Α. Εισαγωγικές επισημάνσεις και ένταξη του έργου στην εποχή του
Γραμματειακό είδος: Κοινωνικό νατουραλιστικό μυθιστόρημα με ηθογραφικά και πλούσια λαογραφικά στοιχεία. (απόσπασμα) 1896→1897
Η κατάταξη του Ζητιάνου σε ένα λογοτεχνικό γένος αποτέλεσε αντικείμενο φιλολογικού προβληματισμού και παραμένει ανοιχτό ζήτημα. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι είναι ηθογραφική νουβέλα, άλλοι μυθιστόρημα και ορισμένοι πολυσέλιδο διήγημα.. Ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης σημείωσε ότι στην Πεζογραφία πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκριση της νουβέλας από το διήγημα, ενώ από την άποψη της σύνθεσης ευρύτερων καταστάσεων, η νουβέλα ανήκει σε έναν βαθμό στο γένος του μυθιστορήματος. Έπειτα από όλα αυτά – καταλήγει- δεν θα είχε νόημα να επιμείνουμε σε έναν μονολεκτικό ειδολογικό χαρακτηρισμό.
Το έργο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, τα οποία φέρουν τους ακόλουθους τίτλους :
1. Το συναπάντημα
2. Mυστήρια της Ζητιανιάς.
3. Τα βότανα
4. Ο Βρυκόλακας
5. Δικαιοσύνη
Το σχολικό απόσπασμα ανήκει στο β΄ κεφάλαιο του έργου, στα Μυστήρια της
Ζητιανιάς.
Β. Το ιστορικό πλαίσιο της συγγραφής του Ζητιάνου
Ο Καρκαβίτσας έγραψε τον Ζητιάνο στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν μάστιζαν τον τόπο πολιτικά, οικονομικά, γλωσσικά, πολιτιστικά προβλήματα και ο πνευματικός κόσμος της χώρας δεν εννοούσε να μείνει αμέτοχος. Η κατακερματισμένη, υπερχρεωμένη χώρα συντηρούσε άσβεστο τον πόθο να επανακτήσει τα εδάφη που βρίσκονταν ακόμη κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων και αντλούσε δύναμη από τη Μεγάλη Ιδέα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ιδρύθηκε η Εθνική Γλώσσα , μια οργάνωση πατριωτική, ιδρυτικό μέλος της οποίας υπήρξε και ο Καρκαβίτσας. Η Εθνική Γλώσσα διαπνεόταν από το όραμα της μεγάλης Ελλάδας κατά τα πρότυπα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και έθετε ως στόχο την εθνική αναγέννηση, την αποκατάσταση των ακόμη υπόδουλων Ελλήνων και την ανάκτηση των χαμένων εδαφών. Για τον σκοπό αυτό στήριζε οικονομικά τις επαναστάσεις των υπόδουλων ακόμη Ελλήνων (επανάσταση του 1897 στην Κρήτη, με τον ανθυπίατρο Καρκαβίτσα ανάμεσα στους απεσταλμένους στρατιώτες), υποκινούσε άλλες (επανάσταση 1897 στη Μακεδονία), συγκροτούσε ένοπλα σώματα ανταρτών, για να συνδράμουν τους αλύτρωτους αδελφούς και ασκούσε πιέσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις παρασύροντάς τις σε πολιτικούς ακροβατισμούς και εθνικές τραγωδίες, όπως η ήττα του 1897. Η Εθνική Εταιρεία βρήκε στο πρόσωπο του Δηλιγιάννη τον ηγέτη που ήταν πρόθυμος να υλοποιήσει τις παράτολμες εθνικές προσδοκίες. Τα εγχειρήματα της κυβέρνησης Δηλιγιάννη όμως οδήγησαν σε τραγικές αποτυχίες, στην κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, στη συντριβή των ελληνικών δυνάμεων, που καταρράκωσαν το ήδη τραυματισμένο ηθικό των Ελλήνων και διέσυραν τη χώρα σε διεθνές επίπεδο, Η χώρα αναγκαζόταν να ζητήσει και να δεχτεί την επέμβαση των ξένων δυνάμεων, για να αποσοβηθούν μεγαλύτεροι κίνδυνοι. Αυτές οι εξελίξεις παρέσυραν και τα ιδανικά του συγγραφέα.
Ο Ζητιάνος γράφτηκε, όταν ο Καρκαβίτσας ήταν στην Αμπλιανή Δωρίδας και άρχισε να δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εστία στις 9 Απριλίου του 1896. Ολοκληρώθηκε σε 26 συνέχειες και εκδόθηκε ολοκληρωμένο σε βιβλίο στα 1897. Η β΄ έκδοσή του έγινε στα 1920. Θεματικός χώρος του είναι η Θεσσαλία και χρόνος τα 1881, μετά από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του Βερολίνου και ειδικότερα το χωριό Νυχτερέμι, ο σημερινός Παλαιόπυργος, Το χωριό βρισκόταν τότε μια ανάσα πλάι στις περιοχές που κατείχαν ακόμη οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού ήταν οι Καραγκούνηδες. Η Θεσσαλία είχε μόλις προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος με το Συνέδριο του Βερολίνου. Κατά την περίοδο συγγραφής του έργου, βρισκόταν σε κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης και ηθικής κατάπτωσης. Οι τσιφλικάδες κατέχουν το 51% της γης, εκμεταλλεύονται τους χωρικούς, εξαγοράζουν την ψήφο τους και η επιβίωσή τους είναι μια καθημερινή τυραννία. Ο φόβος, οι απειλές, οι εκβιασμοί, η φτώχεια, η αμάθεια, η απάθεια της κυβέρνησης δεν αφήνουν περιθώρια για αγώνα. Ακόμη όμως κι όταν οι κολίγοι ξεσηκώνονται και ζητούν ανακατανομή της γης, η επίσημη Πολιτεία στέλνει στρατό, για να καταστείλει τον αγώνα (Κιλελέρ 6-3- 1910). Το υπανάπτυκτο λοιπόν τότε Νυχτερέμι θα είναι ένα από τα επαγγελματικά ταξίδια του Τζιριτόκωστα, στο οποίο θα διαπρέψει.
Ο Τζιριτόκωστας καταγόταν από τα Κράβαρα και συγκεκριμένα από ένα χωριό, την Περίστα ή Μπερίτσα, όπως παρηλλαγμένη την αναφέρει ο Καρκαβίτσας. Τα Κράβαρα είναι εξήντα χωριά στην περιοχή της Ναυπακτίας, τα οποία γνώρισε ο συγγραφέας το πρώτο έτος της στρατιωτικής του θητείας (1889) και κράτησε οδοιπορικές σημειώσεις, τις οποίες δημοσίευσε στην Εστία στα 1890 σε 12 συνέχειες. Η μελέτη του ξεσήκωσε αντιδράσεις των ντόπιων πολιτικών παραγόντων. Πολέμησαν το έργο και προκάλεσαν το δημιουργό του μέχρι και σε μονομαχία. Τα Κράβαρα ζούσαν εξαθλιωμένη ζωή από τα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού μέχρι τα 1930. οι κάτοικοι αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν, για να επιβιώσουν. Το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική από όλη τη Ρούμελη ξεκίνησε από κει στα 1889. Μέχρι να φτάσουν στην έσχατη λύση της αποδημίας, .έκαναν τους γυρολόγους, εμπορεύονταν βίους αγίων και τίμιο ξύλο από τους Αγίους τόπους, θαυματουργά βοτάνια, ή απλώς επαιτούσαν. Τη δράση των ανάλγητων αυτών απατεώνων, που εκμεταλλεύονταν την ευήθεια των χωρικών κατέγραψε ο Καρκαβίτσας κατά τα ταξίδια του και αυτό το υλικό ήταν ο αρχικός πυρήνας του έργου.
Ο Τζιριτόκωστας δε, όπως μας πληροφορεί ο Θ. Παπαθανασόπουλος, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο φημισμένος, σκληροτράχηλος και περήφανος Κώστας Τσίρος, γραμμένος στα Μητρώα της κοινότητας της Περίστας στα 1873, και απείχε πολύ από τον τρόπο που τον παρουσιάζει ο συγγραφέας. Είχε πάθος για τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις, επιχειρηματικό πνεύμα και πραγματική αδιαφορία για το χρήμα. Ταξίδεψε στη Βλαχιά και την Αμερική, επέστρεψε στην Ελλάδα απένταρος και μισότυφλος, συμμετείχε στον εμφύλιο, όπου έχασε και το γιο του και πέθανε στα 1949 σε ένα άθλιο οικοδόμημα του Αγρινίου, χωρίς να μάθει ποτέ ότι αποτέλεσε σατανικό ήρωα μυθιστορήματος.
Ο Ζητιάνος είναι ένα από τα δύο αριστουργήματα του Καρκαβίτσα- το άλλο είναι τα Λόγια της Πλώρης- και ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Ζητιάνος έχει χαρακτηριστεί έργο σκοτεινό. Σκοτεινό όχι γιατί έχει σκοτεινό ήρωα και το κακό πρωταγωνιστεί, αλλά γιατί το κακό στο τέλος θριαμβεύει. Ο Ζητιάνος οδηγεί ένα ολόκληρο χωριό στον όλεθρο και στο τέλος είναι ο μόνος που φεύγει αλώβητος, ατιμώρητος και αμετανόητος. Δεν αμφιβάλλει στιγμή για την ορθότητα των εγκληματικών του πράξεων. Ο Τζιριτόκωστας εγκαταλείπει τον τόπο του εγκλήματος έτοιμος για νέα ταξίδια και νέα τρόπαια, προκειμένου να γεμίσει το σακούλι του. Παράλληλα, ο Ζητιάνος, παρ΄ όλο που η ιδιοσυγκρασία του μένει στο ημίφως είναι μαζί με τη Φόνισσα του Α. Παπαδιαμάντη, τον Πατούχα του Ι. Κονδυλάκη και τον Καραβέλα του Κ. Θεοτόκη ένας λογοτεχνικός τύπος τέλεια συγκροτημένος.
Γ. Σκοπός του έργου
Ο «Ζητιάνος» αποτελεί το τολμηρό εγχείρημα του Καρκαβίτσα να συμπυκνώσει σε έναν ανθρώπινο τύπο τη συλλογική συνείδηση, τη νοοτροπία και το ήθος μιας κοινωνίας που μεταβαίνει ανέτοιμη από την αγροτική ζωή στη ζωή των πόλεων. Παράλληλα, αποτελεί μια δριμύτατη καταγγελία της άθλιας συγκρότησης του ελληνικού κράτους και της πολιτικής αποσύνθεσης, έναν αμείλικτο αλλά δίκαιο έλεγχο των ηθών και των κατευθύνσεων της πατρίδας του.
Ο Καρκαβίτσας ήταν γνήσιος και αγνός πατριδολάτρης και με το έργο αυτό αντί να θωπεύσει τις διασωθείσες αρετές του λαού, προβάλλει τον αρνητικό πατριωτισμό, όλα εκείνα που- κατά τη γνώμη του- πάνε πίσω τη χώρα του: την αμάθεια και την εξαθλίωση του πληθυσμού, την παρεκτροπή από την Παράδοση, τη διαφθορά των διοικητικών οργάνων, τον αμοραλισμό των πολιτικών παραγόντων, τη μικροπολιτική , την αναξιοκρατία, την κακοδιοίκηση, την ατολμία της δικαιοσύνης, τη φαυλοκρατία. Για να κεντήσει την εθνική φιλοτιμία και να διεγείρει πατριωτικό πόθο, αντί να καταδείξει τα προτερήματα και τα ερείσματα της ελληνικής φυλής, ξεσκεπάζει και επικρίνει τα ελαττώματα, που καταστέλλουν την εξέλιξή της. Κάθε κατόρθωμα του ζητιάνου ξεσκεπάζει την ευπάθεια του Έλληνα και τη σαθρότητα της Πολιτείας του. Οι αντιστάσεις μιας κοινωνίας μετριούνται από τις αντιστάσεις που έχει απέναντι στους εχθρούς της. Και η ελληνική λαϊκή ψυχή της εποχής είναι ανοχύρωτη. Κατά τον Καρκαβίτσα, θύτες είναι όχι μόνο οι κακοποιοί αλλά και οι αμαθείς, τρωτοί Έλληνες που είναι προκλητικά ευεπίφοροι σε κάθε είδους εκμετάλλευση. Δεν είναι λοιπόν ο Ζητιάνος αντιπροσωπευτικός τύπος της ελληνικής ψυχής της εποχής. Τα θύματά του όμως είναι.
Αξίζει να παραθέσουμε την οξυδερκή παρατήρηση του Φώτου Πολίτη στα 1922: « φοβερός μυκτηρισμός ο “Ζητιάνος”, ο οποίος προσλαμβάνει σχεδόν τις διαστάσεις και το χαρακτήρα μιας μορφής συμβολικής. Ο Τζιριτόκωστας δεν είναι απλώς ένας κοινός τύπος Κραβαρίτη. Είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, , ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος “έξυπνος” Ρωμιός της εποχής μας, ο εκμεταλλευόμενος την ευπιστία και αφέλεια του πλήθους, αμείλικτος, όταν πρόκειται για την πεντάρα, ταπεινός και χαμερπής προ του ισχυρού, οπισθόβουλος, αεικίνητος, δόλιος, άνθρωπος χωρίς οίκτο, χωρίς ιερό και όσιο, αδηφάγος και άθλιος και … νικητής. Ναι, νικητής! Αυτό είδε ο Καρκαβίτσας και τρόμαξε. Η νίκη του ζητιάνου Έλληνος – του “έξυπνου” Έλληνος , ο οποίος δεν προσφέρει τίποτε στην κοινωνία, αλλά ζει, πλουτίζει και τρέφεται εις βάρος της-, η νίκη αυτή τον ξάφνιασε και τον απέλπισε . Δεν ήταν οιωνός καλός. Φανέρωνε σήψη και αποσύνθεση.»
Ο Ζητιάνος σε graphic novel από τον Kanello Cob, εκδόσεις Polaris. |
Δ. Ενδεικτική προσέγγιση – Ανάλυση του κειμένου
Το θέμα |
Η υπόθεση του έργου:
Το επαγγελματικό ταξίδι του Κραβαρίτη Κώστα Τζιρίτη τον οδηγεί μαζί με τον παραγιό του, το Μουντζούρη στο Νυχτερέμι της Θεσσαλίας. Θα μείνει εκεί μόνο δύο μέρες. Σ’ αυτό το διάστημα θα προλάβει να εξαπατήσει τους αμαθείς χωρικούς και τις γυναίκες τους πουλώντας βοτάνια, γιατροσόφια και μαγγανείες. Όταν ο Αγάς τον δέρνει, για λόγους αντεκδίκησης πείθει τους αφελείς χωρικούς να βάλουν φωτιά στο ίδιο τους το χωριό, ένας άνθρωπος πεθαίνει από καταπληξία, σύσσωμο το χωριό οδηγείται στη φυλακή για το ομαδικό έγκλημα και ο ίδιος μεταμφιεσμένος απομακρύνεται με γεμάτη λίρες την κρύπτη του μπαστουνιού του, ατιμώρητος, αμετανόητος και έτοιμος για νέες περιπέτειες.
Η υπόθεση του αποσπάσματος:
Στο απόσπασμα ζωντανεύει ένα περιστατικό από την παιδική ηλικία του Τζιριτόκωστα. Γινόμαστε μάρτυρες της προετοιμασίας των παιδιών και άλλοτε του Κώστα Τζιρίτη, μέσα στα πλαίσια της τυπικής γαλούχησης της γενιάς των ζητιάνων, προκειμένου να σταδιοδρομήσει στο πατροπαράδοτο επάγγελμα του γυρολόγου και επαίτη. Επειδή από μικρός έδειξε την ιδιαίτερη κλίση του στην προσποίηση, κάνει υπερήφανο τον πατέρα του, ο οποίος του δείχνει τα ιερά κειμήλια που φυλάσσονται σε ειδική αίθουσα του σπιτιού και αποτελούσαν τα καθημερινά απαραίτητα εργαλεία της δουλειάς των προγόνων του, για να τον εμπνεύσει και να τον διδάξει.
Ο τίτλος |
Ο Ζητιάνος είναι το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος. Το βαπτιστικό όνομά του, αν και γνωστό από τα πρώτο κεφάλαιο του έργου, παραμερίζεται, γιατί η ιδιότητα του διακονιάρη είναι ο μοχλός που κινεί το μύθο. Η αντονομασία (= η αντικατάσταση του προσηγορικού ονόματος από το κύριο και αντίστροφα ) διατρέχει όλο το κείμενο.
Δομή |
Το απόσπασμα μπορεί να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
1. Ο Κώστας Τζιρίτης… ακόμα στον κόσμο: η καταγωγή του Ζητιάνου και ο τελετουργικός χορός
2. Ενώ τα παιδιά… ένα, δύο, τρία : ο αοιδός και η μύηση στην κοινότητα της Επαιτείας
3. Σ΄ αυτό το μοναδικό… οι δύστυχοι τι υπέφεραν: οι διακρίσεις του δεκάχρονου Ζητιάνου και η επίδειξη των προγονικών κειμηλίων
Πρώτη ενότητα
Με το κεντρικό πρόσωπο του έργου μάς εισάγει στο απόσπασμα αυτό ο Καρκαβίτσας στην καθημερινότητα της ζητιάνικης κοινότητας. Μας συστήνει τον Κώστα Τζιρίτη, αποκαλύπτει την καταγωγή του σχολιάζοντας το πλέξιμο του ονόματός του και με το επίθετο ασυμμάζευτη υπαινίσσεται τη μακρά όσο κι ο κόσμος ιστορία της επαιτείας. Από αυτό το σημείο ξεκινά την αναδρομική αφήγηση ο συγγραφέας. Με μεγάλη φυσικότητα αναπαριστά μια καθημερινή σκηνή της φυλής , η οποία οριοθετεί τα ενδιαφέροντα και τις συνήθειές τους. Ο τόπος τους είναι άγονος (κρεμνόραχες) και η γη τους στέρφα (φθισικά αραποσίτια). Θα επανέλθει στην επόμενη ενότητα σ’ αυτό το σχόλιο. Οι γυναίκες παρουσιάζονται στους αγρούς να μην εργάζονται σκληρά, αλλά να αποσπούν χωρίς κόπο την πρόχειρη τροφή τους. Το καλαμπόκι είναι μια καλλιέργεια που δεν απαιτεί αφοσίωση, μέθοδο και τεχνική. Με μια εικόνα σχολιάζει ο Κ. τη στέρηση που χαρακτηρίζει τη ζωή τους, τον πρωτογονισμό τους και κυρίως την ηθελημένη απέχθεια προς κάθε είδους μόχθο. Οι άντρες της κοινότητας συναθροίζονται, για να ελέγξουν την πρόοδο των παιδιών και των νέων στην τέχνη της προσποίησης και να καμαρώσουν τις επιδόσεις τους. Η κοινωνία των Ζητιάνων έχει προβλέψει την ύπαρξη ειδικού χώρου, κυκλικού πλατώματος, όπως αφήνει ο συγγραφέας να εννοηθεί, κατάλληλου για την τέλεση και παρακολούθηση εκδηλώσεων. Η νεολαία υποχρεούται να γυμνάζεται και να εξελίσσει την τέχνη της απάτης ενώπιον των έμπειρων και σοφών κριτών, ρόλο που έχουν αναλάβει οι ανήμποροι πλέον γέροντες, που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση και μεριμνούν να διασώσουν τον πολιτισμό της οκνηρίας, του ψεύδους και της αγυρτείας.
Η φυλή των ζητιάνων παρουσιάζεται με μια επίφαση πολιτισμού. Έχει το επίχρισμα της εξελιγμένης κοινωνίας, την οργάνωση, τους διακεκριμένους κοινωνικούς ρόλους, τη διαστρωμάτωση, τη συστηματική μετάδοση της συσσωρευμένης γνώσης από γενεά σε γενεά, τη διοργάνωση αθλητικών εκδηλώσεων, που καλλιεργούν την άμιλλα και σφυρηλατούν την αγωνιστικότητα, έχει δηλαδή το κέλυφος αλλά όχι την ουσία της, τις αξίες και τις αρχές. Είναι δε κανόνας ηλικιακός κάτι σαν την τελετή ενηλικίωσης των δεκαοχτάχρονων Σπαρτιατών να κάνουν επίδειξη των δυνατοτήτων τους, ώστε να αποφασιστεί αν είναι ώριμοι, έτοιμοι ή όχι για την πρώτη επαγγελματική τους εξόρμηση.
Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο είναι το χωρίο, όπου με επιμονή στη λεπτομέρεια και επιτυχημένες παρομοιώσεις και μεταφορές περιγράφονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των γερόντων, για να υπονοηθούν τα εσωτερικά. Η φθορά του χρόνου υπέσκαψε τα πρόσωπά τους και ο Καρκαβίτσας προλαμβάνει τις σκέψεις μας και εξανεμίζει μία-μία τις υποθέσεις μας. Δεν είναι η φθορά του χρόνου, δεν είναι η καταλυτική δύναμη κάποιας αρρώστιας , δεν είναι η υπερπροσπάθεια να αποφύγουν τους τιμωρούς τους, που έχουν χαράξει ανεξίτηλα τα πρόσωπα αλλά ο πολύχρονος εξευτελισμός, η καθημερινή πλαστοπροσωπία, το ακατάβλητο πείσμα .
Ακολουθεί η εντυπωσιακή αναπαράσταση της τελετουργίας της μύησης των νέων στην τέχνη της κοινότητας. Γίνεται με έναν αλλόκοτο χορό, για τον οποίο επινοεί ο συγγραφέας το παράδοξο σύνθετο επίθετο κουτσοκουλόστραβος. Γύμνασμα ονομάζεται ο χορός αυτός και ο όρος και η περιγραφή του αποτελεί παρωδία της περιγραφής των αρχαίων ελληνικών αγωνισμάτων, όταν οι ελεύθεροι άνθρωποι γύμναζαν σώμα και πνεύμα, με την ευγενική λαχτάρα να υπερβούν την ανθρώπινη φύση τους, να προσεγγίσουν ιδεώδη, να κατασταθούν άξιοι πολίτες. Η περιγραφή της στάσης του σώματος, της έκφρασης του προσώπου των παιδιών που συμμετέχουν στην τελετή της μύησης είναι ανάγλυφη, ισοδύναμη με φωτογραφία. Ξεκινά διασκεδαστική, γίνεται ειρωνική και σαρκαστική (χύνοντας στο πρόσωπο θλίψην ήμερη, ασκητικήν, υπομονή στου Θεού το θέλημα, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου!) και καταλήγει ανατριχιαστική. Ο Καρκαβίτσας είναι επίμονος στην περιγραφή των δεκάδων μορφών της αναπηρίας, που καθοδηγούνται να υποδυθούν τα παιδιά. Η υποκρισία των παιδιών είναι ένας εμπαιγμός του ανθρώπινου πόνου. Η δε μεθοδευμένη διαφθορά της αγνής παιδικής ψυχής, που είναι μάλιστα έργο των συγγενών τους ενηλίκων, είναι το πρώτο έγκλημα που καταγράφεται στο μυθιστόρημα.
Δεύτερη ενότητα
Τα αγωνίσματα συνοδεύονται από τη λύρα και το τραγούδι του βάρδου της κοινότητας. Ο αοιδός παρουσιάζεται ως ένα είδος πνευματικού οδηγού, ένας φωτισμένος δάσκαλος, που έχει αναλάβει το ιερό χρέος και την ιδιαίτερη τιμή να κατηχεί το ποίμνιό του, να διαμορφώνει στα παιδιά ζωντανή τη συνείδηση της κοινότητας, να αναβιώνει την παράδοση και να τα ενθαρρύνει να συνεχίζουν την εξάσκηση, γιατί θα λάβουν σπουδαία ανταμοιβή. Γέροντας, ξακουσμένος, παιχνιδιάρης και γλυκόφωνος χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή, παραπέμποντας στους ραψωδούς και τους αοιδούς της επικής ποίησης. Κάθεται στο κέντρο της γιορταστικής ομήγυρης, εκλεκτός εκπρόσωπος της συντεχνίας και οδηγεί με το τραγούδι του και τον αδύνατο τόνο της λύρας σε μυστικό ενθουσιασμό. (βλέπε απάντηση 2ης ερώτησης)
Για να καταλύσει ο καθοδηγητής τους κάθε αμφιβολία και για να προλάβει την τυχόν ηθική αντίσταση σ΄ αυτό το μάθημα διαφθοράς, καλεί τα παιδιά να δουν τη γη τους και να βεβαιωθούν με τα ίδια τους τα μάτια ότι δεν μπορεί να τα συντηρήσει, ότι κάθε καλλιέργεια του βραχώδους τόπου τους θα ήταν ματαιοπονία. Και ενισχύει τη θεωρία του με μια παραβολή για τη γένεση και τη δημιουργία του κόσμου. Σύμφωνα μ΄ αυτή ο Θεός, όταν διαμοίραζε τα αγαθά και τις δοκιμασίες στη γη, έκανε τη μοιρασιά με ασυγγνωσία, προκατάληψη και αφέλεια. Λάθεψε και χάρισε μονομιάς την ευλογία του σε όλους τους άλλους ανθρώπους και αφού σώθηκαν τα δώρα του, διέσπειρε το κακό σε έναν τόπο, στέρφο και καταραμένο, τα δικά τους Κράκουρα. Ο κατηχητής της φυλής παραφθείρει το δόγμα της πίστης και υποβιβάζει το Θεό στις διαστάσεις ενός ερασιτέχνη χειρώνακτα δημιουργού, που βρίσκεται σε σύγχυση, σφάλλει, εκνευρίζεται και ξεσπάει (κλωτσάει το κόσκινο). Με το μύθευμα αυτό ο Καρκαβίτσας σαρκάζει την πρόληψη της φυσικής δικαιοσύνης. Ο τραγουδιστής επιχειρεί να μεταθέσει τις ευθύνες για τις πράξεις τους στο Θεό, ο οποίος είναι ο ηθικός αυτουργός των εγκλημάτων τους, αφού τους άφησε στο έλεος της καταραμένης τους πατρίδας και να απαλλάξει τους νεαρούς μαθητές από κάθε ενοχή και τύψη για όσα διαπράξουν. Και από την τραγική αδικία εις βάρος τους περνά στη μακαριστή τους τύχη μιλώντας τους για τους δαίμονες και τους άρχοντες του κακού, οι οποίοι ανέλαβαν να προστατεύουν και να εμπνέουν τη φυλή τους, όπως ο Θεός στην αντίπερα όχθη προστάτευσε τα δικά του παιδιά. Ο κόσμος φαίνεται μοιρασμένος από τη γένεσή του στο καλό και το κακό και ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει την ένταξή του είτε στο τάγμα των καλών που κοπιάζουν και πονούν μάταια είτε στο τάγμα των κακών που επιβιώνουν ακούραστα και είναι οι αληθινά ωφελημένοι της ζωής. Προς επίρρωση αυτού του συλλογισμού, ο τραγουδιστής απαριθμεί τα κέρδη της παρασιτικής ζωής, αντιπαραθέτοντας πάντα τις δοκιμασίες της έντιμης ζωής, την οποία ζωγραφίζει με μελανά χρώματα. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο χαμερπής ζητιάνος ηρωοποιείται και εξυψώνεται, ενώ ο αμαθής αλλά εργατικός και αξιοπρεπής άνθρωπος χαρακτηρίζεται κουτόκοσμος. Η αρπαγή θεωρείται εξυπνάδα και ο μόχθος ανικανότητα.
Η αφήγηση διασπάται από ένα λυρικό διάλειμμα, το τραγούδι που ψάλλει η χορωδία των παιδιών σε κάθε μακρόσυρτη παύση της μουσικής. Το τραγούδι είναι οργανικό στοιχείο της γιορταστικής τελετής αλλά και ένα απομνημονεύσιμο μάθημα επαιτείας που μπορούν να ξεσηκώσουν τα παιδιά, για να διεγείρουν τον οίκτο των περαστικών. Ο Καρκαβίτσας συνήθιζε να διανθίζει την αφήγησή του με ποιήματα, τραγούδια, παροιμίες και λαϊκά γνωμικά για το ρεαλισμό της αφήγησης αλλά και για να διασώσει την ιερή ή και ανίερη έκφραση της λαϊκής ψυχής. Εδώ, ωστόσο, υπενθυμίζει στους αναγνώστες την πρώτη εμφάνιση του ήρωα στο προηγούμενο κεφάλαιο. Πράγματι, στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ο γέροντας πια Τζιριτόκωστας να ζητάει ελεημοσύνη με αυτά τα λόγια: « Θεός σχωρέσ΄ τη μάνα σου και τον πατέρα και τ΄ αδερφάκια σου! Κάμε κυρά ένα καλό για την ψυχή των αποθαμένω σου! Λυπήσου με το σακάτη!».
Παρατηρούμε ότι η κοινότητα των ζητιάνων έχει τη συγκρότηση, τη διαστρωμάτωση, μιας φυλής που έχει χρόνια παράδοσης πίσω της. Οι γέροντες είναι πρόσωπα σεβαστά και τιμημένα, η κληρονομιά του παρελθόντος υπάρχει, διασώζεται με προσοχή και σεβασμό και μεταδίδεται με συγκίνηση. Υπάρχει ο μύστης της φυλής και όπως διαπιστώνουμε οι ζητιάνοι έχουν συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο τους, τα Κράβαρα. Αν και είναι γυρολόγοι και πλανόδιοι, μετά τις κακοποιές, ληστρικές εξορμήσεις τους επιστρέφουν πάντα στη γενέθλια γη. Αυτή είναι η αφετηρία τους, όπου σπουδάζουν τη ζωή, αυτή το τέρμα, όπου αποκαμωμένοι κουρνιάζουν στις καλύβες τους και εκεί αναπαύονται πλάι στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας, όπως σαρκαστικά προσθέτει ο Καρκαβίτσας, όταν έρθει μοιραία το τέλος τους. Το δέσιμο του ανθρώπου με τη γη του προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας στοιχειώδους κοινωνίας και κουλτούρας.
Ένα άλλο στοιχείο άξιο προσοχής είναι η πληθώρα εκφραστικών μέσων που ζωντανεύουν την περιγραφή και δίνουν ζωντάνια στα λόγια του αοιδού. Αν και μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο και θα ήταν σε άλλη περίπτωση μονότονα και ξερά, έχουν τη ζωηρότητα και τον παλμό του ευθύ λόγου.
Τρίτη ενότητα
Η Τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τα εξής επεισόδια : την απόδειξη της υπεροχής του μικρού Τζιριτόκωστα έναντι των συμμαθητών του, την επίδειξη των ιερών κειμηλίων από τον πατέρα του, τη συγκίνηση και τη ρητορεία του Τζιριτόγιωργα. Στις προηγούμενες ενότητες ο Καρκαβίτσας θέλοντας να φωτίσει τις καταβολές και την ανατροφή του Τζιριτόκωστα παρακολούθησε γενικά τη ζωή και την οργάνωση της κοινότητας των ζητιάνων και ζωντάνεψε τη δράση του τραγουδιστή-δασκάλου, χωρίς να αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά περισσότερο για να αναπαραστήσει τον ξεχωριστό αυτό κοινωνικό ρόλο, ο οποίος περνούσε διαδοχικά από γενεά σε γενεά σε άλλα χέρια..
Σ’ αυτή την ενότητα ο φακός εστιάζει στον ήρωά του και κάνει μια αναδρομή στην παιδική του ηλικία. Ζωντανεύει μια οικογενειακή στιγμή με πρωταγωνιστές το παιδί και τον πατέρα του, τον Τζιριτόγιωργα με φανερή ειρωνική διάθεση: Ο Τζιριτόκωστας από μικρό παιδί σημείωσε ξεχωριστή πρόοδο και επέδειξε αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα στην τέχνη της επαιτείας. Υπήρξε καινοτόμος στην τέχνη της απάτης και νεωτεριστής. Εμπλούτισε τα πατροπαράδοτα κόλπα με άλλα πρωτόφαντα και εξέλιξε το χορό και το τραγούδι της φυλής ενισχύοντάς το με σπαραξικάρδια παρακαλητά. Η συμβολή του δεκάχρονου αγοριού στην τέχνη της φυλής θυμίζει τη συμβολή του Αρίωνα στην εξέλιξη του διθύραμβου. Ο Τζιριτόκωστας επιμελήθηκε το στίχο και τους βηματισμούς του κουτσοκουλόστραβου χορού, όπως ο Αρίωνας τη σύνθεση των στίχων και της μουσικής του αυτοσχέδιου ως τότε διθύραμβου. Όπως ο Αρίωνας παρουσίασε τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε σατύρους, ώστε να γίνει πιο υποβλητική η τελετή, έτσι και ο δεκάχρονος ζητιάνος παρουσίασε τους υγιείς μεταμφιεσμένους σε πάσχοντες, ώστε να γίνουν πιο κερδοφόρες οι επιχειρήσεις τους.
Η εντύπωση που προκάλεσε ο δεκάχρονος Κώστας ήταν τέτοια που η ομήγυρη έφριξε από απορία και χαρά και τα κόκαλα των ηρωικών προγόνων έτριξαν. Σ΄ αυτό το χωρίο είναι διαυγής η διάθεση του αφηγητή να διακωμωδήσει την κατάσταση και να υπονομεύσει τη σοβαρότητα της αφήγησης τόσο με τα κωμικά ονόματα των νεκρών, όσο και με την πληροφορία ότι οι θεομπαίχτες κείτονται σε αυλόγυρο εκκλησίας. Στο ίδιο πνεύμα περιγράφονται και τα μπαστούνια στους τοίχους να αγωνιούν ποιο θα γίνει το έμβλημα-σύντροφος του ανερχόμενου αστεριού της κοινότητας με μια διασκεδαστική προσωποποίηση.
Από όλους τους συγχωριανούς, πιο πολύ ρίγησε από περηφάνια ο πατέρας του μικρού, ο Τζιριτόγιωργας και αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στο Θεό, πήρε το παιδί να του μιλήσει για τη γενιά του. Οι κακοί, όπως και οι καλοί διαθέτουν ειδικό χώρο φύλαξης των κειμηλίων και η θέασή τους είναι τιμή που πρέπει να κερδιθεί. Ο μικρός είναι έτοιμος πια για το πρώτο επαγγελματικό του ταξίδι. Πριν απομακρυνθεί όμως από την οικογενειακή εστία πρέπει να έχει απτά πρότυπα. Για πρώτη φορά βλέπει και γνωρίζει τα μπαστούνια των προγόνων τους που είναι αναρτημένα στον τοίχο σαν οικογενειακές φωτογραφίες, με σκοπό την αθάνατη μνήμη και το αξιομίμητο παράδειγμα της γενιάς.
Το μπαστούνι είναι ένα σύμβολο της αγυρτείας αλλά και ο πιο άξιος συνεργάτης. Όπως είναι η εξάρτυση για τον ορειβάτη, το κοστούμι για τον ηθοποιό, το υποζύγιο για τον αγωγιάτη, έτσι και το ραβδί αυτό τον βοηθάει να διεκπεραιώσει τον κακοποιό του σκοπό, να υποδυθεί με πειστικότητα το ρόλο του. Όπως ο Τηλέμαχος θα άγγιζε με χτυποκάρδι και δέος τα περίφημα όπλα του πατέρα του, έτσι βλέπει και ο Τζιριτόκωστας απέναντί του το ποιοτικό μέτρο για το δικό του αγώνα της επιβίωσης. Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα την πολλαπλή και πολύτροπη λειτουργία του μπαστουνιού, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας. Είναι μέσο επίθεσης και μέσο προστασίας. (Στη συνέχεια της ιστορίας θα πληροφορηθούμε ότι ήταν και φορητό θησαυροφυλάκιο, αφού διέθετε ειδική κρύπτη για τα κλοπιμαία ή τον οβολό των πονόψυχων.) Είναι σύντροφος, στήριγμα, εργαλείο, οδηγός, προφύλαξη, ασπίδα, έμπνευση. Είναι τελικά και η απτή απόδειξη της επαγγελματικής του καταξίωσης. Το παράσημο του αγώνα της επιβίωσης. Το μπαστούνι περιβάλλεται ακόμη από ένα ένδυμα ιερότητας και έχει δύναμη καθαγιασμού. Έχει την ιδιότητα να εξαγνίζει τον ζητιάνο από κάθε αμάρτημα , να καθαίρει τη διεστραμμένη ψυχή του, αφού το ίδιο το μπαστούνι γινόταν συχνά μέσον ανήλεου ξυλοδαρμού του.
Αυτά αναλογιζόμενος ο Τζιριτόγιωργας περιγράφεται να ξεσπάει συγκινημένος σε ένα πονεμένο, μελοδραματικό μνημόσυνο των προγόνων του, που μοιάζει με ρητορεία επικήδειου, αφήνοντας τον αναγνώστη με την αμφιβολία αν υποκρίνεται ακόμη και μπροστά στο παιδί του, ώστε να το κατευοδώσει έτοιμο και εμπνευσμένο για την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
v Η περιγραφή των αναρτημένων μπαστουνιών, οι λεπτές διαφορές τους, η ποικιλία των σχημάτων τους και η τεχνική ιδιομορφία τους δίνει έναν αριστουργηματικό πίνακα. Αλλά και ο ρητορικός λόγος του Τζιριτόγιωργα που δομείται πάνω σε σφιχτοδεμένες τέλειες αντιθέσεις και ζωηρεύει με ποικιλία νοηματικών αποχρώσεων (ξυλιές, δαγκώματα, κλότσους, σπρωξιές και γρονθοκοπήματα) είναι αληθινά έργο πολύ ευαίσθητου καλλιτεχνικού ενστίκτου. Γενικά το απόσπασμα αυτό έχει χαρακτηριστεί μία από τις καλύτερες σελίδες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Ηθογράφηση των ζητιάνων
Όλα σχεδόν τα ηθικά ελαττώματα και οι φυσικές ροπές που επιχειρεί η παιδεία να τιθασεύσει ή να εξαλείψει στον άνθρωπο, ώστε να τον εξευγενίσει και να τον καταστήσει ικανό για την κοινωνική ζωή, συγκεντρώνονται στο χαρακτήρα ενός ζητιάνου. Χάρις σ’ αυτά επιβιώνει και από αυτά αντλεί την πίστη και την αισιοδοξία του. Είναι μια σατανική προσωπικότητα., ένας διεστραμμένος άνθρωπος, που υποκρίνεται τον άκακο, τον ταπεινό και τον αδύναμο, για να προκαλέσει τον οίκτο, τη συμπόνια, τη φιλοτιμία. Επιλέγει να δράσει σε τόπους που δεσπόζει η πρόληψη, η δεισιδαιμονία, η μοιρολατρία και η αμάθεια. Γι΄ αυτό και επιλέγει το υπανάπτυκτο Νυχτερέμι, που μαστίζεται από τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τους τσιφλικάδες και την αδράνεια των διωκτικών αρχών.
Ο ζητιάνος είναι ο απόλυτα κακός ήρωας, ο σκοτεινός ανθρώπινος τύπος, που είναι ακραία τοποθετημένος απέναντι στο καλό, σταθερά και χωρίς εσωτερικές αμφιβολίες, ή τύψεις. Είναι δηλαδή ένας διαυγής χαρακτήρας με ενότητα ήθους και μοναδική ρωγμή τον το θρήνο για το θάνατο του παραγιού του, του Μουντζούρη. Είναι πανούργος, μηχανορράφος, πράγμα που σημαίνει ότι έχει την πείρα της ζωής αλλά και την οξυδέρκεια να διακρίνει ποιες είναι οι αδυναμίες του υποψήφιου θύματος ποιες οι μύχιες επιθυμίες του, ποια τα τρωτά του σημεία. Είναι λοιπόν καλός ψυχολόγος. Ο ζητιάνος δεν είναι ένα ψεύτικο λογοτεχνικό κατασκεύασμα, ούτε πρωτόγονα κακός. Η κακότητά του είναι αποτέλεσμα συστηματικής εκπαίδευσης, δημιούργημα των περιστάσεων και της αθλιότητας της ζωής και κυρίως τερατογέννηση των παθογόνων κοινωνικών συνθηκών της εποχής. Τόσο αληθινός χαρακτήρας είναι δε ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα από τα Κράβαρα, ώστε έγινε σύμβολο και κοινό γλωσσικό κτήμα. Στο λεξικό Δημητράκου στο λήμμα Κραβαρίτης βρίσκουμε την εξήγηση : «επαίτης καταστάς ανάπηρος υπό των γονέων αυτού, ίνα προκαλεί τον οίκτον, ψευδολόγος, αγύρτης.».Γι’ αυτό και οι Κραβαρίτες πολέμησαν και το έργο και το δημιουργό τους, γιατί θεώρησαν ότι θίγεται η αξιοπρέπειά τους και δυσφημείται ο τόπος τους. Επιβλήθηκε μάλιστα και στο συγγραφέα πειθαρχική ποινή από την υπηρεσία του.
Γλώσσα
Με τον Καρκαβίτσα καλλιεργήθηκε ο κοινός λόγος για πρώτη φορά, αξιοποιήθηκε η λαϊκή γλώσσα και σύνταξη (εβολάκιαζαν, φθισικά, λαψάνα, ξεχαρβαλωμένους)) και η καθημερινή, αυθόρμητη, ελλειπτική πολλές φορές επικοινωνία αναβαπτίστηκε από την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα και την προσωπική του ιδιοσυγκρασία. Η γλώσσα είναι Δημοτική με ιδιωματικούς τύπους, χωρίς κατάλοιπα της καθαρεύουσας, ανδροπρεπής, πολυδύναμη, πολυαντίλαλη, εύηχη. Η παρατακτική σύνταξη-σύνδεση των προτάσεων, το πλούσιο λεξιλόγιο, τα πρωτότυπα, συγκλονιστικά αισθητικά μέσα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της. Στους διαλόγους στο Νυχτερέμι, που ακολουθούν το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου, χρησιμοποιεί το θεσσαλικό ιδίωμα, ώστε το κείμενο κερδίζει εκφραστική δύναμη και ρεαλισμό. Σε όλο το έργο συνηθίζει να παρεμβάλλει λαϊκούς στίχους, παροιμίες και ανέκδοτα, όπως και το τραγούδι του αοιδού στο απόσπασμα. Καλοχτισμένος λόγος, ασυνήθιστοι συνδυασμοί ερεθίζουν τη φαντασία του αναγνώστη. Αξίζει να σταθούμε στα εκπληκτικά, ευρηματικά σύνθετα, όπως: κρεμνόραχες, κορμόδενδρο, δροσοπεριχυμένο, ανεμοφύσημα, κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας, Πηλαλομούτρη κ.ά. Αξιοσημείωτες και οι παρομοιώσεις: ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο, εταλάντευε το σώμα του σαν βρωμερό κουρέλι στο ανεμοφύσημα, στη σκόνη περιτυλιγμένα σαν σε σάβανο του καιρού , σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχε ο νους του κ.ά.
Ύφος |
Ο Καρκαβίτσας είναι ένας από τους στιλίστες της Λογοτεχνίας μας. Έχει κατακτήσει ένα εντελώς δικό του αναγνωρίσιμο στιλ γραφής. Το ύφος είναι κομψό και γλαφυρό λόγω του πλούτου και της ποικιλίας των εκφραστικών μέσων, χωρίς ωστόσο να χάνει τη φυσικότητά του και το ρεαλισμό του. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι διαυγής η ειρωνική διάθεση του αφηγητή και εμφανείς οι τόνοι του ανατρεπτικού λόγου, η σάτιρα, η παρωδία, το καυστικό χιούμορ.
Αφηγηματική τεχνική |
Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη με μηδενική εστίαση (ετεροδιηγητικός αφηγητής) και αποτελεί αναδρομική εξιστόρηση, που παρεμβάλλεται στη διήγηση της δράσης του γέροντα πια Τζιριτόκωστα στα Κράβαρα. Περιγράφονται γεγονότα του μακρινού παρελθόντος με πορεία γραμμική. Ο αφηγητής δεν συμμετέχει στα γεγονότα, παρακολουθεί τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα, αλλά στο συγκεκριμένο απόσπασμα δεν διεισδύει στην ψυχή και τις βαθύτερες σκέψεις των ηρώων. Ωστόσο, η αφήγηση διατηρεί έναν έντονα υποκειμενικό χαρακτήρα, αφού ο συγγραφέας δεν κρύβει την ειρωνεία και την απαξίωσή του για όσα διηγείται. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο τα λεγόμενα του τραγουδιστή και του πατέρα, παραλείπεται συχνά το λεκτικό ρήμα, τα εισαγωγικά και οι ειδικοί σύνδεσμοι, με αποτέλεσμα να ξεχνά ο αναγνώστης ότι ανάμεσα στην κατήχηση του βάρδου και σε εκείνον μεσολαβεί ο αφηγητής. Και .όμως ο αναγνώστης έχει τη βεβαιότητα ότι γνωρίζει αναλλοίωτο το ανίερο κήρυγμα της ακολασίας και από την άλλη απολαμβάνει την αμεσότητα και τη ζωντάνια του ευθύ λόγου.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της αφήγησης εδώ είναι ότι ο συγγραφέας αποδίδει με ηρωική περιγραφή, η οποία θα ταίριαζε σε κατορθώματα, άθλους και επιτεύγματα, την κατάβαση της ανθρώπινης φύσης στα έσχατα επίπεδα της ευτέλειας και της απανθρωπιάς. Η επιλογή αυτή θα καταξιωθεί καλλιτεχνικά στη συνέχεια του έργου, όταν ο Ζητιάνος θα κατορθώσει να παρασύρει στο κακό ολόκληρο χωριό, επιτυγχάνοντας νίκη- ορόσημο για τη γενιά του.
Η αφήγηση είναι ρωμαλέα και συναρπαστική, διασπάται στιγμιαία από το τραγούδι της ζητιανιάς, αλλά παραμένει σφιχτοδεμένη, χωρίς κενά, φυσική και αβίαστη. Αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το πρωτότυπο θέμα, τη σχολαστική λεπτομερή περιγραφή και τις ευρηματικές ιδέες για τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας των επαιτών και φτάνει στο υψηλότερο σημείο της κατά την περιγραφή της αίθουσας των τροπαίων- σελίδα ορόσημο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
«Ο ύμνος της ζητιανιάς»
Είναι σπουδαία τέχνη η ζητιανιά
Δε δίνει ο πάσα ένας τον παρά
Δε σου χαρίζει το προπέρσυνο παλτό
Δε χαλαλίζει το ληγμένο φαγητό
Πρέπει να είσαι της υπομονής
Να επιμένεις και να εκλιπαρείς
Στις βίλες να τη στήνεις στωικά
Μέχρι να βγει η πλούσια κερά
Το χώμα που πατάει να το γλείψεις
Στο πρώτο κλώτσημα μην υποκύψεις
Δε θέλει εγωισμούς και χαζομάρες
Θα δουν τα μάτια σου πολλές τρομάρες
Θα προσκυνήσεις για να ελεηθείς
Μα στην ουσία θα’σαι εσύ ο νικητής!
Γλυκερία Μπασδέκη Μία βοήθεια, παρακαλώ!, εκδόσεις Bibliothèque.
Δ΄ μέρος – Ενδεικτικές Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου |
1. Ποια στοιχεία κάνουν τη ζητιανιά αξιοσέβαστο επάγγελμα, σύμφωνα με τη σατιρική περιγραφή του Καρκαβίτσα;
Η απάντηση βρίσκεται στη δεύτερη ενότητα, όπου ο βάρδος της φυλής με κυνισμό απαριθμεί τα ωφελήματα της επαιτείας. Το επάγγελμα του ζητιάνου είναι σταθερό και αν ασκηθεί με τέχνη και σύνεση εξασφαλίζει σεβαστό εισόδημα δια βίου. Ο ζητιάνος δεν χρειάζεται να κοπιάζει ούτε σωματικά , ούτε πνευματικά, αποσπά από τον κόπο και τη δουλειά του άλλου ό,τι του χρειάζεται για να ζήσει χωρίς να έχει την ανησυχία των καιρικών φαινομένων που μπορεί να πλήξουν τη σοδειά του, των αστάθμητων παραγόντων, που μπορεί να μεταβάλλουν την αξία της παραγωγής του, χωρίς να θυσιάζει τα νιάτα του και να φθείρει την υγεία του στη βιοπάλη. Η μόνη αγωνία που τον αναστατώνει είναι μήπως χάσει την έμπνευσή του να επινοεί και να καταστρώνει σατανικά σχέδια ικανά να ξεγελάσουν τα υποψήφια θύματά του. Ο ζητιάνος όμως έχει την προστασία των δαιμόνων του κακού (οι διάβολοι κηρύχτηκαν εξουσιαστές και προστάτες όλοι της κοινωνίας τους) και η σατανική τους δύναμη στεγάζει τη φυλή του, του εμφυσά νέες ιδέες και νέα τεχνάσματα. Επειδή εξάλλου η θεία πρόνοια αποδείχθηκε επιλεκτική και επειδή η ζωή τους είναι αδιέξοδη, είναι προς τιμήν τους που αποκαθιστούν την τάξη και τη δικαιοσύνη.
2. Ποια είναι η σημασία του τραγουδιού του γέροντα με τη λύρα για την κοινότητα των ζητιάνων;
Το τραγούδι ήταν ντόπιο, άνοστο, φτωχικό και ψειριασμένο, μάς πληροφορεί ο αφηγητής, ταπεινό, με την έννοια ότι ήταν άτεχνο, φτηνό, ευτελές. Όμως είχε προσδιορισμένη και πολλαπλή λειτουργία: Ο αοιδός, τους δίνει κουράγιο « εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνει αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους» και επαγγέλλεται κέρδη και κατακτήσεις. Τους μιλούσε για την απαρέγκλιτή τους τύχη, τη ζοφερή τους μοίρα, που είναι προαποφασισμένη από το Θεό που τους έριξε σ΄ αυτή την άγονη, καταραμένη γη μην αφήνοντάς τους περιθώριο και ελπίδα να προκόψουν με έντιμη εργασία. Συνηθίζει ακόμη να τους ψάλλει μια παραβολή, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο Θεός είναι άδικος, γιατί από δικό του λάθος, όταν δημιουργούσε την πλάση, σε άλλους χάρισε εύφορη γη, που θρέφει τα παιδιά της πλουσιοπάροχα και άλλους τους καταδίκασε στην αθλιότητα και την πενία. Μ’ αυτήν την παραβολή νομιμοποιεί την κακότητα των Κραβαριτών και δίνει ιδεολογικό και ηθικό έρεισμα στη σατανική δράση τους. Το τραγούδι εμψυχώνει επίσης τους μαθητευόμενους ζητιάνους διδάσκοντάς τους ότι δεν απέμειναν έρημοι στον κόσμο, αλλά οι πανίσχυροι και παντογνώστες διάβολοι ανακηρύχτηκαν προστάτες τους και υπό την καθοδήγησή και την επενέργειά τους (με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού τους), θα απολαμβάνουν τον κόπο των άλλων χωρίς σταγόνα ιδρώτα, θα θησαυρίζουν χωρίς ρυτίδα ανησυχίας, θα παίρνουν τελικά από τους ευνοημένους του Θεού αυτό που δικαιούνται. Τέλος, το τραγούδι είναι μια καθημερινή επαφή με την παράδοση, μια ιερή σύνοψη της εποποιίας των προγόνων, την οποία καλούνται οι επίγονοι να λαμπρύνουν περισσότερο με τα δικά τους κατορθώματα.
3. Γιατί τα μπαστούνια των παλαιότερων ζητιάνων παρουσιάζονται σαν κρεμασμένα τρόπαια;
Από την άποψη της ηθογράφησης των ζητιάνων, με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας επιδιώκει να καταδείξει ότι ακόμη και η διαφθορά έχει τα ιδανικά της, έχει τους ήρωές της, έχει και ένα μέτρο ποιότητας, που το ορίζουν τα ανδραγαθήματα των προγόνων. Και επειδή μια κοινωνία, για να μακροημερεύσει, πρέπει να έχει και μνήμη, οι ζητιάνοι αναρτούν τα μπαστούνια, ώστε να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Χάρις σ’ αυτά επιβίωσαν, χάρις σ’ αυτά άντεξαν τις κακουχίες και τον εξευτελισμό. Η αντοχή στις κοινότητες των παράσιτων είναι ένα είδος αντεστραμμένου ηρωισμού. Οι ζητιάνοι έχοντας απαλείψει κάθε στοιχείο ευαισθησίας αλλά και περηφάνιας έχουν αναγάγει την τιμωρία σε υπέρβαση και την απάτη σε άθλο. Στέκονταν λοιπόν εκεί «για μνήμη αθάνατη και αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς τους».
Ο συγγραφέας όμως δεν έχει μοναδικό σκοπό να ζωγραφίσει μια πειστική και αληθοφανή πραγματικότητα. Η μυθοπλασία υπηρετεί κάποιο σκοπό ανώτερο. Ο Καρκαβίτσας ειρωνεύεται τον Έλληνα που επιβιώνει με την καπατσοσύνη, την πονηρία, την ραδιουργία και όχι με την εξυπνάδα, την εργατικότητα και το ήθος. Επειδή κρίνει ότι στην εποχή του οι Έλληνες απομακρύνθηκαν από τη ζωοποιό τους παράδοση και αλλοτριώθηκαν, θέλει να σχηματοποιήσει τη στρέβλωση των αρχών τους βάζοντας πλάι- πλάι την κοσμοθεωρία τους με αυτήν του λαμπρού παρελθόντος. Αισθητοποιεί λοιπόν την ειρωνεία με μια εικόνα και σαρκάζει τα θλιβερά επιτεύγματα της εποχής του.
4. Εντοπίστε τις ομηρικές αναφορές στο κείμενο. Ποια είναι η λειτουργία τους;
α. Οι ομηρικές αναφορές
Στο κείμενο υπάρχουν έμμεσες και άμεσες αναφορές στα ομηρικά έπη. Έμμεση αναφορά αποτελεί ο χορός και τα γυμνάσια των μαθητευόμενων ζητιάνων, που θυμίζουν τα αγωνίσματα στην παλαίστρα, στο στάδιο, στις κοινωνικές εκδηλώσεις (όπως π.χ. στη φιλοξενία του Οδυσσέα από τους Φαίακες και στη διοργάνωση αγώνων προς τιμή του ξένου) αλλά και στο πεδίο της μάχης, αφού αποσκοπούν στη σωματική προετοιμασία, για να υποδυθούν πειστικά τον αναξιοπαθούντα και εξασφαλίζουν και ένα είδος διάκρισης σε όποιον καταφέρει να ξεπεράσει τους άλλους σε πειστικότητα. Έμμεση αναφορά στην ελληνική μυθολογία αποτελεί και ο μύθος για τη μοιρασιά της γης από το Θεό και το μοιραίο λάθος του που οδηγεί σε αναγκαστική λύση και που θυμίζει τον σχετικό μύθο της μοιρασιάς της γης ανάμεσα στους Θεούς κατά την απουσία του Ήλιου στην καθημερινή του αποστολή. Υπόμνηση της ελληνικής Μυθολογίας αποτελεί και η περιγραφή των λιθαριών που διέσπειρε ο Θεός στη γη, κατ΄ αντιστοιχία με τον Κρόνο, που πέταξε τις πέτρες απ’ όπου γεννήθηκαν οι Τιτάνες. Στη συνέχεια ο βάρδος της κοινότητας συνοδεία τρίχορδης λύρας, όπως οι επικοί ποιητές της αρχαιότητας, οι αοιδοί, ψάλλει τα κατορθώματα των ηρώων, εμπνέει τους νεώτερους, καθοδηγεί και συμβουλεύει, προσφέρει ηθικά πρότυπα, καταγράφει την ιστορία και διδάσκει την «άμετρη δόξα» των προγόνων, ώστε να κοινωνικοποιηθούν τα νέα μέλη και να αντλήσουν …υψηλά πρότυπα για τη ζωή τους.
Η αναφορά στη σοφή δωδεκάδα των γερόντων, που βαθμολογούν την πρόοδο των παιδιών παραπέμπει στο Δωδεκάθεο, θυμίζει όμως και τα συμβούλια των σοφών γερόντων που συνέρχονται στα Ομηρικά έπη σε κρίσιμες στιγμές και συναποφασίζουν, όπως π.χ. οι πρόκριτοι της Ιθάκης, κατά την απουσία του Οδυσσέα, μετά από αίτημα του Τηλέμαχου ή οι άριστοι των Αχαιών στην Ιλιάδα. Τα μπαστούνια αναρτημένα στον τοίχο σε περίοπτη θέση, σε ειδική αίθουσα, είναι ανάλογα με την περιγραφή των όπλων του Οδυσσέα σε δεσπόζουσα θέση στο ανάκτορο, όπλα ισοδύναμα με τρόπαια, τα οποία προκαλούσαν δέος στους εχθρούς και ήταν θαυμαστό παράδειγμα ανδρείας για τον μικρό Τηλέμαχο. Τα μπαστούνια αυτά παρομοιάζονται με το δόρυ του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα και την ασπίδα του Αίαντα του Τελαμώνιου.
β. Η λειτουργία τους
Ο Καρκαβίτσας επιστρατεύει όλα τα μέσα του ανατρεπτικού λόγου, το χιούμορ, τη σάτιρα, την αλληγορία, την ειρωνεία, την παρωδία. Η συγκεκριμένη αναφορά αποτελεί παρωδία των ομηρικών επών: Η παρωδία παραμορφώνει αυτό που παρουσιάζει, εγγίζει την υπερβολή και το κωμικό, για να γελοιοποιήσει τον τρόπο ζωής και τη βιοθεωρία των ζητιάνων. Συνάμα, προβάλλει περισσότερο την έκπτωση από το ομηρικό ηρωικό παρελθόν στο ευτελές αντιηρωικό παρόν της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό εξυπηρετεί το σκοπό του έργου: τη διαμαρτυρία για μια μεμπτή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία των ζητιάνων και ευρύτερα η ελληνική κοινωνία της εποχής. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει εύκολα την ειρωνική, τραγελαφική και γελοιογραφική απεικόνιση των Ζητιάνων και υιοθετεί κριτική στάση απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής του.
Ε. Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
Συγκρίνετε την ειρωνική περιγραφή του ζητιάνου του Καρκαβίτσα με εικόνες ζητιάνων που έχετε δει. Εντοπίζετε διαφορές;
Δεν είμαστε μάρτυρες της προετοιμασίας και της εξάσκησης αυτών που επαιτούν, ώστε να διαπιστώσουμε αν περιβάλλεται το «επάγγελμα» της επαιτείας με το μύθο του κατορθώματος, όπως στον Ζητιάνο, πάντως πολλές φορές συναντάμε συνανθρώπους μας να εμπορεύονται την αναπηρία τους, τη χωλότητα, την τυφλότητα ή κάποια ήπια σωματική δυσπλασία, να προσποιούνται ότι πάσχουν από ανίατη ασθένεια, να περιφέρουν την ανέχειά τους, ρακένδυτοι, σε δημόσιους πολυσύχναστους χώρους, πλατείες, εκκλησίες, νοσηλευτικά ιδρύματα, για να διεγείρουν τη φιλανθρωπία μας. Συχνό, επίσης, είναι το θλιβερό φαινόμενο παιδιά να σύρονται στην επαιτεία με εκβιασμούς, εκφοβισμό και κακοποιήσεις ακόμα και από τους ίδιους τους γονείς τους. Με διάφορα μέσα, προσποίηση αναπηρίας, παραποίηση ή και πλαστογράφηση ιατρικών βεβαιώσεων, εμπορεία κάποιου φυσικού ή επίκτητου ελαττώματος, που οι εκμεταλλευτές τους προξενούν, προσπαθούν να προκαλέσουν τη δημόσια ευαισθησία με την ανοχή της οργανωμένης Πολιτείας, που κωφεύει ή και συνεργεί.
Επομένως, το πανάρχαιο φαινόμενο της παρασιτικής ζωής είναι υπαρκτό και στις μέρες μας και σίγουρα δεν λείπουν και εκείνοι που το επιλέγουν χωρίς τύψη, αν και καμιά φυσική ατέλεια δεν τους εμποδίζει να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή.
Από την άλλη πλευρά, η ανέχεια και η εξαθλίωση, που μαστίζουν ακόμη και τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες στην εποχή μας, εξαναγκάζουν πολλούς συνασνθρώπους μας να καταφεύγουν στην επαιτεία ως ύστατο μέσο επιβίωσης. Γι΄αυτές τις περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να σταθεί καμία σύγκριση με το εξεταζόμενο κείμενο.
Βάνα Δουληγέρη