένο τόπο «περπατάω με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.». Όμως δεν μπορεί να βρει πώς θα απεγκλωβιστεί από τα συναισθήματα της ανίας, της πλήξης, της στέρησης, της μοναξιάς και του χαμηλού αυτοσυναισθήματος (με το κεφάλι σκυμμένο).
Το γεγονός ότι περιστοιχίζεται από εκατομμύρια ανθρώπους κάνει τη μοναξιά του απόλυτη και βασανιστική. Τα τεράστια πληθυσμιακά μεγέθη και η φυλετική πανσπερμία της Γερμανίας που έχει ανοίξει τις πόρτες της από ανάγκη εργατικών χεριών σε κάθε λαό είναι ακατανόητα και μάλλον τρομακτικά για τον Κώστα. Το παιδί του χωριού που μεγάλωσε στη θερμή αγκαλιά της κλειστής κοινωνίας του δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην αχανή Γερμανία και βρίσκει καταφύγιο στην ηθελημένη απομόνωση από τους άλλους.
Θα περίμενε κανείς ότι θα έβρισκε απάγκιο τουλάχιστον στη συντροφιά των συμπατριωτών του. Όμως, όπως ο ίδιος εξηγεί, όλοι έχουν οικογένεια, ενώ εκείνος είναι εντελώς μόνος και στη ξενιτιά και στην Ελλάδα. (Όπως προκύπτει από άλλο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, έχει χάσει τους γονείς του και έχει μόνο μια παντρεμένη αδελφή) . Στη μοναξιά του Κώστα ο συγγραφέας δίνει πολύ έμφαση, καθώς ο ήρωας εξομολογείται το παράπονό του σε μια ολόκληρη παράγραφο. («Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά να πάω, να γυρίσω κάπου») και οι λυρικοί τόνοι γίνονται σχεδόν σπαραχτικοί στη φράση: «το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα.» Ο Κώστας είναι ξεκομμένος από κάθε πατρίδα, όχι ως γεωγραφική περιοχή και αίσθημα, αλλά ως τρόπο ζωής και ζωντανή πραγματικότητα. Είναι ξεκομμένος και από την αγάπη, τη φροντίδα, τον καλό λόγο από τα δικά του πρόσωπα. Ψυχρή σχεδόν δημοσιογραφική είναι η καταγραφή του ψυχικού δράματος του ήρωα σ’ αυτό το χωρίο και ανταποκρίνεται πλήρως στη ρεαλιστική γλώσσα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Παράλληλα, όμως είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές του αποσπάσματος
Ο ήρωας αισθάνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς ούτε σ΄αυτόν τον κόσμο μπόρεσε να ενταχθεί, ούτε μπορεί να επιστρέψει ποτέ στο δικό του. Είναι μάλιστα πεπεισμένος ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Οι μόνοι δρόμοι που νομίζει ότι ανοίγονται μπροστά του είναι η μοναξιά, η ρουτίνα, η ψυχική εξουθένωση, η απομόνωση, η ήττα. Γι’ αυτό και στοχάζεται σαρκαστικά πως θα του ταίριαζε στην αναμνηστική πλάκα στο σπίτι που μένει, αντί να αναγράφεται το όνομά του, να χαραχτεί «ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.».
Με την εμπνευσμένη επανάληψη της λέξης ξένος, και την επινοημένη «ξενότερος» αποδίδεται σε υπερθετικό βαθμό η αποξένωση του Κώστα από τον εαυτό του και η μοιραία απώλεια της ατομικής και εθνικής του ταυτότητας.
Αφηγηματική τεχνική
Ο αφηγητής διηγείται την ιστορία του με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, υποκειμενική και εκθέτει προσωπικές κρίσεις. Επειδή μετέχει στην ιστορία, είναι ομοδιηγητικός αφηγητής. Ο αφηγητής δεν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη. Ο Χατζής έχει επινοήσει το πρόσωπο του φίλου - συγγραφέα, ο οποίος θα αναπαρήγαγε την ιστορία με το δικό του τρόπο. Η εστίαση, δηλαδή η οπτική γωνία της αφήγησης, είναι μηδενική και τα γεγονότα εκτίθενται με τη χρονολογική τους σειρά, άρα η αφήγηση είναι γραμμική.
Ο Χατζής έδινε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα, καθώς τη θεωρούσε το πιο δυναμικό εργαλείο του ρεαλισμού. Επιμελούνταν πάντα με ζέση τα κείμενά του, με στόχο ο λόγος να πηγάζει από το ήθος του ήρωα, τις κοινωνικές καταβολές του και το μορφωτικό του επίπεδο και ασφαλώς να μην προδίδει την παρέμβαση του συγγραφέα. Επειδή όλοι οι ήρωές του είναι λαϊκοί τύποι, απλοί άνθρωποι, ξεριζωμένοι από την ελληνική επαρχία του ΄60, θα μπορούσε να παρουσιάζει χαρακτήρες γλωσσικά ισοπεδωμένους, πανομοιότυπους και τυποποιημένους. Ο Χατζής όμως κατορθώνει κάθε φορά να ανακαινίζει τη λαϊκότητα της έκφρασης και να προβάλλει την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του ήρωα. Έτσι, στο σχολικό απόσπασμα παρατηρούμε ότι αναπαριστά το λόγο του βιοπαλαιστή Κώστα, κατά τρόπο που δεν μοιάζει με άλλους ήρωές του απ΄το «Διπλό βιβλίο», π.χ. το Σκουρογιάννη. Ο Κώστας εκφράζεται με απλή, εκφραστική δημοτική («φκιάχνουμε, τότες, γινήκαμε, ρέγουλα, τίκι -τίκι, τάκα- τάκα») και μικρές σύντομες προτάσεις, πράγμα που δίνει ταχύτητα και νεύρο στην αφήγηση. Η εξομολόγησή του είναι ζωηρή και μεστή και αποκαλύπτει στα καίρια σημεία το ρομαντισμό και την ευαισθησία του. Η έκφρασή του Κώστα έχει το ρυθμό του προφορικού λόγου («Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο») και η διήγησή του ακολουθεί ελεύθερα τους συνειρμούς του («Το ΄δα σ΄ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα.»). Συνάμα με την απλότητά του ο ήρωας ανασκευάζει θαυμάσια τη γλώσσα («το κανένα σπίτι μου/ ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους /το μικροβιάκι»). Μ’ αυτά τα υλικά πετυχαίνει ο συγγραφέας να πλάσει μια ιστορία ζωντανή σαν δημοσιογραφική συνέντευξη και να την αποδώσει στη γλώσσα του «ρεπορτάζ» χωρίς να χάνει τη λογοτεχνική της χάρη.
Το ύφος ανταποκρίνεται στις αρχές του νεορεαλισμού. Είναι απλό, φυσικό, καθαρό, ρεαλιστικό, άμεσο, μελαγχολικό στην αρχή και δραματικό στη συνέχεια. Η συγκίνηση του Κώστα παρουσιάζεται συγκρατημένη, αν και θερμή και η τραγικότητά του συμπυκνώνεται στην καταληκτική φράση του κειμένου: «ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».
Μετρημένα και απλά είναι τα εκφραστικά μέσα, καθώς η ρεαλιστική γραφή του Χατζή δεν επιδιώκει να καλλωπίσει το λόγο, παρά μόνο να αποδώσει πιστά τις σκέψεις του ήρωα και να τον ηθογραφήσει. Στο απόσπασμα κυριαρχούν οι παρομοιώσεις με τις οποίες περιγράφεται η μονοτονία της ζωής του ήρωα και η αφόρητη μοναξιά του. :
Παρομοιώσεις: «σαν να ’ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο», «σαν να κοιτάζω», «σαν κάτι να ψάχνω να βρω», «σαν να ’ναι το σπίτι μου».
Μεταφορές: «το μικρό το μυαλό μου», «τα ηλεκτρικά φώτα τα βλέπουν καλύτερα», «τα νέα μας μάτια», «ψάχνω μέσα στον εαυτό μου», «το δικό μου το μικροβιάκι πρέπει να με βλέπει κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση».
Ασύνδετα σχήματα: «Άνθρωποι κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου».
Υπερβολή: «ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.
Πλεονασμός: «κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση», «μίνι λαμπιόνι».
Συνεκδοχές: «χριστουγεννιάτικο δέντρο», «πρώτες ύλες», «γνήσιος πολίτης».
Ο εσωτερικός μονόλογος που δίνεται κυρίως με τη χρήση του διαλογισμού του ήρωα και εκφράζει τις βαθύτερες ψυχικές διακυμάνσεις και σκέψεις του.
Artist: Barbara Licha |
Ενδεικτικές απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Για ποιους λόγους ο Κώστας αισθάνεται μεγάλη ψυχική και κοινωνική αποξένωση;
Ο Κώστας βιώνει την αποξένωση από πολλές πλευρές της πραγματικότητας, που θα ημέρωναν την ψυχή του στην ξενιτιά και θα έκαναν τη ζωή του ολοκληρωμένη. Κατ΄ αρχάς δεν απολαμβάνει τη χαρά της δημιουργίας και της προσωπικής έκφρασης μέσω των έργων του. Η επαναληπτικότητα, η τυποποίηση, η μηχανοποίηση, το σύστημα αλυσίδα (=κάθε εργαζόμενος συμβάλλει ελάχιστα στο τελικό προϊόν της δουλειάς), που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του στο εργοστάσιο, έχουν ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του στα έργα του, να μη νιώθει ιδιαίτερα χρήσιμος, άρα και περήφανος για την κοινωνική του προσφορά. Ζώντας στην καλοκουρδισμένη και οργανωμένη Γερμανία, που προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς στην εκβιομηχάνιση και «όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες» , δεν νιώθει ασφάλεια, αλλά πλήξη και ανία. Του λείπει το μεσογειακό ταπεραμέντο, η εκρηκτική ελληνική συμπεριφορά, με τις ανατροπές και τις εκπλήξεις της και οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ξένης χώρας τού φαίνονται ακατανόητοι.
Είναι ακόμη αποκομμένος και από την κοινωνική ζωή. Είναι μακριά από την οικογένειά του και τους συγγενείς του. Στη Γερμανία νιώθει μόνος του, όχι επειδή δεν μπορεί να κάνει φίλους, αλλά επειδή αισθάνεται ότι φίλοι του μπορεί να είναι μόνο οι συμπατριώτες του. Ακόμη και οι συμπατριώτες του όμως μετανάστες έχουν τις οικογένειές τους, έχουν ένα σκοπό για να ζουν, ενώ εκείνος κάθε βράδυ γυρίζει μόνος του στο σπίτι Περιβάλλεται από ανθρώπους, με τους οποίους δε μιλάει την ίδια γλώσσα και δεν έχουν κοινό κώδικα αξιών και όταν περπατάει το βράδυ στη λεωφόρο, νιώθει ανάμεσά τους ξένο σώμα και ακόμη χειρότερα νιώθει αόρατος. Η ψυχική και κοινωνική του αποξένωση οφείλεται στο γεγονός ότι είναι διχασμένος ανάμεσα στην πατρίδα του και τη Γερμανία και δεν έχει βρει ανάμεσα στους δύο κόσμους τη χρυσή τομή.
2. Τι είναι αυτό που κάνει τον Κώστα να παρομοιάζει του εαυτό του, τώρα που ζει κι εργάζεται στη Γερμανία, με ένα «μικρόβιο»;
Ο Κώστας εξομολογείται στο συγγραφέα τι αισθάνεται κοιτώντας τη βιτρίνα του ΑΟΥΤΕΛ κάθε βράδυ. Σκέφτεται ότι όλοι οι λαμπτήρες έχουν περάσει «από τις δικές του πλάτες». Κάνει υπολογισμούς για να προσμετρήσει πόση είναι η δική του συμβολή στο τελικό αποτέλεσμα και καταλήγει ότι είναι ένας από τους διακόσιους χιλιάδες εργάτες, που κοπιάζουν για ένα λαμπάκι δύο κηρίων. Το γεγονός τού προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό (« είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ΄αυτό το λαμπιόνι / και μας χωράει») αλλά και απογοήτευση («από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι»). Θεωρεί τη συμβολή του αμελητέα και επειδή από την εργασία του και την κοινωνική του προσφορά αντλεί και την πίστη στον εαυτό του, αισθάνεται ταπεινός, μικρός, ασήμαντος, σαν μικρόβιο. Ο Κώστας διατυπώνει με αφοπλιστικό και απλό τρόπο την ψυχική αλλοτρίωση του ανθρώπου από την εργασία του και την ηθική έκπτωσή του από τη θέση του δημιουργού στη θέση του δημιουργήματος. Η κυριαρχία της τεχνολογίας, η υπερεξειδίκευση, ο αυτοματισμός, η τυποποίηση των προϊόντων, η μαζοποίηση, που χαρακτηρίζουν τον εργοστασιακό τρόπο παραγωγής έργου, για τον οποίο κανείς δεν τον προετοίμασε, συνθλίβουν την προσωπικότητά του, εκμηδενίζουν τη χαρά της δημιουργίας και αντί ο κόπος του να γίνεται η πηγή της δύναμής του, γίνεται η πηγή της αδυναμίας του. Έτσι ο ήρωας απαξιώνει τον εαυτό του.
3. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Κώστας συμπυκνώνει με ειρωνικό τρόπο το νόημα της ζωής του στη φράση: «[…] εδώ κατοίκησε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Τι πιστεύετε ότι προκαλεί αυτή τη διαπίστωση του Κώστα;
Ο Κώστας επισφραγίζει την εξομολόγησή του στο συνομιλητή του με ένα πικρόχολο, αυτοσαρκαστικό σχόλιο : «Να μου βάλουνε κάποτε μια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε ο ξενότερος απ’ όλους αυτούς τους ξένους της πολιτείας των ξένων». Μ’ αυτά τα λόγια συνοψίζει ό,τι αισθάνεται για τον εαυτό του και τη ζωή του. Νιώθει αποκομμένος από κάθε υπαρξιακή χαρά και ανάγκη, την αγάπη, τη φιλία, την επικοινωνία, τη διασκέδαση, τη δημιουργικότητα, τα ιδανικά, την κοινωνική παραδοχή. Ζει μακριά από τον τόπο του, τη γνώριμή του καθημερινότητα, τους φίλους και τους συγγενείς του και δεν έχει κάνει οικογένεια. Στη νέα του πατρίδα νιώθει ξένο σώμα, καθώς δεν έχει αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις. Υποφέρει από ιδεολογική και συναισθηματική σύγχυση, καθώς αποκολλήθηκε από το γνώριμο αγροτικό τρόπο ζωής και εντάχθηκε απότομα σε μια υπερσύγχρονη βιομηχανική κοινωνία με ανεξιχνίαστους και ακατανόητους νόμους. Από τη δουλειά του απολαμβάνει μόνο το δικαίωμα να ζει ανεξάρτητος, αλλά τα έργα του του είναι ξένα, αφού δεν έχει το γενικό τους έλεγχο. Ακόμη και από το χρόνο είναι αποξενωμένος, καθώς η αδυναμία του να προσδιορίσει στόχους κάνει τις μέρες πανομοιότυπες και τη ζωή ανούσια και βασανιστική. Ο Κώστας φοβάται την ολοκληρωτική αλλοτρίωσή του και την οριστική απώλεια της ταυτότητάς του. Εκφράζει λοιπόν την υπαρξιακή αγωνία του γιατί δεν νιώθει κύριος της ζωής του και την απαισιοδοξία του ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Μιλώντας έτσι απαισιόδοξα, αν και είναι ακμαίος και νέος για να αλλάξει τη ζωή του, κάνει έμμεσα μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια περισσότερο προς τον ίδιο του τον εαυτό. Τα λόγια ωστόσο που διατυπώνει σαν «μότο» της ζωής του, για να χαραχτούν έξω απ΄το σπίτι του, τον διακρίνουν από το πλήθος, του δίνουν έστω και με πικρό σαρκασμό αυτό που του στερεί η πραγματικότητα: ένα προσωπικό στίγμα («ο ξενότερος απ’ όλους»).
4. Ο Κώστας είναι ένα απλοϊκό πρόσωπο, με λαϊκή καταγωγή. Να εντοπίσετε λέξεις και φράσεις του κειμένου όπου φαίνεται αυτό.
Ο Κώστας είναι ένας άνθρωπος απλός, με λαϊκή καταγωγή, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση και χωρίς πλούσιες κοινωνικές εμπειρίες. Τις λαϊκές καταβολές του αποκαλύπτει πρώτα από όλα και με τον πιο άμεσο τρόπο η γλώσσα. Εκφράζεται με απλές, σύντομες προτάσεις, μεστές από νόημα, χωρίς να περισσεύει ούτε μια λέξη. («Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο»). Περιγράφει τα συναισθήματά του χωρίς να τα κατονομάζει αλλά με παραστατικές εικόνες και η αγνότητά του αποτυπώνεται στα λόγια του: «Κι αν θέλεις να ξέρεις εγώ πολύ τ’αγαπάω τα φώτα της πόλης». «Είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ΄αυτό……..Και μας χωράει». Ο λόγος του είναι ευθύβολος και καίριος, όπως είναι συνήθως ο λόγος των ανθρώπων με βιωμένη και όχι δανεισμένη σοφία : «εδώ κατοίκησε ο ξενότερος απ’ όλους αυτούς τους ξένους της πολιτείας των ξένων», « μίνι λαμπιόνι», «τίκι –τίκι τίκι –τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο», «Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα». Χειρίζεται με ελευθερία τη γλώσσα και ανασκευάζει τις λέξεις και τους συντακτικούς τρόπους με τρόπο που ξαφνιάζει ευχάριστα: «το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα, «Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα» «ξενότερος». Επίσης, χρησιμοποιεί και κάποιους λαϊκούς και ιδιωματικούς τύπους: «φκιάχνουμε, βάλε και τις πρώτες ύλες, άμα σκολάσω, ρέγουλα, τις δικές μου πλάτες».
(βλέπε περισσότερα στην ενότητα «Γλώσσα» )
Άκουσε το μουσικό κομμάτι. Το βρίσκεις σχετικό με το κείμενο;
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
* Δείτε το εικαστικό έργο του Βλάση Κανιάρη και εξηγήστε τη σύνδεσή του με τη ζωή του Κώστα, όπως αυτή περιγράφεται στο απόσπασμα του Δ. Χατζή.
Βλάσης Κανιάρης, Εγκατάσταση από την περιοδεύουσα έκθεση στη Δυτική Γερμανία «Gastarbeiter-fremdarbeiter» |
Ο ακέφαλος άντρας του Βλάση Κανιάρη αρχικά ξενίζει και σοκάρει τον παρατηρητή. Το εικαστικό μήνυμα όμως του καλλιτέχνη είναι άμεσο και ευθύβολο, όπως και το αφήγημα του Χατζή. Ο Κανιάρης προσπαθεί να αισθητοποιήσει την απώλεια της προσωπικής και εθνικής ταυτότητας, που βιώνει κάθε άνθρωπος που απομακρύνεται βίαια από τον τόπο του, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Όποιος εγκαταλείπει την πατρίδα του, την οικογένειά του, την οικεία του καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής του, τις βιωμένες αξίες του, στην πραγματικότητα «αποκεφαλίζεται». Αποκόπτεται από τις συνήθειές του, τον προσωπικό και εθνικό του πολιτισμό και αποπροσωποποιείται. Έχει μαζί του τις λίγες υλικές αποσκευές του, αλλά δεν έχει τα ηθικά, μορφωτικά και πρακτικά εφόδια, για να κατανοήσει τον ξένο τρόπο ζωής, να τον αφομοιώσει δημιουργικά και να ενταχθεί στη νέα κοινωνία, χωρίς να χάσει τον εαυτό του. Στην ουσία φεύγοντας για να ζήσει σε μια ξένη χώρα, αφήνει πίσω του την ψυχή του, το «πρόσωπό» του και ζει διχασμένος ανάμεσα στη χώρα της καρδιάς και τη χώρα της ελπίδας.
Βάνα Δουληγέρη