} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

14.7.21

Με το λεωφορείο, Τ. Καλούτσας- Ανάλυση


Διαβάστε το κείμενο
εδώ

Α. Ανάλυση κειμένου

Εισαγωγικές επισημάνσεις

Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Το καινούργιο αμάξι (1995). Με βάση τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες και τους κοινωνικούς προβληματισμούς που καταγράφει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι γράφτηκε κατά το διάστημα 1991-1994. 

  Διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, όπως και οι 56 ιστορίες, που εξέδωσε ο Καλούτσας. Η πόλη του, ιστορική προσφυγούπολη,  υποδέχτηκε λόγω της θέσης της, κατά τη μακρά ιστορική της διαδρομή, πολλές φορές εκπατρισμένους Έλληνες και ξένους, με αποκορύφωμα τον ξεριζωμό μετά τη   Μικρασιατική καταστροφή. Η τελευταία φορά που συνέρρευσε στη Θεσσαλονίκη μαζικό κύμα προσφύγων  ήταν κατά το διάστημα  1990- 1991, όταν τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα των ανατολικών καθεστώτων κατέρρευσαν, αναγκάζοντας τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το χειμαζόμενο τόπο τους και να αναζητήσουν   καλύτερη τύχη σε  χώρες με σταθερή και αναπτυσσόμενη  οικονομία. Ανάμεσά τους υπήρξαν πολλοί απόγονοι Ελλήνων Ποντίων, που είχαν εγκατασταθεί στα παράλια του ρωσικού Πόντου, για να γλιτώσουν από τους σκληρούς διωγμούς, που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Τούρκοι στην αρχή του Εικοστού αιώνα. (βλέπε περισσότερα για το θέμα στην ενότητα «Για ένα παιδί που κοιμάται» αυτού του βιβλίου).

 

Θέμα

Το διήγημα περιγράφει  τις ανησυχίες ενός αστυνομικού διευθυντή των Μ.Α.Τ. ( του κυρίου Μ.) για την κοινωνική ένταξη  των Ελληνοπόντιων προσφύγων. Ειδικότερα, ο Κος Μ. αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο, κάτι που δεν συνηθίζει, λόγω βλάβης του αυτοκινήτου του. Βρίσκεται έτσι ανάμεσα σε Ρωσοπόντιους πρόσφυγες και έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει πόσα κοινά στοιχεία τούς συνδέουν με τους Έλληνες ντόπιους. Η εμπειρία της κοινής διαδρομής στο λεωφορείο τον ευαισθητοποιεί περισσότερο απέναντι στα προβλήματα αυτής της κοινωνικής ομάδας. Ο τίτλος συνδέεται με τον κύριο χώρο της ιστορίας αλλά και με  την αφόρμηση των προβληματισμών του κεντρικού ήρωα.

 

Τίτλος

Το αστικό λεωφορείο της γραμμής γίνεται  χώρος  κοινωνικής παρατήρησης της προσφυγικής ψυχολογίας  και  αφορμή προβληματισμού σχετικά με  τις διαφαινόμενες κοινωνικές μεταβολές. Το λεωφορείο ως μαζικό μέσο λαϊκών και φτωχών ανθρώπων  δίνει την ευκαιρία στον Κο Μ. να γνωρίσει την άλλη πλευρά της πόλης και   στο συγγραφέα τη δυνατότητα να αποτυπώσει με ρεαλισμό  την κατάσταση.

 

Δομή

Το διήγημα δομείται στις ακόλουθες νοηματικές ενότητες:

α) «Τηλεφώνησε στη γυναίκα του…αρκετά χρόνια νεότερός του» η πρώτη επαφή με τους πρόσφυγες μέσα στο λεωφορείο.

β) «Σε λίγο ξεκίνησαν…θα άρχιζε δίαιτα»  οι ανησυχίες του κυρίου Μ. για τους Ελληνοπόντιους.

γ) «Έπειτα από στάσεις…να φροντίσει τα λουλούδια του»  η συνάντηση με το γέροντα πρόσφυγα.

(Σημ: Ενδεχομένως, η διάκριση μπορεί να προχωρήσει και σε περισσότερες ενότητες, θεωρούμε ωστόσο ότι η μεγάλη έκταση του διηγήματος επιβάλλει  τη σύντμηση ως πιο λειτουργική για τη διδασκαλία ).

 

 Περιεχόμενο –Τεχνική

 

Πρώτη ενότητα

Ο κύριος Μ. έχει την ευκαιρία, λόγω της βλάβης του αυτοκινήτου του, μετά από πολλά χρόνια να συνευρεθεί στο λεωφορείο με ανθρώπους του μεροκάματου, Έλληνες πρόσφυγες από τα ρωσικά παράλια του Πόντου.  Ο συγγραφέας, που διατηρεί και το ρόλο του αφηγητή,  δίνει λίγα αδρά στοιχεία για την ταυτότητα του κεντρικού προσώπου, την οικογενειακή του κατάσταση και την επαγγελματική του ιδιότητα.  Ο Καλούτσας επιλέγει να συστήσει τον ήρωά του μόνο με το  αρχικό του, « ο Κος Μ.» , δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα συνωμοσίας με τον αναγνώστη και δίνοντας περισσότερη αληθοφάνεια στην ιστορία του, σαν  να παρασιωπά τα στοιχεία του ήρωα, για να μην είναι  αναγνωρίσιμος  μέσα στο πλήθος της πόλης.

Το διήγημα θίγει ένα από τα καίρια ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας: τις δυσκολίες της κοινωνικής  ένταξης των προσφύγων, τις εκδηλώσεις ρατσισμού εναντίον τους, καθώς και τις επιθετικές μεθόδους, που μετέρχονται καμιά φορά οι ντόπιοι, για να τους περιθωριοποιήσουν. Έτσι, η επιλογή ενός αστυνομικού διευθυντή των ΜΑΤ ως κεντρικού ήρωα ξαφνιάζει σκόπιμα τον αναγνώστη. Το επάγγελμα του Κου Μ. είναι συνδεδεμένο με την αποκατάσταση της τάξης με την επιβολή ακόμη και βίαιων μέσων. Θα αποδειχθεί όμως ένας πολύ θερμός φίλος των προσφύγων, αυστηρός κριτής των ξενόφοβων συμπολιτών του, απροκατάληπτος και  καλλιεργημένος άνθρωπος. Ο Καλούτσας φαίνεται να προκαλεί τον αναγνώστη να υπερβεί τα στερεότυπά του και όσον αφορά στους Ελληνοπόντιους αλλά και όσον αφορά στο χαρακτήρα του αστυνομικού και να μετρήσει το ελεύθερο πνεύμα του.

Η πρώτη ενότητα έχει διττή λειτουργία: Αναπαριστά την ανεπιτήδευτη  συμπεριφορά των προσφύγων σε μια σκηνή της καθημερινής τους ζωής και θέτει τα θεμέλια της ηθογράφησης του Κου Μ. Ο συγγραφέας ζωντανεύει με χιούμορ και ρεαλισμό μια χαρακτηριστική σκηνή της ελληνικής καθημερινότητας, πολύ οικείας στον μέσο αναγνώστη. Ένα απείθαρχο πλήθος συνωστίζεται στη στάση του λεωφορείου, συνωθείται, διαγκωνίζεται, τσαλαπατιέται, για να εξασφαλίσει μια θέση στους καθήμενους.  Ο συνωστισμός και ο ήλιος του μεσημεριού κάνουν μια γυναίκα να παραπονείται για την κακοσμία. Το περιστατικό δίνει στον  συγγραφέα την ευκαιρία  να υπαινιχθεί ότι ένα από  τα συνήθη κακόβουλα σχόλια των ξενόφοβων εναντίον μεταναστών και προσφύγων είναι η  μίζερη και απωθητική τους εμφάνιση.

Εκείνος παρατηρεί τους πρόσφυγες και τους αναγνωρίζει από τα ιδιαίτερα φυλετικά τους χαρακτηριστικά « η κοψιά, οι φάτσες, οι φωνές». Τα γνωρίσματα αυτά δεν σημειώνονται με καμία υποτίμηση, αλλά αναδεικνύουν  τόσο την ερευνητική του κλίση ως αστυνομικού, όσο και το πηγαίο κοινωνικό του ενδιαφέρον, που θα επαληθευτεί και στη συνέχεια.  Αντί να προσπεράσει αδιάφορα τον συγχρωτισμό του με τους πρόσφυγες και να χαθεί απορροφημένος στις σκέψεις του, λόγω της μεγάλης διαδρομής, ο Κος Μ. επεξεργάζεται αυτήν την εμπειρία με ζέση και γνήσια κοινωνική  ευαισθησία. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν ενοχλείται από την αυθαίρετη κατάληψη των θέσεων από τους πρόσφυγες, που τον υποχρεώνουν να σταθεί όρθιος σε πολύωρη διαδρομή. Δεν κάνει χρήση ούτε του αξιώματός του, αφού η πράξη εκτός από ενοχλητική είναι και παράνομη. Ο αφηγητής προλαβαίνει τις απορίες μας και τονίζει: « μόνο που του πέρασε αυτή η σκέψη, ένιωσε αλλεργία. Ποτέ δεν θα έπεφτε τόσο χαμηλά.» Έτσι, ο συγγραφέας μάς καλεί να δούμε τον ήρωά του ως έναν ακέραιο χαρακτήρα, αξιοπρεπή, υπομονετικό, ήπιο και με ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ. Ο Κος Μ. διακρίνει στην εγωκεντρική και ατίθαση συμπεριφορά τους τη «γνήσια ρωμέικη» φύση. Η όλη κατάσταση  τού φαίνεται κωμική, πράγμα σπάνιο και για αξιωματικό της Αστυνομίας και για Έλληνα, που έχουν συνήθως άλλα αντανακλαστικά. Ο συγγραφέας όμως κεντρίζει τον αναγνώστη να δει τα πρόσωπα έξω και πέρα από τη συνήθεια και τις προκαταλήψεις του. Συνάμα, τον καθοδηγεί να δει ότι η προσφυγιά είναι ένα δράμα που μπορεί να συγκινήσει ακόμη κι έναν άνθρωπο ψημένο στη ζωή, που έχουν δει τα μάτια του πολλά.

 

Δεύτερη ενότητα

   Ο κύριος Μ. παρατηρεί τους πρόσφυγες και μαζί του και ο αναγνώστης, χάρις στην ολοζώντανη και λεπτομερή περιγραφή. Οι πρόσφυγες μιλούν ζωηρά, υπογραμμίζουν τα λόγια τους με χειρονομίες, αστειεύονται, επιβάλλουν στους άλλους τη μουσική τους, «στήνουν πηγαδάκι» στο λεωφορείο. Η ευθυμία, η εξωστρέφεια, η εκφραστικότητά τους, ο αλέγκρος  χαρακτήρας τους, ακόμη και ο ατομικισμός τους είναι γνώριμα στοιχεία και της ελληνικής κοινωνικής συμπεριφοράς.  Το ντύσιμό τους προβάλλει τη φτώχεια τους και οι μουσικές τους επιλογές υπονοούν την έλξη και εκείνων, όπως και  πολλών Ελλήνων άλλωστε, από τα αμερικάνικα πολιτιστικά προϊόντα. 

Ο κύριος Μ. σκέπτεται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες  και αναρωτιέται αν θα καταφέρουν να προσαρμοστούν απόλυτα στην ελληνική πραγματικότητα, να ενσωματωθούν στη  ελληνική κοινωνία και να προκόψουν. Συλλογίζεται τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν: πρώτον την ξενοφοβία μερικών συμπατριωτών του «πολλούς τους φόβιζε η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί».  Δεύτερον,  ότι καμιά πολιτική και πνευματική ηγεσία δεν προέβλεψε και δεν προετοίμασε  το έδαφος, ώστε να κοινωνικοποιηθούν ομαλά οι ξεριζωμένοι. Αναλογίζεται τη φυσική τους ευγένεια, τους φιλικούς  τους τρόπους, θυμάται ότι πρώτοι εκείνοι χαιρετούν τους ντόπιους κάνοντας προσπάθεια να τους προσεγγίσουν και να τους γνωρίσουν. Αντίθετα, η «κοινωνία αυτής της πόλης έμοιαζε να περιφρουρεί ζηλότυπα τα άδυτά της» και να ανέχεται τους πρόσφυγες, μόνο αν δεν συγχρωτίζεται μαζί τους στο σπίτι, στη δουλειά, στη γειτονιά. Ο Κος Μ. θυμάται τα φτωχικά νεανικά του χρόνια, όταν και εκείνος ζούσε σε «μια πατωμένη κάμαρη», σαν αυτά τα άθλια  ερειπωμένα υπόγεια, που ακριβοπληρώνουν τώρα οι πρόσφυγες και νιώθει για τη νέα φτωχολογιά ψυχική και συναισθηματική συγγένεια. Αναρωτιέται ποιες μπορεί να είναι οι λύσεις για την κοινωνική τους ένταξη και αναγνωρίζει ότι οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, η ανέχεια, η κοινωνική απόρριψη και η περιθωριοποίηση τούς εξωθούν πολλές φορές στο έγκλημα και την παρανομία.

Παρ΄ όλες τις αντιξοότητες όμως αισθάνεται αισιόδοξος για το μέλλον τους. Βασίζει την αισιοδοξία του στα προσωπικά του βιώματα, στην ιστορική του γνώση, στο ρωμαλέο χαρακτήρα των προσφύγων και την προσαρμοστικότητα του Έλληνα.  Όπως η παλιά φτωχολογιά (ανάμεσά τους και ο ίδιος)  τα είχε καταφέρει και είχε προοδεύσει, είχαν σπίτια, αυτοκίνητα και τα εξοχικά τους, έτσι μπορεί να συμβεί και μ’ αυτούς. Όπως οι πρόσφυγες του 1922 μετά την μικρασιατική καταστροφή ρίζωσαν, διακρίθηκαν και έδωσαν νέα πνοή στην Μητροπολιτική Ελλάδα, έτσι και οι Ελληνοπόντιοι αλλά και οι μετανάστες μπορούν να επιβεβαιώσουν άλλη μια φορά τη ρήση του Βενιζέλου ότι «είναι ένα υπέροχο ανθρώπινο υλικό». Αξιοσημείωτη είναι η «εξωφρενική σκέψη» του ήρωα. Η σουρεαλιστική εικόνα του λεωφορείου, που αποκόπτεται από το κοινωνικό περιβάλλον και τον πολιτισμό, συναρτάται με τον ξεριζωμό  των προσφύγων από την πατρίδα τους. Το ερώτημα αν «θα κατάφερναν άραγε να δημιουργήσουν έναν αυτεξούσιο πυρήνα ζωής» αφορά φυσικά στους πρόσφυγες.

Και ο Κος Μ. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ασφαλώς θα τα κατάφερναν», γιατί είχαν «τη νιότη, την υγεία και κάτι από την αρετή των προγόνων τους». Μ΄αυτό ο συγγραφέας υπονοεί τον ευπροσάρμοστο και πείσμονα χαρακτήρα του Έλληνα που όταν δοκιμάζεται, αντί να αποθαρρύνεται,  μεγαλουργεί. Στη συνέχεια, ο Κος Μ. παρατηρώντας  τη ρώμη και το σφρίγος των προσφύγων,  αποφασίζει να κάνει δίαιτα, για να απαλλαγεί από τα σημάδια της καλοπέρασης.

 

Τρίτη ενότητα

Η Τρίτη ενότητα έρχεται να προσθέσει στο κοινωνικό φαινόμενο της προσφυγιάς που γενικευμένα και αποπροσωποποιημένα παρουσιάστηκε έως τώρα, την εξατομικευμένη περίπτωση,  το μοναδικό , το προσωπικό βίωμα. Τη θέση του ανθρωποσωρού στο λεωφορείο παίρνει ένα γεροντάκι. Ο Κος Μ. έχει αποβιβαστεί και ξαποσταίνει πια κάτω από τη μιμόζα της αυλής του. Το γεροντάκι, κυρτωμένο από τα χρόνια και τις  κακουχίες, βαρήκοο και κουρασμένο κοντοστέκεται στην αυλή και ρωτάει για τη μιμόζα. Η μιμόζα γίνεται η γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο άγνωστους άνδρες. Ακολουθεί ένας σύντομος διάλογος που αποκαλύπτει ότι ο πόνος για τα χώματα της πατρίδας είναι πόνος που δεν ξεπερνιέται ποτέ. Ο γέροντας πρόσφυγας νοσταλγεί ακόμη το σπίτι που άφησε, τη δική του αυλή και το ευωδιαστό καράμισι, που δεν άντεξε στα ξένα χώματα και μαράθηκε.   Η μιμόζα μοιάζει σαν το καράμισι, αλλά δεν είναι καράμισι. Τα λόγια του  γέροντα αποτελούν έναν   υπαινιγμό ότι και εκείνος και πολλοί της γενιάς του δεν ευδοκίμησαν στα ξένα χώματα και ότι η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή από όσο αντέχουμε μερικές φορές να δούμε. Οι σκέψεις του Κου Μ. από την άλλη μεριά  εκφράζουν την αισιόδοξη άποψη : «Το δέντρο είχε ξεπεταχτεί, σαν από θαύμα,  σε ένα παρτέρι ενάμισι μέτρο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ψήλωνε τόσο φορτωμένο ανθούς, έτοιμο να ξηλώσει το κάγκελο του φράχτηΈτσι, και οι πρόσφυγες θα ριζώσουν και θα αναπτυχθούν, μ’ όλους τους περιορισμούς και τα τείχη που υψώνονται ολόγυρά τους. (βλέπε και απάντηση 4ης ερώτησης).  Ο  Κος Μ. διακρίνει πάντως στο βλέμμα του γέροντα εκείνο «το γαλάζιο που τσαλαπατήθηκε,» την ελπίδα δηλαδή και το όνειρο μιας νέας καλύτερης ζωής.

Προσκαλεί το γέροντα για καφέ, αλλά εκείνος συνεπαρμένος από τις αναμνήσεις του και συνεσταλμένος, επειδή εξέθεσε την ευαισθησία του στον ξένο άνθρωπο (σταμάτησε απότομα σαν να ΄χε ήδη πει πολλά) φεύγει παίρνοντας μαζί του ένα κλαδάκι μιμόζας. Η συνάντησή αυτή επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις του Κου Μ. για τον αξιοπρεπή, διακριτικό και ευαίσθητο χαρακτήρα των προσφύγων. Στο μυαλό του Κου Μ. η φωτογραφία του γέροντα από το Σαχούμι  με το στρώμα στην πλάτη ταυτίζεται με το γέροντα πρόσφυγα της γειτονιάς του γράφοντας έτσι την τελευταία δραματική πινελιά στην πολύ γεμάτη μέρα του.

 

 

Ηθογράφηση του ήρωα

Ο Κος Μ. είναι άνθρωπος με σμιλεμένη κρίση, από την εμπειρία της ζωής του, τα βιώματά του, αλλά και την παιδεία  και την ιστορική συνείδηση που συστηματικά έχει διαμορφώσει. Από την ανάλυση του προσφυγικού προβλήματος και τους συλλογισμούς του διαγράφεται άνθρωπος με φυσική ευγένεια, πολιτική ωριμότητα και φιλελεύθερο πνεύμα. Υπομονετικός και ήπιος χαρακτήρας, αφού δείχνει ανεκτικότητα στην ενοχλητική συμπεριφορά των προσφύγων, έντιμος και αξιοπρεπής, γιατί δεν κάνει χρήση του επαγγελματικού του προνομίου. Ευαίσθητος απέναντι στο δράμα των προσφύγων (δεν του άρεσε καθόλου να τους βλέπει γύρω του παρατημένους, στο έλεος της τύχης τους) ελαστικός και ανεκτικός στις ιδιαιτερότητές τους. Αντίθετα, είναι καυστικός με τους συμπολίτες του και δεν δικαιολογεί την ξενοφοβία τους. Τους καταλογίζει δε ότι εκτοπίζουν στο περιθώριο τους πρόσφυγες, μην αφήνοντας τους πολλές φορές άλλη επιλογή από την παρανομία και την αυτοκαταστροφή.  Είναι ακόμη διακριτικός και ζεστός, γιατί προσκαλεί τον γέροντα πρόσφυγα στην αυλή του, φιλεύσπλαχνος, αφού χάνει ακόμη και την όρεξή του μετά τη συνάντησή τους. Φαίνεται επίσης από κάποιες λόγιες  εκφράσεις, με τις οποίες αποδίδει τους στοχασμούς του ο συγγραφέας, άνθρωπος που αγαπά το διάβασμα και δεν παραμελεί τις πνευματική του εξέλιξη.  Σε κάποιο σημείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του  αφηγητή, ο Κος Μ. εμφορείται «από οίστρο αισιοδοξίας και  ρομαντισμού».  Αυτό όμως που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στον Κο Μ. είναι η σφαιρική εποπτεία του προβλήματος της προσφυγιάς και η αυτοκριτική του στάση απέναντι σ΄αυτό.  Προσεγγίζει το θέμα και ως  κοινωνικό φαινόμενο (οι πρόσφυγες στο λεωφορείο και η ανάγκη του να σκεφτεί λύσεις ) και ως ατομικό (ο γέροντας με τη μιμόζα και η φωτογραφία στην εφημερίδα).  Αυτό αποδεικνύει την ευρύτητα της σκέψης του και την καλοπροαίρετή του φύση.

 

Γλώσσα

Ο Καλούτσας  αφηγείται την ιστορία του σε γλώσσα απλή, λαϊκή  και άμεση, χωρίς παραγεμίσματα και υπερβολές, απόλυτα  ταιριαστή στην προσωπικότητα του κεντρικού του ήρωα και τις λαϊκές καταβολές του. Ο συγγραφέας ξεπερνά τη δυσκολία που επιβάλλει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος καταλαμβάνουν οι στοχασμοί του Κου Μ. και όχι ο εκπεφρασμένος λόγος και κατορθώνει να αποδώσει τους συλλογισμούς του με γοητευτικό τρόπο διατηρώντας όμως παράλληλα τη φυσικότητα και το ρεαλισμό. Παράλληλα, αποτυπώνει τη σκέψη του ήρωα και με μερικές εξεζητημένες εκφράσεις, όπως «υφαρπάζεται, υπομειδιώντας, χθαμαλές, απασφαλίστηκε» ή άλλες ποιητικές, όπως «ξέθωρα, ακύμαντο,ψυχανεμιστούν, αλλοτινού». Έτσι, αναδεικνύει τα διαβάσματα του Κου Μ. και προβάλλει την πνευματική καλλιέργειά  του. Παρατηρούμε, επίσης, κατάχρηση του κόμματος.

 

Εκφραστικά μέσα

Στο διήγημα μπορούμε να επισημάνουμε πολλά αισθητικά μέσα, χωρίς όμως ιδιαίτερη πρωτοτυπία, μεταφορές και παρομοιώσεις κυρίως, που έχει ενσωματώσει ο καθημερινός λόγος:

Μεταφορές: « το προσφυγικό κύμα φούσκωνε και έσκαζε» «τον πήρε αμέσως σβάρνα», «πήρε το μάτι του», «ένιωσε αλλεργία», «πιαστήκαν στις πλάκες», «το ορμητικό προσφυγικό ξέσπασμα», «από πού είχαν ξεφυτρώσει όλα αυτά τα παιδιά», «μια θέση στον ήλιο», «για να γνωρίσουν αυτές οι ακτές μια καινούρια άνοιξη», «τον έτρωγε η νοσταλγία», «ένα κομμάτι από το άλλο γαλάζιο που κρύβει μέσα του»

Παρομοιώσεις: «έπαιζε σαν δαιμονισμένο», «σα να ’θελε να τις κρύψει», «σαν πατρίδα τους», «σαν επίγειο παράδεισο», «σα να ’ταν εν υπηρεσία», «σαν από θαύμα», «σαν της πορτοκαλιάς», «σαν της μηλιάς», «σαν  το βυσσινοκέρασο», «σα να μιλούσε μόνος του», «σα να ’χε ήδη πει πολλά».

Εικόνες(οπτικές και ακουστικές), όπως της περιγραφής των προσφύγων, του συνωστισμένου πλήθους στη στάση, του ηλικιωμένου πρόσφυγα, της μουσικής που κυριαρχούσε στο λεωφορείο.

Αντιθέσεις, (που εκφράζονται με εναντιωματικές προτάσεις) : «ας έκρυβαν τα αθλητικά κορμιά τους», « ας μπήκε η αστική συγκοινωνία»

Ασύνδετα σχήματα: «να υφαρπάζεται, να ανυψώνεται, να ξεβράζεται», «στην απόγνωση, την πορνεία, τα ναρκωτικά»

Παράλληλο κείμενο

1.                  Διαβάστε το ποίημα «Για ένα παιδί που κοιμάται», της Δήμητρας Χριστοδούλου από  το βιβλίο σας, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Γυμνασίου και απαντήστε στα ακόλουθα ερωτήματα:

α ) Ποια διάθεση έχει η ποιήτρια και ποια  ο αφηγητής απέναντι στους πρόσφυγες;

Β) Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει το παιδί στο ποίημα και ποια οι πρόσφυγες στο αφήγημα; (Εντοπίστε τα σχετικά χωρία.)

 

Ενδεικτικές Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

 

1.    Ποια είναι η κοινωνική σύνθεση των επιβατών και πώς περιγράφει ο αφηγητής κύριος Μ. τη γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατεί;

     

       Οι επιβάτες του λεωφορείου είναι όλοι  λαϊκοί άνθρωποι, κάποιοι ντόπιοι (η γυναίκα που παραπονείται ) και  ανάμεσά τους Έλληνες πρόσφυγες από τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, δηλαδή ομογενείς της διασποράς, που τώρα έχουν εγκατασταθεί σε κάποιο παραθαλάσσιο προάστιο της Θεσσαλονίκης. Ο αφηγητής τούς αναγνώρισε από το σωματότυπο, το ντύσιμό τους και την ομιλία τους (την κοψιά τους, τις φάτσες, τις φωνές τους).  Είναι άνθρωποι φτωχοί, αλλά αξιοπρεπείς, πολύ ζωντανοί, ζωηροί, δραστήριοι και αισιόδοξοι.

        Η περιγραφή ξεκινά από την αφετηρία και την αναμονή των επιβατών στη στάση, χωρίς να τηρείται καμία σειρά. Κατά την επιβίβασή τους στο λεωφορείο συνθέτουν «ένα πολυθόρυβο τσούρμο ανθρώπων», που  στριμώχνεται και αγωνίζεται για μια θέση, όπως όλοι. Όταν ξεκινάει το λεωφορείο, αρχίζουν  να μιλούν μεγαλόφωνα, να αστειεύονται, να σχολιάζουν συνωμοτικά με νοήματα και χειρονομίες, να καπαρώνουν θέσεις του λεωφορείου, ενώ την χαρούμενη ατμόσφαιρα συμπληρώνει ένα μαγνητόφωνο, από το οποίο ακούν δυνατά μοντέρνα χορευτική μουσική.  Ο αφηγητής περιγράφει με χιούμορ και ανάλαφρη διάθεση τη συμπεριφορά τους και την ατμόσφαιρα που επικρατεί, επειδή  είναι μια νότα δροσιάς στην καθημερινότητά του και κυρίως επειδή ο τρόπος τους προβάλλει τη γνήσια ρωμαίικη  φλέβα τους. Γι αυτό, αν και η συμπεριφορά των προσφύγων μέσα στο λεωφορείο φαίνεται ενοχλητική, για τον Κο Μ.  είναι μάλλον ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική («Στο κάτω- κάτω έβρισκε τη συμπεριφορά τους μάλλον ρωμέικη και γνήσια διασκεδαστική»).

 

2.    Ο αφηγητής καταγράφει τις εκδηλώσεις κοινωνικού ρατσισμού εις βάρος των προσφύγων. Να τις βρείτε και να τις σχολιάσετε.

 

Ο αφηγητής παρατηρώντας τους πρόσφυγες μέσα στο λεωφορείο καταγράφει ορισμένα περιστατικά κοινωνικού ρατσισμού. Τα χωρία, στα οποία αποτυπώνονται οι ξενοφοβικές τάσεις ή και οι ρατσιστικές εκδηλώσεις των ντόπιων εναντίον των προσφύγων είναι τα ακόλουθα:

·  «Η κοινωνία αυτής της πόλης έμοιαζε να περιφρουρεί ζηλότυπα τα άδυτά της, ενώ κρατούσε για τους πρόσφυγες κλειστή ακόμα και την πίσω πόρτα.»

·   «οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν τούς έσπρωχναν συχνά στην απόγνωση, την πορνεία, τα ναρκωτικά»

·  πολλούς τους φόβιζε η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, ξαφνικά τα τελευταία χρόνια.

·  Το σχόλιο ότι οι πρόσφυγες έλεγαν πρώτοι καλησπέρα μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι εκείνοι έτειναν χέρι φιλίας, ενώ οι ντόπιοι τούς αγνοούσαν, ίσως και τους απέφευγαν.

·  Τα σπίτια που τους νοίκιαζαν, ερειπωμένες τρώγλες  «μισογκρεμισμένοι σοβάδες, ακόμα και το ρημαδιακό της γωνίας» επιβεβαιώνουν την αναλγησία των ιδιοκτητών που δεν παρείχαν ούτε τα στοιχειώδη στους ενοικιαστές.

Απ΄όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάποιοι ντόπιοι μπορούσαν να ανεχτούν τους πρόσφυγες μόνον εφόσον  δεν συγχρωτίζονταν μαζί τους. Δεν καλοέβλεπαν την συνύπαρξη πολύ περισσότερο δε την ισότιμη σχέση και τη συνεργασία μαζί τους. Αντί να τους τείνουν χέρι συνεργασίας και να οργανώσουν τρόπους πολιτικής ενσωμάτωσής τους, τους αφήνουν στη μοίρα τους, «παρατημένους, κακοπαθημένους ή κυνηγημένους».   

 

 

3.    Για ποιους λόγους ο αφηγητής εκτιμά ότι «θα καταφέρουν»οι πρόσφυγες να επιβιώσουν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Γράψτε, αν θέλετε και την προσωπική σας γνώμη για το θέμα.

 

Αν και γνωρίζει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και τα τείχη που συχνά υψώνουν οι ντόπιοι μπροστά τους, ο Κος Μ.  είναι αισιόδοξος για το μέλλον τους. (Θα τα κατάφερναν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν έναν υγιή, αξιοπρεπή και αυτεξούσιο πυρήνα ζωής). Την αισιοδοξία του τη βασίζει στην ιστορική του γνώση : αφενός στο παράδειγμα των Μικρασιατών προσφύγων, που ενσωματώθηκαν ταχύτατα στην ελληνική κοινωνία, μπολιάζοντάς την μάλιστα  με νέα, δημιουργικά στοιχεία, κάνοντας τον Βενιζέλο να τους χαρακτηρίσει «υπέροχο ανθρώπινο υλικό» και αφετέρου στο δαιμόνιο της ελληνικής φυλής, (έχουν κάτι από την αρετή των προγόνων) που έχει την ικανότητα στις πιο αντίξοες συνθήκες να αντλεί δύναμη και κουράγιο και να κάνει θαύματα. Γνωρίζει την ιστορία της πατρίδας του και έχει βαθιά πεποίθηση στη  μαχητικότητα και το δημιουργικό πνεύμα του ελληνισμού, ο οποίος  όχι μόνο κατάφερε να αντέξει τα δεινά της μικρασιατικής καταστροφής, αλλά και να διαπρέψει και να γίνει στυλοβάτης της νέας Ελλάδας. Παρατηρεί  παράλληλα  την θέληση  και το σφρίγος των προσφύγων. Διακρίνει τη μεγάλη τους θέληση και την ψυχική  δύναμη. Ακόμη και τα εύθυμα τραγούδια τους είναι μια μορφή αντίστασης στη μιζέρια και την ηττοπάθεια. Βλέπει τα νιάτα τους και την υγεία τους και πιστεύει ότι θα ανθίσουν σαν τη μιμόζα της αυλής του.

Οι προβλέψεις του Κου Μ. και του συγγραφέα , που έγιναν πάνω από μια δεκαετία πριν, επαληθεύτηκαν, γιατί οι πρόσφυγες αντί να  αποθαρρυνθούν από τις δυσκολίες, πάλεψαν περισσότερο, για να επιβιώσουν  αντλώντας όλο το πείσμα και το κουράγιο τους  και έχτισαν και χτίζουν όνειρα σε μια νέα πατρίδα. Καμιά φορά ακόμη και οι επιθέσεις και τα εμπόδια που υψώνονται μπροστά τους τους προκαλούν να τα υπερβούν. Συνενώνονται, συνεργάζονται και οργανώνονται σε κοινότητες. Πολλοί πρόσφυγες μέσα σε λίγα χρόνια προόδευσαν και πολλοί διακρίθηκαν σε τομείς της τέχνης, στο θέατρο, τη μουσική, τη λογοτεχνία, του αθλητισμού ακόμη και των μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Κάποτε, η πρόοδός τους δεν είναι η γενική αντιπροσωπευτική εικόνα. Μεγάλη πλειοψηφία προσφύγων συνεχίζει να αποτελεί τη νέα φτωχολογιά, πολλά προσφυγόπουλα εγκαταλείπουν το σχολείο, για να εργαστούν και δεν λείπουν οι περιπτώσεις απελπισίας και απόγνωσης, που  εξαναγκάζουν ορισμένους σε παραβατική συμπεριφορά. Πιστεύουμε ότι η κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωσή τους βασισμένη σε πνεύμα αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ανθρωπιάς θα ωφελήσει και θα εμπλουτίσει τη χώρα φιλοξενίας.

 

4.    Σχολιάστε τη συνάντηση του αφηγητή με το γέροντα πρόσφυγα στο τέλος του διηγήματος.

 

        Στην  τελευταία σκηνή του διηγήματος παρακολουθούμε τη συνάντηση του κυρίου Μ. με έναν γέροντα πρόσφυγα. Είναι η συνάντηση που θα συμπληρώσει τις εντυπώσεις του από το λεωφορείο και θα επισφραγίσει τις σκέψεις του. Ο γέροντας κοντοστέκεται στην αυλόπορτα και ρωτάει για τη μιμόζα. Βλέποντάς την  αναπολεί στιγμές από την χώρα του. Περιγράφει με θέρμη και νοσταλγία το καράμισι, τα φύλλα του, τα άνθη του, την ευωδία και τους καρπούς του και ονειροπολεί, έτσι που σε κάποια στιγμή φαίνεται να μιλάει μόνος του. Έπειτα αρνείται από διακριτικότητα την πρόσκληση του Κου Μ. να περάσει το κατώφλι της πόρτας και να πιουν καφέ και αφού ζητήσει ευγενικά την άδεια, κόβει μόνο ένα κλαδάκι και μυρίζοντάς το απομακρύνεται σκυφτός, σκεπτικός και μελαγχολικός. Το περιστατικό αυτό επιβεβαιώνει τις θέσεις του κυρίου Μ. για την ευαισθησία και την αξιοπρέπεια των προσφύγων. Φαίνεται μάλιστα να τον συγκινεί ιδιαίτερα, καθώς αρνείται να φάει και πάει να ξεκουραστεί.

        Η συνάντηση αυτή έχει αλληγορική σημασία. Ο γέροντας βλέποντας τη μιμόζα  σχολιάζει ότι  πολλοί συμπολίτες του έφεραν καράμισι από την πατρίδα, για να το μεταφυτεύσουν, αλλά δυστυχώς δεν ευδοκίμησε στα  ξένα χώματα. Η μελαγχολική του διάθεση συνδέεται προφανώς με τη σκέψη ότι το δέντρο του τόπου του, όπως και οι ξεριζωμένοι άνθρωποι, δεν ευδοκίμησαν και δεν πρόκοψαν στην νέα πατρίδα. Αντίθετα, ο Κος Μ. βλέποντας τη μιμόζα θαυμάζει την ανάπτυξη και το θάλλος της και  διαισθάνεται ότι με την ίδια επιμονή και το ίδιο πάθος θα ριζώσουν οι πρόσφυγες στη νέα πατρίδα, παρ’ όλους τους φράχτες, τους περιορισμούς και τις δυσκολίες.  (Το δέντρο είχε ξεπεταχτεί, σαν από θαύμα,  σε ένα παρτέρι ενάμισι μέτρο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ψήλωνε τόσο φορτωμένο ανθούς, έτοιμο ξηλώσει το κάγκελο του φράχτη.)

 

 

Κατεβάστε δωρεάν και διαβάστε το αντιρατσιστικό αλφαβητάρι