Πίνακας: Αχιλλέας Πιστώνης |
Το ποίημα: εδώ
Α΄ μέρος – Το κείμενο |
Εισαγωγικές επισημάνσεις και ένταξη του έργου στην εποχή του
Γραμματειακό είδος: ποίημα
Το ποίημα ανήκει στην πρώτη ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη, τα Διόδια, την αφετηρία της ποιητικής διαδρομής της. Όταν συνέθετε το ποίημα, η δημιουργός ήταν μόλις 23 ετών. Τα Διόδια εκδόθηκαν στα 1972 και περιλαμβάνουν σύντομα ποιήματα, τα οποία εκφράζουν την οξεία αμφισβήτηση και την κριτική ματιά της γενιάς του ΄70 απέναντι στην προηγούμενη γενιά, τη γενιά του ‘40, η οποία είναι τώρα στην ωριμότητά της. Στην Ελλάδα είχε επιβληθεί το διδακτορικό καθεστώς. Η νέα γενιά εγκυμονεί την ανατροπή του και οι νέοι ποιητές συνενώνουν την προσωπική τους φωνή, ώστε να αποτελέσει συλλογική κοινωνική έκφραση. Ο Β. Στεριάδης παρατηρεί : « Η αλήθεια είναι ότι στην ποίηση αυτή, εκτός από εξαιρέσεις, δε δηλώνεται ρητά το γεγονός ότι έχουμε δικτατορία. Προκύπτει όμως ξεκάθαρα από την εμφανή προσπάθεια να τρυπηθεί το κέλυφος κάποιας επιβεβλημένης σιωπής.». Σ΄ αυτή την «κοινωνική ποίηση» στρατεύεται και η δημιουργός με τα «Διόδια» ασκώντας έλεγχο στις καθιερωμένες αξίες, στα κοινωνικά παραδεκτά και τους θεσμούς με τρόπο καυστικό και αιχμηρό και μια γλώσσα με τη σπίθα της πρόκλησης. Ωστόσο, στο ποίημα που ανθολογείται στο σχολικό βιβλίο η διάθεση απέναντι στους Μεγάλους δεν έχει δηλητηριώδη επιθετικό χαρακτήρα. Αποτελεί περισσότερο μια διακριτική πράξη αποστασιοποίησης από τη παλιά γενιά μετά από ένα βλέμμα κατανόησης.
Ενδεικτική προσέγγιση – Ανάλυση του κειμένου
Το θέμα |
Τον πυρήνα του ποιήματος αποτελούν δυο στοιχεία, η παλιά γενιά, η γενιά του ‘40 και η νεότερη, η γενιά του ‘70. Η ποιήτρια ως μέλος της νεότερης γενιάς, έχοντας συνείδηση της ιστορικής πορείας της μεγαλύτερης, προβάλλει τα βιώματά, που σφράγισαν τη δική τους ζωή αλλά χάραξαν μοιραία και τη δική της. Άρα το θέμα είναι ο διάλογος δυο επάλληλων γενεών.
Ο τίτλος |
Οι μεγάλοι: Ο τίτλος φανερώνει τη γενιά που κρίνεται, τη γενιά των μεγάλων. Αυτή είναι η γενιά που πρωταγωνιστεί, διαμόρφωσε και διαχειρίζεται την πραγματικότητα, αλλά και αυτή που αφήνει την παρακαταθήκη της στην επερχόμενη.
Δομή |
Μολονότι το ποίημα αποτελεί ένα αδιαίρετο όλον, επειδή η νέα γενιά αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μέσω της σύγκρισης με την προηγούμενη και το ποίημα διαρθρώνεται πάνω στο δίπολο : οι μεγάλοι ↔ εμείς, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ενότητες :
1. στ. 1-18 οι μεγάλοι/ η προηγούμενη γενιά και οι αποσκευές της
2. στ. 18-21 εμείς/ η νεότερη γενιά και οι αποσκευές της
Πρώτη ενότητα |
Η αρχή (οι μεγάλοι κουβαλούν πάντα μέσα τους) και το τέλος του ποιήματος (εμείς κουβαλάμε, απλούστατα μέσα μας τους μεγάλους ) αποτελούν τις δύο θεματικές εστίες του ποιήματος. Η ποιητική φωνή ανήκει στη νέα γενιά. (εμείς κουβαλάμε). Στην πρώτη ενότητα η ποιητική φωνή, στρέφει την προσοχή της στους μεγάλους. Στη δεύτερη κοιτάζει βαθιά τον εαυτό της, για να τους ανακαλύψει ξανά. Οι δυο γενιές στέκονται αντίκρυ.
Οι μεγάλοι προσδιορίζονται άμεσα χρονικά στους τρεις πρώτους στίχους: είναι αυτοί που έζησαν στα πιο τρυφερά τους χρόνια τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή, την πείνα, τον εμφύλιο, την αρπαγή της εξουσίας από το λαό, τη χειραγώγηση της χώρας από τις ξένες δυνάμεις. Κάθε εποχή εμφανίζει και διαμορφώνει έναν διαφορετικό τύπο ανθρώπου. Ο καθένας είναι και δημιουργός και δημιούργημα της εποχής του. Έτσι, η παλιά γενιά κουβαλάει ανεξίτηλα τα βιώματα, τα τραύματα και τους προσανατολισμούς της εποχής της. Αυτά αναπαριστά η ποιήτρια με μια αλυσίδα εικόνων της καθημερινής τους ζωής: Κουβαλούν ακόμη μέσα τους το παιδί που ήταν κάποτε, γιατί δεν πρόλαβαν να χαρούν ανέφελα τα παιδικά τους χρόνια. Η βιαιότητα του πολέμου τούς στέρησε το παιχνίδι, την ανεμελιά, τη ξενοιασιά, την πίστη στο μέλλον και τους ανάγκασε να αναλάβουν ευθύνες πρόωρες για την ηλικία τους. Οι περισσότεροι έζησαν οικογενειακές τραγωδίες, στο άμεσο ή στο πλησιέστερο περιβάλλον. Από μωρά χωρίς οικογενειακή σκέπη, το σπίτι γκρεμισμένο, ο πατέρας σκοτωμένος, το χωριό καμένο, το ψωμί λιγοστό, αναδουλειά, αποδιοργάνωση, φυλακίσεις, ξενιτεμός, εγκατάλειψη, συντρίμμια, αρρώστιες, φτώχεια. Κουβαλούν πάντα μέσα τους το κορίτσι που δεν πρόλαβαν να φιλήσουν. Το πρώτο καρδιοχτύπι, την πρώτη σπίθα του έρωτα το θυμούνται ακόμη, με συγκίνηση και καημό, γιατί έμεινε ανεκπλήρωτο και έχουν ακόμη τη λαχτάρα για το πολύτιμο, ταπεινό χορταράκι, έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας που τους κράτησε ζωντανούς. Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους , σήμανε την απαρχή της εφηβείας τους, μιας ωριμότητας που ήρθε πρόωρα όχι ως βιολογική μετάβαση αλλά ως κοινωνική απαίτηση και ιστορική εντολή. Η εποχή απαιτούσε το μέστωμα της ψυχής και της συνείδησης.
Οι μεγάλοι κουβαλάνε μέσα τους τις ποιητικές φωνές που αντήχησαν τις πνευματικές τους ανησυχίες (τους βαρβάρους του Καβάφη) και τη ζωηρή ανάμνηση της καχεξίας και της αδυναμίας (μια παλιά φυματίωση). Τις μέρες (τις μέρες τους καταχωρισμένες σε δελτία τροφίμων) τις μέτραγαν από το αριθμημένο κουπόνι της κατοχής που τους εξασφάλιζε μερίδιο από το συσσίτιο και άλλη μια μέρα ζωής. Ο χρόνος ήταν μια αλλιώτικα εκτιμημένη αξία, συνδεδεμένος με την αβέβαιη εγγύηση της επιβίωσης. Έμαθαν να ζουν με τα πιο λίγα, να αξιοποιούν και τα πιο περιφρονημένα, να επινοούν τα αναγκαία και να αρκούνται σ’ αυτά. (Ένα καρφί στο τοίχο μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή- τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.) Και όπως μεγάλωσαν με λίγα, έτσι ονειρεύονται το λίγο αλλά δικό τους, όνειρα συνοικιακά, απλά, περιορισμένα, εφικτά. Με τα λίγα και ακριβά υλικά τους ήλπιζαν να κερδίσουν ένα μερίδιο ευτυχίας.
Είναι φανερό ότι η προηγούμενη γενιά ήταν μια βασανισμένη γενιά. Οι μεγάλοι έζησαν την πείνα, τον πόλεμο, τη φτώχια, το πένθος, την βίαιη ενηλικίωση, την βεβαιότητα ότι έτσι απλά αύριο μπορεί να μην υπάρχουν. Δεν πρόλαβαν να χαρούν. Όμως αυτή η γενιά είχε την ίδια στιγμή την τύχη να λαχταράει ένα φιλί. Να συγκινείται με την ποίηση, να ονειρεύεται όχι το πολύ και το μεγαλειώδες, αλλά το απλό, το προσιτό, αυτό που βρίσκεται στο ύψος της καρδιάς. Να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για το γεμάτο πιάτο, να ξεπερνά ποιητικά δυσκολίες που θα αδρανοποιούσαν τη σύγχρονη χορτάτη γενιά. Αυτοί που έμαθαν ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο εκτιμούν συνήθως τη ζωή περισσότερο.
Είναι, επίσης, φανερό ότι η προγενέστερη γενιά δεν εξυμνείται ούτε αποθεώνεται. Η ποιήτρια δεν αντιμετωπίζει τη γενιά του πολέμου με δέος ή ευγνωμοσύνη. Δεν επιμένει σ΄ αυτά που κατάφεραν, αλλά σ’ αυτά που στερήθηκαν. Γι’ αυτό επιλέγει να τους παρακολουθήσει στην καθημερινότητά τους. Ο ποιητικός φακός δεν εστιάζει στα τρόπαιά τους αλλά στα τραύματά τους. Δεν ζωντανεύει τη ζωή ηρώων αλλά τη ζωή του απλού μέσου Έλληνα, που η ιστορική μοίρα του κληροδότησε μια βάναυση πραγματικότητα στην πιο ωραία ηλικία του. Δεν τους ισοπεδώνει και ασφαλώς δεν τους απορρίπτει. Οι τελευταίοι στίχοι, άλλωστε. δηλώνουν ξεκάθαρα ότι εμπεριέχει τους μεγάλους. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να απορρίψει το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού της; Προσεγγίζει με τρυφερότητα, συγκρατημένο λυρισμό και ώριμη κατανόηση αυτούς που τώρα ζουν την ηλικία της ανταμοιβής, των κόπων, της ελπίδας, του αγώνα τους. Οι σκηνές που περιγράφει είναι απόλυτα ρεαλιστικές και προβάλλονται χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, λιτά και προσεκτικά. Έτσι, ο λόγος της διατηρεί μόνο τις αποχρώσεις μιας ελαφριάς ειρωνείας, που δεν φτάνει σε υψηλούς τόνους, δεν γίνεται σαρκασμός ή πρόκληση.
Την παλαιότερη γενιά, τους μεγάλους, τους παρακολουθούμε σε χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ζωής τους, αλλά δεν τους ακούμε. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας την ομολογία της ποιήτριας, ότι η γενιά της κουβαλάει μέσα της τους μεγάλους, τότε οι μεγάλοι μιλούν μέσω των παιδιών τους και όλα τα βιώματα διασώθηκαν αρχικά με τη δική τους φωνή.
Δεύτερη ενότητα |
Η δεύτερη ενότητα αποτελείται μόνο από τρεις στίχους. Σ΄ αυτήν την περιορισμένη ποιητική περιοχή, η φωνή θα αποκαλύψει την ταυτότητά της, καθώς και την οργανική σχέση της με τους μεγάλους. Εμείς κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας τους μεγάλους: Η ποιητική φωνή αυτοπροσδιορίζεται χρονικά. Είναι η γενιά που διαδέχτηκε τη βασανισμένη γενιά του πολέμου. Είναι οι απόγονοι των μεγάλων. Η προηγούμενη γενιά λοιπόν θεωρείται και αποτιμάται με τα μάτια της νεότερης γενιάς. Λόγω του α΄ πληθυντικού της ποιητικής αφήγησης, (εμείς) αντιλαμβανόμαστε ότι η φωνή δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό της , αλλά μιλάει ως εκπρόσωπος, ως εκφραστής έστω της γενιάς της. Έτσι, η θεώρηση των πραγμάτων χάνει την περιορισμένη δύναμη που θα είχε μια υποκειμενική άποψη και υψώνεται σε φωνή συλλογική, άρα φωνή πιο ηχηρή, υπολογίσιμη. Η γνώμη της δεν είναι μια προσωπική εκμυστήρευση, είναι κοινό απόσταγμα της εμπειρίας της γενιάς της, άρα έχει βαρύτητα και κύρος.
Κύρος έχει βέβαια και η γενιά που κρίνεται. Είναι γενιά βασανισμένη και καταξιωμένη, αγωνίστηκε να επιβιώσει και να διασώσει αξίες και αρχές. Η ποιητική φωνή το ξέρει αυτό. Δεν ζει ερήμην του παρελθόντος, έχει συνείδηση του ιστορικού ρόλου των μεγάλων, της συμβολής τους στην εξέλιξη και των λαθών και παραλείψεών τους. Ξέρει, επομένως, σε ποιο σημείο ιστορικής εξέλιξης βρίσκεται και η δική της γενιά: Τι κληροδοτήματα έχει και τι χρέη. Φέρει, δηλαδή, μέσα της την ιστορικότητα. Με τη δήλωσή της «εμείς κουβαλάμε τους μεγάλους» εννοεί ότι η νέα γενιά, όπως κάθε διάδοχη γενιά, έχει μέσα της και τις βιωμένες αξίες των μεγάλων. Η μιζέρια, η φτώχεια, η ανασφάλεια, τα λίγα ή τα πολλά γράμματα, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, οι φοβίες, οι βασανισμοί, τα συμπλέγματα και τα απωθημένα, όλα αυτά που έπλασαν το χαρακτήρα των μεγάλων, μεταβιβάστηκαν άλλοτε ανεπαίσθητα και άλλοτε σκόπιμα και μοιραία διαμόρφωσαν και το ήθος της δικής της γενιάς. Απλούστατα γιατί όλα εγγράφονται στη γεωγραφία της συλλογικής μνήμης μέσω της διαπαιδαγώγησης, της συνειδητής ή ασύνειδης επίδρασης που ασκεί κάθε γενιά στην επόμενη. Απλούστατα γιατί οι διαφορές και οι ομοιότητες των επάλληλων γενιών είναι φαινόμενο τόσο παλιό όσο κι ο κόσμος και διαδραματίζεται με την ακρίβεια φυσικού νόμου. Είναι τυπικό όσο και υγιές, γιατί κάθε νέα γενιά ζει σε μια νέα φάση του ιστορικού χρόνου, άρα διαμορφώνει τον δικό της κώδικα αξιών, κάνει τα δικά της όνειρα και διεκδικεί το δικαίωμά της να αρθρώσει τη δική της αλήθεια. Όμως τα μέσα αξιολόγησης της αλήθειας, ακόμη και οι τρόποι κατεδάφισης του παλιού κόσμου και της ανοικοδόμησης του νέου φέρουν πάντα τη ζωντανή επιρροή της απερχόμενης γενιάς. Οι γενιές αναπτύσσουν έναν αέναο διάλογο μεταξύ τους, που τις ωριμάζει και τις καταξιώνει
Οι μεγάλοι λοιπόν είχαν την άμεση ζωντανή εμπειρία του πολέμου. το προσωπικό βίωμα. Η νέα γενιά έχει αντίστοιχα τις καταβολές, ζει τον απόηχο, το κληρονομημένο βίωμα.
Γλώσσα |
Γενικά τα ποιήματα της Τζένης Μαστοράκη παρουσιάζουν πλούσια απόκλιση στο γλωσσικό ύφος και φαίνεται ότι η δημιουργός χειρίζεται ποικιλία υφολογικών αποχρώσεων πάντα με μεγάλη άνεση και αυτοπεποίθηση. Στους «Μεγάλους» η γλώσσα είναι απλή, άμεση, ευθύβολη, διαυγής, ξεκάθαρη, στο επίπεδο της καθημερινής ομιλίας. Το γεγονός ότι η ποιήτρια προσεγγίζει την προηγούμενη γενιά, χωρίς διάθεση να την εξυμνήσει και να την αγιοποιήσει, αλλά ούτε και να την επικρίνει επηρέασε ασφαλώς και την εκφορά του ποιητικού λόγου. Η γλώσσα είναι ουδέτερη, αποφεύγεται η άμεση εξομολόγηση. Αναδίδει μια συγκρατημένη τρυφερότητα προς τη γενιά των μεγάλων και παραμένει γλώσσα χαμηλόφωνη, χρωματισμένη με ελαφρά, ήπια ειρωνεία. Δεν έχει καμία ποιητική εκζήτηση και περιλαμβάνει λέξεις που δεν θα συναντούσαμε σε ποιήματα προηγούμενων λογοτεχνικών περιόδων, όπως : κουβαλάμε, καταχωρισμένες, απλούστατα, καρότσα.
Ύφος |
Το ύφος είναι απλό, φυσικό, γήινο, λιτό με απαλούς λυρικούς τόνους.
Ποιητική αφήγηση |
Το ποίημα ξεκινά και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο, άρα ακολουθεί το σχήμα – κύκλος, Η ποιητική αφήγηση ξετυλίγεται με εικόνες της καθημερινής ζωής, στιγμιότυπα που αναπαριστούν ανάγλυφα τα νεανικά χρόνια των μεγάλων : το βιβλίο του Καβάφη, το καθρεφτάκι στο δέντρο για το ξύρισμα, το χνούδι στα χείλη, το δελτίο τροφίμων στο χέρι.. Η χρήση του α΄ πληθυντικού (εμείς και όχι εγώ) δηλώνει ότι η ποιήτρια δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό της, αλλά μιλάει ως εκφραστής της γενιάς της.
Γ΄ μέρος |
Παράλληλο κείμενο ( ενδεικτικοί άξονες προσέγγισης )
1.«Το στοιχείο της σάτιρας και του χιούμορ στη νεότερη ποιητική γενιά» Η κριτική της παντομίμας, Νόρα Αναγνωστάκη, Κέδρος, 1977
Ερώτηση
i. Διακρίνετε στοιχεία της « ασοβάρευτης γλώσσας», όπως ονομάζει τη γλώσσα της νέας ποιητικής γενιάς η συγγραφέας, στο ποίημα της Μαστοράκη;
ii. Μελετήστε το ακόλουθο ποίημα.
- Η Ποιήτρια αποτυπώνει τα βιώματα της γενιάς της. Ποια είναι αυτά; Μπορείτε να προσδιορίσετε σε ποια εποχή αναφέρεται;
- Τι νομίζετε ότι εκφράζει η Ποιήτρια για την εποχή, στην οποία μεγάλωσε; Νοσταλγία; Απογοήτευση; Ενοχή; Περηφάνεια; Κάτι άλλο; Να βασίσετε την απάντησή σας σε σχετικούς κειμενικούς δείκτες.
- Άσκηση Δημιουργικής γραφής: Με καμβά το ποίημα, ξεκινώντας από τη φράση «Έτσι μεγαλώσαμε»… να συνεχίσετε αναφέροντας τις δικές σας καθημερινές σας συνήθειες, οι οποίες καθρεφτίζουν την εποχή σας. (ποίημα ή πεζογράφημα)
«Κλειδιά στο τραπέζι», Χρύσα Μαστοροδήμου
έτσι μεγαλώσαμε
μέρες βουτηγμένες προσμονές
σε κουταλάκια του γλυκού
βανίλια υποβρύχιο
ραδιοφώνου παράσιτα
αφιερώσεις σε όνειρα πειρατικά
ρητορείες, ψευτοπολιτική
δήθεν αριστεροί,
δήθεν σωσίες
δήθεν φιλοπάτριδες ή ορθολογιστές
έτσι ζήσαμε
μεροκάματα φθηνά
ελπίδες σταυρωμένες
μεγάλους έρωτες σε δωμάτια μικρά
λόγια και πράξεις δανεικά
πρόσκαιρη δόξα ντύθηκαν οι κισσοί
της εξουσίας την ποδιά χαϊδεύοντας
βούλιαξαν οι αμάρανθοι[i] στο κάθε μέρα
κι οι τάτουλες[ii] στο πουθενά έτσι μεγαλώσαμε
έτσι μεγαλώσαμε
με χύμα αλκοόλ και φθηνό καπνό
φουμέρνοντας
ροκ ψευδαισθήσεις
μεθώντας με κλεμμένους ουρανούς
ανίδεοι μα όχι τόσο αθώοι
προσδοκώντας
μια ταινία της Κυριακής
απότομα γινήκαμε κομπάρσοι
σε ταινία υπερπαραγωγής
έτσι ωριμάσαμε
σε ένα παιχνίδι προκαθορισμένο
πιόνια στημένα στη σειρά
θαρρώντας τα άμοιρα
πως είναι για όλους τα εκλεκτά
έτσι γελάσαμε πικρά
αντικρίζοντας τα βρόχινα όνειρά μας
κλειδιά σκουριασμένα
σε άδειο τραπέζι
πεταμένα αδιάφορα
[i] Αμάρανθος - αγριολούλουδο της ελληνικής υπαίθρου
[ii] Τάτουλας -μονοετές φυτό, επιστημ. Στραμώνιο, κοινή ονομασία διαβολόχορτο
Ενδεικτικές Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Βρείτε τα στοιχεία που συνθέτουν την εποχή «των μεγάλων» καθώς και τα βιώματα των ανθρώπων της εποχής αυτής.
Οι μεγάλοι έζησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τις μακρόχρονες προσπάθειες της χώρας να ανασυνταχθεί και να ορθοποδήσει. Δεν πρόλαβαν να χαρούν το πρώτο καρδιοχτύπι, την ανεμελιά, τη χαρά της ηλικίας της αθωότητας. Ο πόλεμος και η πείνα τούς εξανάγκασαν να σκέφτονται μόνο πώς και αν θα επιβιώσουν. Η στέρηση και η λαχτάρα ακόμη και για τα ταπεινά βρώσιμα χορτάρια τούς άφησε μέχρι την ωριμότητά τους τη γεύση τους. Ανακάλυπταν τα πρώτα σημάδια της εφηβείας πρώιμα και οι ανησυχίες τους τους έστρεφαν σε στοχαστικές αναζητήσεις. Οι περισσότεροι από την πείνα και την καχεξία εξασθενούσαν και αρρώσταιναν και όσοι τυχεροί επιβίωσαν έφεραν ακόμη στην ωριμότητά τους τις μνήμες της εξάντλησης του οργανισμού τους. Τους έλειπαν τα μέσα και για τα πιο απλά πράγματα και έμαθαν να ζουν χωρίς ανέσεις. Γι’ αυτό και τα όνειρά τους δεν είναι μεγαλεπήβολα και φανταχτερά αλλά απλά και μετρημένα.
2. Συγκρίνετε το τέλος με την αρχή του ποιήματος και σχολιάστε τη σημασία της φράσης «Εμείς κουβαλάμε …. μεγάλους»;Η πρώτη λέξη του ποιήματος και η τελευταία είναι η ίδια: οι μεγάλοι-τους μεγάλους. Η ποιήτρια αξιοποιεί το λογοτεχνικό σχήμα του κύκλου. Αυτή η κύκλωση των εποχών και η αδιάλειπτη διαδοχή της μιας γενιάς από την άλλη είναι και το μήνυμα του ποιήματος. Έτσι, ενισχύεται η ιδέα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ επάλληλων γενιών.
Οι πρώτοι και οι τελευταίοι στίχοι αντιπαρατίθενται έτσι όπως αντιπαρατίθενται οι γενιές μεταξύ τους.. Οι μεγάλοι ζουν με τα έργα τους, τις παραλείψεις τους, τα ιδανικά τους, τα αλύτρωτα ή πραγματωμένα όνειρά τους, τα δημιουργήματά τους. Ανάμεσα σ΄ αυτά είναι και τα παιδιά τους. Στα παιδιά τους μεταβιβάζονται οι αρχές τους, τα πάθη τους, οι αδυναμίες τους, οι ιδέες τους, τα βιώματα τους άλλοτε ως ζωντανή ιστορική μνήμη και άλλοτε ως μεθοδευμένη προσπάθεια αγωγής.
Η τελευταία φράση σημαίνει ότι οι νεότεροι δέχονται την άμεση επιρροή των μεγαλύτερων μέσω της διαπαιδαγώγησής τους, μέσω των διηγήσεων των πατέρων, μέσω των ιδανικών που υπηρετούν καθημερινά, μέσω του υποδείγματος ζωής που προτείνουν συνειδητά ή ασυνείδητα. Όλοι μας όσο και να διαμορφώνουμε τη δική μας αυτόνομη και ελεύθερη προσωπικότητα φέρουμε μέσα μας τα βιώματα των μεγάλων. Αυτά αποτελούν και τη δική μας κληρονομιά. Είναι μια ζωντανή πραγματικότητα που την εμπεριέχουμε. Οι μεγάλοι έχουν δημιουργήσει έναν κώδικα αξιών, που τον έχουμε εσωτερικεύσει, είτε τον δεχόμαστε είτε όχι. Οι νέοι μπορεί να υφαίνουν τα δικά τους σχέδια και να υψώνουν τα δικά τους λάβαρα, αλλά εμπεριέχουν τους μεγάλους ως μια ζωντανή πραγματικότητα.
3. Η ποιήτρια όταν γράφει το ποίημα είναι περίπου είκοσι ετών. Οι «μεγάλοι» γι’ αυτήν –δηλαδή η γενιά των γονιών της- έχουν ζήσει την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι δικοί σας «μεγάλοι» ποιας εποχής βιώματα κουβαλούν μέσα τους και με ποιον τρόπο σάς τα κοινοποιούν ;
(Δίνεται μια ενδεικτική απάντηση, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό που θα γράψεις εσύ με τις δικές σου εμπειρίες και τον δικό σου τρόπο)
Οι δικοί μου μεγάλοι δεν ανήκουν στη γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά της Μεταπολίτευσης, Από την πτώση της Χούντας και από την κατάργηση της Βασιλείας με το δημοψήφισμα του 1974 έχουν θολές μνήμες, καθώς φοιτούσαν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Όμως τα πρώτα χρόνια της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και κυρίως της ωρίμανσής της, τη θέσπιση και αργότερα την αναθεώρηση του Συντάγματος τα βίωσαν στην εφηβεία τους και έτσι μπορούσαν να τα αξιολογήσουν. Έζησαν σε μια μεταβατική περίοδο. Τα βιώματά τους τα πληροφορούμαστε με ποικίλους τρόπους, Συνηθίζουν να μας μιλάνε για τα δικά τους όνειρα που είναι τώρα για μας δεδομένα, αλλά και σε μένα και τα αδέλφια μας αρέσει να τους ρωτάμε για αυτά που νοσταλγούν πιο πολύ από την εποχή τους ή για αυτά που ζηλεύουν στη δική μας. Συνήθως μιλάνε για τους κινδύνους που μας παραμονεύουν σε σχέση με τη δική τους ανέφελη εφηβεία. Την περιορισμένη ελευθερία τους στο σπίτι, κυρίως η μητέρα μου, και ιδιαίτερα την αυταρχικότητα και τον μονόλογο στο σχολείο, - σ΄ αυτό συμφωνούν και οι δυο- την επιβολή σκληρών τιμωριών και ποινών που τώρα μας φαίνονται απίστευτες για συμπεριφορές, όπως η κόμμωση, το ντύσιμό τους, ή η γλώσσα που μιλούσαν! Επιμένουν ότι είχαν αξίες και ιδανικά και η ζωή τους, παρ’ όλες τις δυσκολίες είχε νόημα. Συχνά αναφέρονται στην ελεγχόμενη και περιορισμένη πρόσβαση στη γνώση, που είχαν, εν αντιθέσει με μας, που μπορούμε να μάθουμε τα πάντα για τα πάντα, αν και αυτό δεν το θεωρούν πάντα τύχη και ευλογία. Φως στην δική τους εποχή ρίχνουν οι αναμνήσεις από τη νεότητά τους, που τους αρέσει να ανακαλούν κυρίως με τους φίλους τους και τους παλιούς γείτονες και συμφοιτητές τους. Πολλά καταλαβαίνουμε, επίσης, και από διηγήσεις του παππού και της γιαγιάς, για τα παιδιά χρόνια των γονιών μας, τις μικρές επαναστάσεις τους στο σπίτι, τα ιδανικά και τα όνειρά τους. Τα πιο πολλά τα καταλαβαίνουμε από τα μουσικά τους ακούσματα, τους δίσκους τους, τις αγαπημένες τους ταινίες και τα βιβλία τους που έχουν συνήθως κοινωνικό ή και επαναστατικό περιεχόμενο. Οι δικοί μου «μεγάλοι» συνηθίζουν να λένε ότι δεν έζησαν μια ζωή με στερήσεις αλλά μια ζωή χωρίς πολλές ευκαιρίες. Και μας συμβουλεύουν να αδράξουμε τις ευκαιρίες της δικής μας εποχής.