Το πορτρέτο της μητέρας μου, James Whistler |
Α. Βιογραφία
Η Περλ Κόμφορτ Σιντενστρίκερ, όπως ήταν το
πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1892 στην Αμερική, στο Χίλσμπορο της Βιρτζίνια,
αλλά μεγάλωσε στη Σαγκάη της Κίνας. Από βρέφος τριών μηνών βρέθηκε στην Κίνα,
όπου και οι δύο γονείς της υπηρετούσαν ως πρεσβυτεριανοί ιεραπόστολοι. Εκεί
διδάχτηκε αγγλικά και κινέζικα και ανατράφηκε με
συνομήλικά της Κινεζόπουλα. Αργότερα επέστρεψε στις Η.Π.Α., για να
σπουδάσει στο Πάντολφ Μέικον Κόλετζ της Βιρτζίνια κι
επέστρεψε στην Κίνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών. Το 1917 παντρεύτηκε
τον Αμερικανό αγρονόμο και ιεραπόστολο Τζον Λόσινγκ Μπακ. Με το όνομα Μπακ θα υπογράφει αργότερα τα έργα
της, αν και θα χρησιμοποιήσει κατά καιρούς και διάφορα ψευδώνυμα. Από τον Μπακ χώρισε
το 1934, για να παντρευτεί τον επόμενο χρόνο τον Νεοϋορκέζο εκδότη Ρίτσαρντ
Ουόλς. Έκτοτε εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ν. Υόρκη. Οι εμπειρίες από την
παιδική της ηλικία στην Κίνα και οι εντυπώσεις της αργότερα από τη σκληρή ζωή
των αγροτών, που πάλευαν με την πείνα
και τη δυστυχία έδωσαν στη Μπακ τα θέματα για πολλά μυθιστορήματά της, που
αγαπήθηκαν σε όλο το κόσμο. Η αγάπη της για τον κινέζικο λαό, σε συνδυασμό με τη
βαθιά γνώση της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων, της παιδείας και του
πολιτισμού του διαμόρφωσαν και τη γραφή
της, που προσιδιάζει στους μεγάλους Κινέζους συγγραφείς. Όπως έλεγε η ίδια, από
εκείνους διδάχτηκε την τέχνη της αφήγησης. Ως συγγραφέας υπήρξε πολύ
παραγωγική. Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και άρθρα
σχετικά με την Κίνα το 1923 και συνέχισε με μυθιστορήματα. Έγραψε
μυθιστορήματα με θέματα από τη ζωή της
Αμερικής, όπως την Περήφανη καρδιά, αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι του έργου
της, της το ενέπνευσε ο κόσμος της Κίνας, τον οποίο αποδίδει με κάποια
πρωτοτυπία και δύναμη συμμετέχοντας στοργικά στα δεινά του. Για την τριλογία της «Καλή γη» της απονεμήθηκε το
βραβείο Πούλιτζερ. Το 1938 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Είναι μάλιστα η πρώτη
γυναίκα Αμερικανίδα που τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση της Λογοτεχνίας. Στον
ευχαριστήριο λόγο της αφιέρωσε το βραβείο της και στην Αμερική και στην Κίνα
και ανάγκασε τον κόσμο της δύσης να γνωρίσει την κινέζικη λογοτεχνία ανοίγοντας
παράλληλα το δρόμο για τη βράβευση διακεκριμένων Κινέζων με Νόμπελ. (Τσεν Μινγκ Γιανγκ, Τσανγκ Ντάου Λι με Νόμπελ
Φυσικής) Κατά τη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου ανέπτυξε μεγάλη
φιλανθρωπική δράση με το ίδρυμα Περλ Μπακ. Το
έργο της συνεχίστηκε μετά το θάνατό της από πολλά Ανθρωπιστικά Σωματεία, που η ίδια είχε
ιδρύσει κυρίως για τη προστασία των μικρών παιδιών και μάλιστα όσων είχαν
ανάγκη περίθαλψης από την Ασία. ιδρύματα. Η ίδια είχε υιοθετήσει έξι παιδιά. Πολλά
έργα της Μπακ έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Πέθανε το 1973 σε ηλικία 61 ετών.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Διηγήματα
* Η πρώτη σύζυγος και άλλα διηγήματα (1933)
* Μακριά και κοντά (1947)
* Το παιδί που ποτέ δε μεγάλωσε (1950)
* Η καλή πράξη (1969)
Μυθιστορήματα
* Ανατολικός άνεμος και δυτικός
άνεμος (1930)
* Η καλή γη [ελληνικός τίτλος : Η μάνα ] (1931)
*
Οι γιοι (1932)
* Ένα χωρισμένο σπίτι (1935)
* Δράκου γέννα (1942)
* Αρχοντική γυναίκα (1936)
Βιογραφίες - Αυτοβιογραφία
*
Η εξορία (1936)
*
Ο μαχητής άγγελος (1936)
* Οι διάφοροι κόσμοι μου
(1954)
Β΄μέρος
Ερμηνευτική προσέγγιση
ΘΕΜΑ
|
Το απόσπασμα προέρχεται
από το μυθιστόρημα της Περλ Μπακ με
πρωτότυπο τίτλο «Η καλή γη» (1931), το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Η μάνα». Το απόσπασμα περιγράφει μια συνηθισμένη μέρα μιας
μητέρας στην Κίνα, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μέσα από τις καθημερινές της
ασχολίες και φροντίδες η μάνα παρουσιάζεται ως το κέντρο και ο μοχλός της
οικογενειακής και κοινωνικής ζωής. Καταξιώνεται ως πρότυπο αγάπης
και προσφοράς και ως θεμέλιο της πατριαρχικής κινέζικης οικογένειας.
The Banality of Everyday Life, Vilhelm Hammershøi |
Δομή
|
Το απόσπασμα δομείται σε τέσσερις ενότητες με κριτήριο τις ασχολίες της
μητέρας:
1. «Έχει καμιά διαφορά…κατηφορίζοντας σ’ ένα
μικρό δρομάκι» ► τα πρωινά καθήκοντα και το ξύπνημα των
παιδιών
2. «Ενώ το σκεφτόταν αυτό…. μια γαβάθα με φαγητό» ► η συζήτηση με τον πατέρα για την αρρώστια
του κοριτσιού
3. «Ναι
είναι αλήθεια…….Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί» ► η ηθική ικανοποίηση και η χαρά της μάνας
από τις ασχολίες της
4. «Αυτή
τη μέρα …..ήσυχη στο δρόμο της ► η αγάπη για τη γερόντισσα πεθερά
Περιεχόμενο – Τεχνική
Πρώτη ενότητα
Με
μια αιφνιδιαστική ρητορική ερώτηση η συγγραφέας προετοιμάζει τον αναγνώστη να
παρακολουθήσει τον καθημερινό ακάματο αγώνα μιας τυπικής Κινέζας μάνας. Η ζωή
μιας μητέρας στην Κίνα δεν διαφέρει από μέρα και μέρα. Ο χρόνος της γεμίζει από
την υπερπροσπάθειά της να φροντίσει την οικογένεια και να τη στηρίξει σε κάθε
στόχο και ανάγκη της. Η ίδια απομακρύνεται στο αθόρυβα στο περιθώριο. Η Μπακ
εξετάζει το ρόλο της γυναίκας και τα καθήκοντα της
μάνας σε αντιδιαστολή με το ρόλο
του άντρα και πατέρα:
Κάθε
πρωί η μητέρα ξυπνά πριν από τα χαράματα
, πιο νωρίς από την υπόλοιπη οικογένεια, πράγμα που τονίζει με έμφαση η
συγγραφέας με την επανάληψη : «ενώ οι
άλλοι κοιμόντουσαν ακόμη», για να φροντίσει και να ταΐζει τα ζώα, να
καθαρίσει το μαντρί, χωρίς να αφήνει καμιά εκκρεμότητα και στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι, για να
ετοιμάσει το πρωινό της οικογένειας.
Κύριο
μέλημά της είναι η φροντίδα της μικρής άρρωστης κόρης της, που ταλαιπωρείται
από ένα κληρονομικό πρόβλημα στα μάτια. Προετοιμάζει βραστό νερό, για να
καθαρίσει τα μάτια της, αμέσως μόλις
ξυπνήσει, την περιβάλλει με στοργή και τρυφερότητα. Προσχεδιάζει την κατάλληλη
ώρα που θα πιέσει τον άνδρα της να αγοράσει μια ειδική αλοιφή, και δεν πτοείται από τις αντιρρήσεις του. Κάθε
πρωί ξυπνά με την αγωνία πώς θα εξασφαλίσει χρήματα για την υγεία της κόρης. Η
μητέρα έχει αποδεχτεί το πρόβλημα της μικρής, χάρις και στα παρηγορητικά λόγια
της πεθεράς της, αλλά δεν παύει να μεριμνά για εκείνη και να ψάχνει τρόπους, για να την
ανακουφίσει. Όπως κάθε μητέρα, έτσι και
αυτή, αγαπά και πονάει τα παιδιά της. Φαίνεται όμως προσηλωμένη στο καλό τους περισσότερο και από τον άντρα της, καθώς
εκείνος εξαντλημένος από τη δουλειά του στα χωράφια και πιεσμένος από τη
φτώχεια και τις στερήσεις είναι απότομος και
οξύθυμος. Τα παιδιά φαίνονται να
τον φοβούνται και πάντως είναι πολύ προσεκτικά στη συμπεριφορά τους, γιατί ήταν
ικανός να «θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα
του». Αν και έχει και τις καλές
του στιγμές, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, είναι χαρακτηριστική η δήλωσή
του, ότι δεν πρόκειται να ξοδέψει χρήματα για τα πονεμένα μάτια του κοριτσιού,
αφού δεν πρόκειται να πεθάνει. και θα
γιατρευτεί, όπως συνέβη και με αυτόν όταν ήταν μικρός, ενώ η μητέρα ανησυχεί
για το κοριτσάκι της. Έκδηλη, λοιπόν,
είναι η αντίθεση των δυο φίλων. Ο άντρας συμπεριφέρεται στην οικογένεια ανάλογα
με την διάθεσή του, αν ήταν κεφάτος, ήταν ευγενικός και είχε καλούς τρόπους, αν
ήταν θυμωμένος, μπορούσε να χτυπήσει τα
παιδιά του για ασήμαντο λόγο. Αντίθετα, η μητέρα ήταν και όφειλε να
είναι πάντοτε καλοσυνάτη, ήρεμη, υπομονετική και ευδιάθετη παραμερίζοντας τις δικές της επιθυμίες.
Δεύτερη
ενότητα
Στην
ενότητα αυτή με το ζωντανό διάλογο ανάμεσα στους δύο γονείς, η συγγραφέας
αποκαλύπτει περισσότερα για τα ήθη της Κίνας και τις αντιλήψεις που
προσδιορίζουν τους κοινωνικούς και οικογενειακούς ρόλους κάθε φύλου. Ο άντρας
εκφράζεται ελεύθερα και ακόμη και οι τρόποι του δεν ελέγχονται από κάποιο
αυστηρό κώδικα ηθικής και αισθητικής. Προβάλλει στην πόρτα, χασμουριέται δυνατά και
χωρίς να καλημερίσει τη γυναίκα του, βαρύς και απρόσιτος από τον ύπνο
περιμένει το πρωινό του, χωρίς να συμμετέχει στην προετοιμασία του. Στην
παράκληση της μάνας να αγοράσει την
αλοιφή για το κοριτσάκι τους, απαντά με θυμό και σκληρότητα, επειδή είναι
κακοδιάθετος. Αντίθετα, η γυναίκα τον
υπηρετεί αγόγγυστα και ενώ πικραίνεται εκφράζει τη δυσαρέσκειά
της ή το παράπονό της μόνο με τη
σιωπή. Μπροστά στον άντρα -αφέντη η γυναίκα
καταπιέζει τα αισθήματά της και σιωπά
χωρίς να αντιδρά. Αναβάλλει μόνο τη συζήτησή τους για μια πιο κατάλληλη στιγμή,
που θα καθοριστεί και πάλι από τον πατέρα, όταν εκείνος είναι ήρεμος και
συζητήσιμος. Είναι χαρακτηριστικό ότι
κατ’ εξαίρεση δεν του δίνει το νερό στο χέρι παρά το ακουμπά στο
τραπέζι. Με αυτές τις αθόρυβες επαναστάσεις διεκδικεί η γυναίκα το καλύτερο όχι
για τον εαυτό της αλλά για το παιδί της. Παράλληλα, έχει το νου της στη
γερόντισσα πεθερά της, χωρίς ποτέ να παραπονείται δείχνοντας στοργή και καρτερικότητα. Αφού
ετοιμάσει το πρωινό και των παιδιών, ανάβει το τζάκι και περιποιείται την
ανήμπορη μικρή.
Η
συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει ότι η οικογένεια ζει φτωχικά και στερείται
τις στοιχειώδεις ανέσεις, τη θέρμανση, το πλούσιο φαγητό. Στην πατριαρχική κοινωνία, λοιπόν, όπως αυτή που περιγράφεται
στο απόσπασμα, η γυναίκα ζει κάτω από τη σκιά, την καταπίεση και την εξουσία
του άντρα, βαδίζει πάντα ένα βήμα πίσω του και καταξιώνεται μέσω των υποχρεώσεών
της και όχι των δικαιωμάτων της.
Τρίτη
ενότητα
Η Μπακ επανέρχεται στην αρχική της επισήμανση για τη ρουτίνα και
την επαναληπτικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή της μάνας, όπως και στην εισαγωγή
του αποσπάσματος. Πλησιάζει όμως τη μητέρα και αφουγκράζεται τις σκέψεις
της. Για έναν άνθρωπο του δυτικού κόσμου
η στάση της Κινέζας, η αστείρευτη ενεργητικότητά της και κυρίως η ικανοποίηση
που αντλεί υπηρετώντας τους οικείους της
πιθανόν θα ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Στον τρόπο οργάνωσης της οικογένειας
αυτής και στην καθημερινότητά της θα έβλεπε πολλή μοναξιά, ανία, ανέχεια,
καταπίεση, αξεπέραστα προβλήματα και στενοχώριες. Γι αυτό η Μπακ βάζει την ίδια
τη μάνα να αποκαλύπτεται με ένα συγγραφικό
τέχνασμα: Τι θα απαντούσε, αν κάποιος τη
ρωτούσε πώς νιώθει για τη ζωή της; Βάζει, λοιπόν, τις σκέψεις της σε
εισαγωγικά, αν και πρόκειται για έναν διάλογο που δεν έγινε ποτέ :Η μάνα δέχεται ότι όλες οι μέρες είναι ίδιες, χωρίς
όμως να είναι πληκτικές ή στενόχωρες. Ξέρει ότι είναι υποταγμένη σε έναν πολύ
απαιτητικό και δύσκολο ρόλο, αλλά δεν τον
αμφισβητεί. Δεν είναι πρόθυμη
να απαλλαγεί από τις ευθύνες της, γιατί
είναι ευθύνες αγάπης. Κουράζεται, αλλά δεν βαρυγκωμά. Δεν προφασίζεται τη μυϊκή
της αδυναμία, ούτε τη σωματική της
διάπλαση, για να απέχει από τις εξωτερικές βαριές εργασίες, αλλά βοηθάει τον
άντρα της στο χωράφι, όπου εκείνος έχει τον κυρίαρχο ρόλο χάρη στην μυϊκή του
δύναμη. Η μάνα ως άνθρωπος δεμένος με τη γη, αντλεί απ’ αυτή τροφή, δύναμη,
πίστη, αλλά και σοφία. Παρομοιάζει,
λοιπόν, την ζωή της με την σπορά. Όπως η γη αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη
συγκομιδή των σπόρων, έτσι και η ζωή της αλλάζει μέρα με τη μέρα, καθώς
υπάρχουν οι γιορτές που δίνουν ένα
διαφορετικό χρώμα, στην άχρωμη ζωή της, αλλά και τα παιδιά που μεγαλώνουν. Έτσι, λοιπόν
μέσα στην αέναη κίνηση της ζωής βρίσκει
διεξόδους να «απασχολείται από την αυγή
ώσπου να πέσει το σκοτάδι» και
έχει κάθε μέρα την προσδοκία να δει το
αποτέλεσμα των κόπων της, την ευτυχία και την ευημερία των αγαπημένων της.
Δεν είναι αποκομμένη κοινωνικά, γιατί συναντά, όταν τις το
επιτρέπουν οι ασχολίες της, τις συγχωριανές της και μοιράζεται μαζί τους
καημούς, αγωνίες αλλά και χαρές. Στηρίζει ηθικά τις φίλες της και τη στηρίζουν
κι εκείνες. Ακόμη και τότε βέβαια παίρνει μαζί της το εργόχειρό της, γιατί ως
άνθρωπος της προσφοράς και της βιοπάλης έχει μάθει να εκτιμά το χρόνο ως ύψιστο αγαθό. Όταν της περισσεύει λίγος
χρόνος, απολαμβάνει να συνοδεύει τον άνδρα της στην αγορά και εκεί μαγεύεται
από εκατοντάδες εντυπωσιακά μικροπράγματα, αλλά δεν μαραζώνει που δεν τα έχει,
ούτε επαναθεωρεί τις αξίες της ζωής της.
Όπως τονίζει η Μπακ ανήκει στις γυναίκες που «μπορούν να ζουν ικανοποιημένες με τον άνδρα και τα παιδιά , χωρίς να σκέφτονται τίποτα
άλλο.». Η αμερικανίδα συγγραφέας περιγράφει τα απλά υλικά της γυναικείας ευτυχίας στην Κίνα με μια
σειρά από λυρικές εικόνες, μέσα από τις οποίες αναδύεται η γυναίκα τροφός, η
γυναίκα ζωοποιός, η γυναίκα εργάτρια, η γυναίκα δημιουργός, η γυναίκα μάνα και
η γυναίκα σύζυγος και ερωμένη. Έτσι, λοιπόν, αντίθετα με ό,τι μπορεί να
φαντάζεται ο σύγχρονος αναγνώστης, η μάνα είναι απόλυτα συνειδητοποιημένη ως προς το ρόλο της: να γνωρίζει τον πόθο του
άντρα της, να κάνει παιδί μαζί του, να το αναθρέφει, να φροντίζει την
οικογένειά της και να εργάζεται στο χωράφι. Και αυτό δεν την στενοχωρεί, όπως
συνέβαινε με τις άλλες γυναίκες της
εποχής και όπως πολύ περισσότερο συμβαίνει σήμερα, αλλά της δίνει δύναμη και
κέφι. Αυτή ακριβώς τη διαφορετική φιλοσοφία ζωής προσπαθεί με επιμέλεια και
ρεαλισμό να προσεγγίσει και να καταγράψει η συγγραφέας
Τέταρτη
ενότητα
Στην τέταρτη ενότητα ο
αναγνώστης επιστρέφει στον πραγματικό χρόνο της ιστορίας. Αφού η συγγραφέας
ξετύλιξε τις σκέψεις της ηρωίδα και
ερμήνευσε τη νοοτροπία και τη φιλοσοφία της, μας παρουσιάζει τη σχέση της με την υπερήλικη μητέρα του
άνδρα της. Η πεθερά της είναι μια γυναίκα ανήμπορη, (γριά
και μισότυφλη) που βρίσκεται στη
δύση της ζωής της και επιπλέον παράξενη και ιδιότροπη, απαιτητική και
ανυπόμονη, όπως είναι συνήθως οι ηλικιωμένοι. Αποτελεί όμως ισότιμο μέλος της
οικογένειας και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη νύφη της. Τη φροντίζει το
ίδιο, δεν την ανταγωνίζεται και δείχνει κατανόηση υπομονή στα καμώματά της. Η
μάνα έχει τη σύνεση και την ευαισθησία να της αναθέτει εύκολες δουλειές ,
κυρίως για να νιώθει η γερόντισσα χρήσιμη και άξια (προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια). Η γιαγιά με τη σειρά της το αναγνωρίζει και την
δείχνει την ευγνωμοσύνη και τη αγάπη
της.
Η συγγραφέας στο σημείο αυτό προχωρεί σε βαθύτερη ηθογράφηση της Κινέζας
μάνας, καθώς η συμπεριφορά της προς την ηλικιωμένη γυναίκα δεν φαίνεται να
απηχεί τις γενικότερες αντιλήψεις της κινέζικης κοινωνίας, αλλά προβάλλει μάλλον ατομικά χαρίσματα της ηρωίδας της. Ενώ
οι άλλες γυναίκες εύχονται να πεθάνει σύντομα η γιαγιά και να απαλλαγεί η φίλη
τους από το βάρος, εκείνη δίνει αποστομωτική απάντηση. Με διακριτικότητα
τονίζει ότι η πεθερά της εξακολουθεί να είναι χρήσιμη. Με μεγάλη λεπτότητα
εκφράζει έμμεσα την τρυφερότητά της για τη γυναίκα και το δέσιμό τους. Δεν θέλει να τη στερηθεί,
γιατί θα της λείψει. Δεν στέκεται στο τι δίνει στη πεθερά της, αλλά στο τι
αντλεί από αυτήν: αγάπη και
συντροφιά. Αρκείται λοιπόν στην παρουσία της. Αυτή ακριβώς η στάση της φαίνεται να εντυπωσιάζει και να
συγκινεί τη συγγραφέα, που περιέθαλψε κάτω από την προστασία της εκατοντάδες
ανήμπορα πλάσματα (τραυματίες πολέμου,
παιδιά με νοητική υστέρηση κ.λ.π. Είχε
άλλωστε και η ίδια ένα παιδί με διανοητική ανεπάρκεια, που δεν εγκατέλειψε ποτέ.) Γι’ αυτό και μέσω
της ηρωίδας της επικρίνει τη στάση πολλών αξιοπρεπών γυναικών του δυτικού
κόσμου που αδιαφορούν για τους
αδύναμους, ταυτίζουν τον εγωισμό τους με το δυναμισμό και
περηφανεύονται για την αδιαφορία τους. (Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν….τον ακό τους τρόπο).
Στη συνέχεια η Μπακ τονίζει την αληθινή και ανυπόκριτη αγάπη της
μάνας για τη γριά, όταν εκείνη αρρώστησε κάποτε και πλησίασε το θάνατο. Εμπλουτίζει
μάλιστα τη διήγησή της με ένα κωμικοτραγικό στιγμιότυπο και το ζωντανεύει με τη
χρήση διαλόγου: «Ακόμα εδώ είσαι,
γριούλα;»….πόσα θα λιώσω ακόμα».. Από τα γεγονότα αυτά αναδεικνύεται και το
πάθος της γερόντισσας για τη ζωή, (πώς
γαντζώθηκε στη ζωή / είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα), που επίσης
οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αξιοπρεπή
και ήρεμη ζωή, που της εξασφάλιζε η νύφη της.
Αξιοσημείωτη είναι σ΄αυτό το χωρίο η συνήθεια των Κινέζων της
εποχής να φορούν στους ηλικιωμένους το νεκρικό τους φόρεμα κάτω από το
καθημερινό τους ρούχο. Το έθιμο αυτό
προβάλλει την εξοικείωση του σοφού κινέζικου λαού με το θάνατο. Δηλώνει
την πνευματική του αμεριμνησία απέναντι στο αναπόφευκτο και την ηθική του
προετοιμασία για τον αποχωρισμό αγαπημένων προσώπων. Δείχνει σεβασμό προς τη
ζωή και τον κύκλο της, αλλά και υποβιβάζει κατά κάποιο τρόπο το θάνατο από παντοδύναμη
θεότητα σε καθημερινή εκκρεμότητα, για
την οποία προνοούν, αλλά και συνεχίζουν τη ζωή τους κανονικά. Το χιούμορ πάντως
απέναντι στον επικείμενο θάνατο της γερόντισσας είναι ένας τρόπος να ξορκίσουν
το κακό οικείος και διαδεδομένος και στο δυτικό κόσμο. Καθώς η μάνα απομακρύνεται για το χωράφι, κοιτάζει
πίσω της τη πεθερά της και επιβεβαιώνει την αγάπη της γι’ αυτήν, ανανεώνοντας
το συμβόλαιο προσφοράς και τιμής προς την πεθερά της.
Γενική αποτίμηση
Η Κίνα της Πέρλ Μπακ δεν είναι η εξωτική χώρα των ειδυλλιακών τοπίων, του στοχασμού και των
αυτοκρατόρων. Είναι η χώρα του μόχθου, της φτώχειας, της βιωμένης σοφίας των
απλών ανθρώπων. Είναι μια χώρα βαθιά
ρεαλιστική, ρημαγμένη από πλημμύρες, σαρωμένη από καταστροφικούς ανέμους,
πληγωμένη από τους πολέμους. Και οι πράξεις των ηρώων της είναι ρυθμισμένες από
αυστηρούς κανόνες: τις συνήθειες, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις κοινωνικές
συνθήκες και τις μεταξύ τους σχέσεις. Πάνω απ’ όλα όμως στο ήθος των
ανθρώπων κυριαρχεί η επίδραση της γης -της γης που τους θρέφει και
στην οποία θα καταλήξουν. Έτσι και η
μάνα είναι μια αρχέγονη μορφή, ζυμωμένη με τη γη, η οποία λειτουργεί επάνω της
ως φυσικός νόμος. Είναι απόλυτα ταγμένη στο φυσικό προορισμό της, που είναι να
γεννά και να μεγαλώνει τα παιδιά και να υπηρετεί την οικογένειά της. Γνωρίζει
και εμπιστεύεται τον φυσικό νόμο της γέννησης και της φθοράς κάθε ανθρώπινου
όντος. Η συγγραφέας βέβαια παρουσιάζει τη μάνα στο απόσπασμα ως μια εξιδανικευμένη
μορφή, καθώς η καλοσύνη της εκφράζεται όχι μόνο στον απότομο, δύστροπο σύζυγο
και την ιδιότροπη πεθερά της, αλλά επεκτείνεται και στο ευρύτερο κοινωνικό της
περιβάλλον. Αυτή η αγιοποίησή της συνδέεται με τη διάθεση της συγγραφέως να
εξυμνήσει μέσω της Κινέζας το ρόλο κάθε μάνας σε οποιαδήποτε γωνιά της γης. .
Από την άλλη μεριά η μάνα του
αποσπάσματος δεν είναι κοινωνιολογικό παράδειγμα για τη μελέτη των ηθών της
Κίνας , αλλά αληθινός χαρακτήρας, με την ατομικότητα και τη μοναδικότητά του.
Με δεδομένη την αλλαγή των εποχών και, ως ένα σημείο, των
κοινωνικών προτύπων, η εικόνα της μάνας, όπως διαγράφεται από τη Μπακ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεπερασμένη, υπάρχουν
ωστόσο αρκετά στοιχεία αυτής της εικόνας που επιβιώνουν στη σύγχρονη κοινωνία,
προσαρμοσμένα βέβαια στις διαφορετικές σημερινές συνθήκες τόσο του τρόπου ζωής
όσο και της σύνθεσης της κοινωνίας. Αυτά είναι η φροντίδα των παιδιών ως
αποκλειστικό και αυτονόητο καθήκον μόνο
της μητέρας, η εργατικότητα και η αφοσίωση, η αυταπάρνηση, η υπομονή και η
καρτερικότητα και η άνευ όρων αγάπη της μάνας για τα παιδιά της.
Γλώσσα
|
Απλή, λιτή, κυριολεκτική, ρεαλιστική και πρωτότυπη είναι η γλώσσα της αφήγησης, όπως τη διδάχτηκε
η συγγραφέας από τους Κινέζους λογοτέχνες και λαϊκούς παραμυθάδες. Διακρίνεται
σε ορισμένα σημεία κάποια ποιητική διάθεση, που εκφράζεται με λυρικούς τόνους.
Εκφραστικά μέσα
|
Μετρημένα
είναι τα εκφραστικά μέσα του αποσπάσματος. Εκτός από τους σύντομους διαλόγους
που προσδίδουν παραστατικότητα και αμεσότητα στην αφήγηση κυριαρχούν οι
μεταφορές, οι εικόνες και τα επίθετα.
Ενδεικτικά:
Μεταφορές: «το
φως ξεχύθηκε σε μεγάλες και φωτεινές αχτίνες»
Εικόνες: «να
νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της», «Καθάρισε τις
γαβάθες…..κοιτάξει πίσω της», « συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο
και τον άνεμο πάνω της»
Επίθετα(περιγραφικά) : «σφιχτά βλέφαρα, πληκτικές μέρες, κεφάτους τρόπους» κ.α.
Παρομοιώσεις: «σαν να ήτανε ένα ακόμη παιδί της».
Παράλληλο κείμενο
Διαβάστε το απόσπασμα από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, Εκδόσεις Κέδρος, σελίδες 11-16, και βρείτε αντιστοιχίες στο
ήθος και το ρόλο των προσώπων σε σχέση με αυτών του διδαγμένου αποσπάσματος.
Απαντήσεις
στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1.
Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει η
οικογένεια και με ποιον τρόπο η μάνα προσπαθεί να τα επιλύσει;
Η
κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος
ανήκει σε μια φτωχική αγροτική και πατριαρχική
οικογένεια της Κίνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Η
οικογένεια αντιμετωπίζει το πρόβλημα της φτώχειας και το άγχος της
επιβίωσης, στερείται τις βασικές οικιακές ανέσεις και την πολυτέλεια του
ελεύθερου χρόνου και της ξεκούρασης. Σ΄αυτά προστίθεται το πρόβλημα υγείας της
μικρής κόρης και η δύσκολη συγκατοίκηση
με τη δύστροπη μάνα του συζύγου.
Η
μάνα προσπαθεί να συμβάλλει με όλους τους τρόπους στην αντιμετώπιση αυτών των
προβλημάτων. Αναλαμβάνει αποκλειστικά
τις οικιακές εργασίες, τη φροντίδα του σπιτιού και των οικιακών ζώων, την ανατροφή των παιδιών.
Μεριμνά για την ηλικιωμένη πεθερά της και τον άντρα της. Για να απαλλάξει από
τα βάρη το σύζυγο, συμμετέχει και στις αγροτικές εργασίες, δείχνει ανοχή στον
αυταρχικό και απότομο χαρακτήρα του και κατανόηση στην κούρασή του από τη
βιοπάλη. Δείχνει υπομονή και αγάπη στη δύστροπη πεθερά της και είναι πάντα πλάι
στα παιδιά της, όταν τη χρειαστούν. Πάνω
από όλα προσφέρει στην οικογένειά της ηρεμία, ασφάλεια και εμπιστοσύνη, γιατί
αφοσιώνεται σ΄ αυτήν αγόγγυστα, με χαρά και ικανοποίηση, χωρίς ποτέ να
βαρυγκωμά.
2.
Κάθε πρόσωπο της οικογένειας έχει
την αγάπη και την φροντίδα της μάνας. Πως εκδηλώνει τη στοργή της στο καθένα;
Κάθε μέλος
της οικογένειας είναι σημαντικό για τη μάνα και η υγεία και η ευτυχία του είναι
καθημερινή της έγνοια. Αγαπά και φροντίζει εξίσου τον άντρα της, τα παιδιά και
την πεθερά της, εξαντλώντας όλα τα ψυχικά της αποθέματα, για να τους
ικανοποιήσει, παραμερίζοντας τις προσωπικές τις ανάγκες. Η αγάπη της προς τον σύζυγό της εκδηλώνεται κυρίως
με την υποταγή αλλά και με την
κατανόηση, την υπομονή στις θυμικές του εκρήξεις, την αμέριστη συμπαράσταση
στον αγώνα του για την επιβίωση της οικογένειας, τον απόλυτο σεβασμό στις
αποφάσεις του και στις επιθυμίες του. Καθημερινά
ετοιμάζει το πρωινό του πριν ξυπνήσει, αργότερα το φαγητό του και τον βοηθά
στις αγροτικές εργασίες. Όπως φροντίζει και υπηρετεί εκείνον, έτσι και περισσότερο
περιβάλλει με την προστασία της τα
παιδιά της. Ετοιμάζει το φαγητό και τα ρούχα τους, τα περιποιείται, τα
υπεραγαπά, δεν τα αφήνει ποτέ μόνα τους, εκτός κι αν τα προσέχει η γιαγιά τους,
και δίνει προτεραιότητα στη θεραπεία της κόρης. Απέναντι στη δύστροπη πεθερά
της, παρόλο που την κουράζει με την γκρίνια της, δείχνει υπομονή, κατανόηση και
αγάπη. Ξέροντας ότι σε λίγο καιρό θα την στερηθεί για πάντα, προσπαθεί να
πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία της, για να την ευχαριστήσει και δεν της αντιμιλά, για να μην την
κακοκαρδίσει.
3.
Πώς αξιοποιεί η μάνα το λιγοστό
ελεύθερο χρόνο της;
Η κεντρική
ηρωίδα είναι μια γυναίκα γεμάτη ζωντάνια και απεριόριστη διάθεση για τη ζωή.
Όταν έχει ελεύθερο χρόνο συναντιέται με
τις συγχωριανές της και μοιράζονται τα νέα και τους καημούς τους∙ άλλοτε συζητώντας για την επικείμενη γέννα κάποιας από τη
συντροφιά, άλλοτε για το χαμένο παιδί κάποιας άλλης και άλλοτε ανταλλάσσοντας
ιδέες για το σχέδιο που πρόκειται να
κεντήσουν πάνω σε ένα παπούτσι ή σε κάποιο καινούργιο πανωφόρι. Είναι χρυσοχέρα
και αγαπά να κατασκευάζει πράγματα με τα χέρια της. Άλλες φορές πάλι συνοδεύει τον άντρα της στην αγορά, για να πουλήσουν τη σοδειά τους, και με την ευκαιρία να
θαυμάσει πρωτόγνωρα πράγματα, που τη γοητεύουν και τη βάζουν σε σκέψεις.
4.
Πώς αντιμετωπίζει ο κοινωνικός
περίγυρος τη γριά; Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γριά και τη μάνα;
Ο κοινωνικός
περίγυρος, όπως εκφράζεται από τα σχόλια της γυναίκας του ξαδέρφου, θεωρεί ότι οι γέροντες
είναι άχρηστοι και αποτελούν ένα επιπλέον βάρος για την οικογένεια. Αν τύχει να
είναι και δύστροποι και ιδιότροποι, όπως η πεθερά της ηρωίδας, πιστεύουν ότι
δεν είναι ηθικά επιλήψιμο να εύχονται το θάνατό τους, που θα τους απαλλάξει από
τη φροντίδα τους και θα τους εξασφαλίσει ένα ακόμη πιάτο στο τραπέζι. Η μάνα
όμως δεν θέλει να στερηθεί την παρουσία της πεθεράς της. Η καλοσύνη της και η
αγάπη της την οπλίζουν με υπομονή απέναντι στις παραξενιές της γερόντισσας και η διακριτικότητά της την
κάνει να δίνει αποστομωτική απάντηση στη γυναίκα του ξαδέρφου. Ξέροντας ότι,
εκτός από τα βάσανα και τα γηρατειά, πιο πολύ βαραίνει τη γερόντισσα η αίσθηση ότι δεν προσφέρει πια τίποτε, της αναθέτει να
φυλάει τα παιδιά ή να προσέχει την πόρτα, για να αισθάνεται χρήσιμη και άξια. Η
αγάπη και η ψυχική της γενναιοδωρία αναγνωρίζονται από τη γερόντισσα, που
αποκαλεί τη νύφη της: «καλή μου κόρη» . Επομένως, ανάμεσα στις δύο γυναίκες υπάρχει σχέση αγάπης, τρυφερότητας και εκτίμησης, ακόμη κι
αν για αυτή τη σχέση πασχίζει περισσότερο η ηρωίδα.
Βάνα Δουληγέρη