Απαντήσεις στις ερωτήσεις
του σχολικού βιβλίου
|
1. Σε ποιο πρόσωπο γίνεται
η αφήγηση; Με ποιον τρόπο περιγράφει ο
αφηγητής τον Αλέξη Ζορμπά; Ποια είναι τα
στοιχεία που τον ελκύουν στην πρώτη τους
συνάντηση;
Απάντηση
Α. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο (τον γνώρισα, κατάλαβα,
κοίταξα) και στα λόγια του αφηγητή και τα λόγια του Ζορμπά. Η
αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και η εστίαση εσωτερική. (Απ' τα είκοσι έξι κεφάλαια
του έργου, τα δεκατέσσερα ξεκινούν με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και άλλα τέσσερα με
πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.) Ο αντιήρωας Ζορμπάς προστατεύεται από τον
αφηγητή του, ο οποίος κάνοντας χρήση του πλεονεκτήματος της εσωτερικής εστίασης
δεν αναφέρει πώς τον αντιμετωπίζει η τοπική αγροτική κοινωνία, ούτε πώς τον
αντιμετώπισαν οι άλλες στο παρελθόν.
Β. Στο απόσπασμα του
σχολικού βιβλίου ο αφηγητής ζωντανεύει το Ζορμπά με ρεαλιστική σχεδόν φωτογραφική περιγραφή. Προσφεύγει στην επίμονη
παράσταση των εξωτερικών
χαρακτηριστικών του, επειδή σ’ αυτά έχει αποτυπωθεί η εμπειρία της ζωής του και έχουν χαραχτεί
ανεξίτηλα τα σημάδια της ψυχής του: είχε
μάτια όλο φλόγα/ πρόσωπο σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο/ είναι φιλήδονος/
φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος/ έμοιαζε με δουλεμένο, δυστυχισμένο ξύλο/ είχε χέρια
γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. .Παράλληλα, ο συγγραφέας
αποκαλύπτει το χαρακτήρα του ήρωα, τις αντιλήψεις, μερικές εμπειρίες του και
ένα κομμάτι από τη βιοθεωρία του με το διάλογο.
Ο διάλογος είναι μια μοναδική ευκαιρία ο ίδιος ο Ζορμπάς με πρωτοπρόσωπη
αφήγηση να μιλήσει για τον εαυτό του και να αυτοπροσδιοριστεί.
Γ. Ο συγγραφέας εντυπωσιάζεται αρχικά από την ευθύτητα
και την αμεσότητα, με την οποία ο Ζορμπάς τον πλησιάζει και ζητάει αυτό που
θέλει χωρίς περιστροφές. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Ζορμπά είναι
ένα επιπλέον ελκυστικό στοιχείο πάνω του, ιδιαίτερα τα μάτια του, γιατί
δείχνουν άνθρωπο ψημένο στη ζωή, ξύπνιο, με ισχυρή προσωπικότητα. Η αφοπλιστική
του ειλικρίνεια και η αντισυμβατικότητά του έρχονται να συμπληρώσουν τη
θετική εικόνα του. Επίσης, το πάθος και η φλόγα των συναισθημάτων του,
που τον παρέσυρε άλλοτε σε ακραία συμπεριφορά (με τον εργοδότη του), άλλοτε σε
υπερβάσεις (το σαντούρι). Η θέρμη σε ό,τι έλεγε (το θερμό λαρύγγι),
γιατί μιλούσε με τη γλώσσα της καρδιάς. Ο αυτοσαρκασμός του, η ικανότητά
του να κοροϊδεύει τον εαυτό του και η ζωτική του ενέργεια, η «δροσεράδα της
καρδιάς» του επέδρασαν συνάμα αποφασιστικά στη γοητεία που ασκούσε ο Ζορμπάς.
Το πιο σημαντικό στοιχείο πάνω του,
ωστόσο, είναι η βιωματική σχέση του
με τη μουσική, οι αντιλήψεις του για την τέχνη, η τρυφερή του σχέση με το
σαντούρι, που το κουβαλάει μαζί του ως πολύτιμο σύντροφό του και μόνη περιουσία
του.
2. Πώς παρουσιάζει τον εαυτό του ο αφηγητής, ώστε να τον
αντιδιαστείλει με τον Ζορμπά;
Απάντηση
Ο αφηγητής είναι μορφωμένος, εγγράμματος, καλαμαράς,
όπως λέει ο ίδιος καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, ανακαλύπτει τη ζωή κυρίως μέσα
από το διάβασμα, αξιοποιεί τις ώρες αναμονής διαβάζοντας Δάντη. Από το
φημισμένο Δάντη όμως τον αποσπά ο άσημος, αγράμματος ξένος, που έχει πολλά να
πει όχι από τους λαβύρινθους του μυαλού του αλλά από την περιπέτεια της ζωής
του. Ο Ζορμπάς είναι «μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή»,ο πρακτικός, εμπειρικός
άνθρωπος, που αν και δεν έχει μορφωτικά εφόδια έχει σοφία και πνευματικότητα.
Είναι ψημένος στη ζωή, ανεξάρτητος, δυνατός, ελεύθερος, ορμητικός, παθιασμένος.
Έχει παραμείνει δεμένος με τη μάνα Γη, ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, γνήσιος,
αυθεντικός. Ζει τα πάντα με πάθος, ανακαλύπτει τα πράγματα σαν να τα βλέπει
πρώτη φορά. Κάτι που οι σοφοί πολλές φορές
ξεχνάνε εγκλωβισμένοι στη σοφία τους και αποκομμένοι από τη ζωή.
3. Πώς αφηγείται ο Ζορμπάς τη
γνωριμία του με το σαντούρι; Ποια είναι η αντίδραση του πατέρα του στην
επιθυμία του να μάθει αυτό το όργανο; Συγκρίνετε τη στάση του νεαρού Ζορμπά με
τη στάση του γιου του αγιογράφου στο διήγημα του Κ. Θεοτόκη Η τέχνη του
αγιογράφου.
Αρχικά
μιλάει για το σαντούρι σαν να είναι γι αυτόν ένα μέσο βιοπορισμού και τίποτε
άλλο. (όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω
στους καφενέδες και παίζω σαντούρι).Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές
όμως καταλαβαίνουμε ότι η φτώχεια ενίοτε τον αναγκάζει να κάνει για τους άλλους
αυτό που κάνει στο βάθος για τον εαυτό του. Ο Ζορμπάς παίζει για να ακούει και
όχι για να τον ακούν. Μετά την ερώτηση του συνομιλητή του, ο οποίος έδειξε μάλλον
αδιάφορος για τα παρωνύμιά του, αποκαλύπτει ότι, όταν το πρωτοάκουσε,
μαγεύτηκε, συγκλονίστηκε (πιάστηκε η αναπνοή μου). Από κει και πέρα η περιγραφή
του μοιάζει σαν να αφηγείται την πρώτη σπίθα ενός κεραυνοβόλου έρωτα, τη σαρωτική γνωριμία του
με έναν άνθρωπο, μια ζωντανή ψυχή που έμελλε να ανατρέψει τα πάντα στη ζωή του.
Συγκρούστηκε με τον πατέρα του, αδιαφόρησε για τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς των
μουσικών και παρέμεινε αδιαπραγμάτευτος. Αρνήθηκε να το συζητήσει ή να
δικαιολογηθεί. Δεν έτρωγε, δεν γλεντούσε σαν νέος, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο.
Ήταν σαν να του είχε αποκαλυφθεί ένας καινούργιος κόσμος. Όταν διαπιστώνει την
άρνηση του πατέρα του, αναλαμβάνει δράση. Δίνει όλες του τις οικονομίες, για να
αγοράσει σαντούρι. Εγκαταλείπει την ασφάλεια και τη θαλπωρή του σπιτιού του,
αναζητεί και βρίσκει τον καλύτερο δάσκαλο, γονατίζει στα πόδια του, τον συγκινεί με το
πάθος και την ορμή του.
Ο
πατέρας του Ζορμπά, επειδή εκείνη την εποχή οι μουσικοί ήταν πλανόδιοι
επαγγελματίες, άρα περιφρονημένοι και τα λαϊκά παραδοσιακά όργανα δεν είχαν το
κύρος και την αίγλη ενός κλασικού οργάνου, αντιδρά στο όνειρο του γιου του.
Θυμώνει και προσπαθεί μάταια να τον νουθετήσει.
Ο
Ζορμπάς κάνει τα πάντα για να μάθει την τέχνη της μουσικής. Αψηφά τις εντολές
του πατέρα του. Το σαντούρι γίνεται σκοπός της ζωής του. Έχει και το πάθος και
το ταλέντο, αφού σε ένα χρόνο μαθαίνει ένα πάρα πολύ δύσκολο όργανο. Αντίθετα, ο επίσης εικοσάχρονος γιος του
αγιογράφου αντιμετωπίζει την αγιογραφία σαν καταναγκαστικό έργο. Δεν τον
συγκινεί, απλώς συμβιβάζεται με τα σχέδια της οικογενειακής επιχείρησης και τις
προσδοκίες του πατέρα του. Υποτάσσεται στις διαταγές και απειλές του πατέρα
του. Στην πραγματικότητα ονειρεύεται μια ζωή κοντά στη φύση και δεν διαθέτει καλλιτεχνικό ταλέντο.
4. «Τι θα πει τέχνη… λόγια»: Γιατί ένας
συγγραφέας που τόσα πολλά έχει διαβάσει περί τέχνης, θεωρεί σοφά τα λόγια του
Ζορμπά; Συμμερίζεστε το θαυμασμό του συγγραφέα για το Ζορμπά και γιατί;
Απάντηση
α.) Ο Ζορμπάς δηλώνει ότι «το σαντούρι θέλει να συλλογάσαι
σαντούρι». Η τέχνη δηλαδή θέλει αφοσίωση και πάθος. Απαιτεί να της δοθεί κανείς
ολοκληρωτικά. Πίσω από τα λόγια του κρύβεται η ιδέα ότι τα μικρά ή τα μεγάλα
προβλήματα της ζωής, το άγχος της επιβίωσης, η τριβή με την άχαρη
καθημερινότητα στραγγαλίζουν την έκφραση, αποπροσανατολίζουν τη σκέψη και συχνά
διαστρέφουν την τέχνη, θέτοντάς την στην
υπηρεσία αλλότριων σκοπών. Από την άλλη
μεριά, ο Ζορμπάς δεν έμαθε σαντούρι
υπολογίζοντας πώς θα αξιοποιήσει αυτή την τέχνη πρακτικά για το χρήμα,
την διάκριση ή την κοινωνική προσφορά. Έμαθε σαντούρι, γιατί η μελωδικότητά του
του προκάλεσε τέτοιους ψυχικούς κραδασμούς, ώστε χωρίς αυτό δεν θα ένιωθε ποτέ
ισορροπημένος. Έμαθε σαντούρι, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο αφηγητής θεωρεί
σοφά τα λόγια του, γιατί, αν και δεν
είναι εγγράμματος και δεν έχει θεωρητικά εφόδια, διείσδυσε στην αληθινή ουσία
της τέχνης, που δεν είναι προϊόν πνευματικότητας αλλά καρπός γνήσιας και ανόθευτης συγκίνησης. Γι αυτό όπως
εξομολογείται ο συγγραφέας στην «Αναφορά στο Γκρέκο» από το λιονταρίσιο μυαλό
του Ζορμπά έμαθε περισσότερα από ό,τι
του μετέδωσαν οι έρημοι δάσκαλοί του.
β) Τα λόγια του Ζορμπά έχουν ιδιαίτερη
βαρύτητα ιδίως σήμερα, κυρίως γιατί η τέχνη έχει εκφυλιστεί σε βιομηχανικό προϊόν
και γιατί ο γνήσιος έρωτας για τη μουσική και όχι για τη διασημότητα, την
προβολή και το κέρδος σπανίζει. Τα λόγια του συγκινούν και για έναν άλλο λόγο.
Γιατί αν και δεν μορφώθηκε, έχει συγκροτημένη σκέψη, μπορεί να φτάνει στο
κουκούτσι της αλήθειας και να την εκφράζει με
καθαρότητα.
Σχολιασμός διαθεματικών
εργασιών
Βρείτε
πληροφορίες για το σαντούρι και στο
μάθημα της Μουσικής ακούστε τον ήχο του.
Το σαντούρι είναι ένα από τα πιο
παλιά και παράξενα έγχορδα μουσικά όργανα. Έχει σχήμα ισοσκελούς
τραπεζίου και φέρει ηχείο βάθους 4 – 5 εκατοστών και περισσότερες από 100 χορδές, από 2,3 ή 4 για κάθε μουσικό φθόγγο.
Οι μονές χορδές του είναι από χάλκινα σύρματα και παράγουν μπάσους ήχους,
ενώ οι ζυγές, που είναι για πρίμα ήχους είναι από μπρούτζινα ή ατσάλινα
σύρματα. Ο σαντουριέρης κρεμάει το σαντούρι στο λαιμό του ή το ακουμπάει σε ένα
τραπέζι και κτυπώντας τις χορδές με τις μπαγκέτες - δύο ξύλινα ραβδάκια
επενδεδυμένα στη μία άκρη με βαμβάκι ,ή δέρμα, για να παράγεται γλυκός
ήχος- παίζει αυτό το ιδιαίτερο και
σπάνιο μουσικό όργανο.
Το σαντούρι είναι συγγενικό όργανο με το
χορδόφωνο σαντούρ, που χρησιμοποιείται στην κλασσική μουσική του Ισλάμ. (στο απόσπασμα ο Ζορμπάς
έχει Τούρκο δάσκαλο) .Αρκετοί μουσικολόγοι
πιστεύουν πως είναι το ίδιο όργανο με το βυζαντινό «ψαλτήριο» ή «επιγόνιο», εξ
ου και η ονομασία του σαντούρι (ψαλτήρι -
πσαλτίρ- σαλτίρ- σαντίρ -
σαντούρι). Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τις περσικές
λέξεις "σαν ταρ" = εκατό χορδές. Σαντούρια επίσης μπορούμε να βρούμε
στη Ρουμανία, καθώς και σε χώρες της Μέσης Ανατολής (Αραβία, Ιράν κλπ) αλλά
διαφέρουν από λίγο έως πολύ από το ελληνικό σαντούρι.
Αρχικά το σαντούρι ήταν όργανο μελωδίας.
Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τα άλλα όργανα, ενώ παράλληλα μπορούσε να κρατήσει
ένα ίσο στην τονική (βάση) ή την πέμπτη της κλίμακας. Σήμερα μπορεί να παίζει
τη μελωδία, είτε μόνο του είτε μαζί με τα άλλα όργανα, καθώς και να παίζει τις
συγχορδίες πάνω στο ρυθμό. Η μελωδική του έκταση είναι περίπου τρεισήμισυ
οκτάβες (όπως και στο κανονάκι), με συνολικά 100-110 περίπου χορδές.
Στο παίξιμο χρησιμοποιείται κυρίως ο καρπός του χεριού και λιγότερο τα δάκτυλα. Θεωρείται γενικά δύσκολο όργανο και απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και μουσική αντίληψη. Βγάζει έναν εντελώς ξεχωριστό, πλούσιο και χαρακτηριστικό ήχο.
Στο παίξιμο χρησιμοποιείται κυρίως ο καρπός του χεριού και λιγότερο τα δάκτυλα. Θεωρείται γενικά δύσκολο όργανο και απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και μουσική αντίληψη. Βγάζει έναν εντελώς ξεχωριστό, πλούσιο και χαρακτηριστικό ήχο.
Το σαντούρι συναντάται πολύ συχνά στη
Μυτιλήνη και αυτό γιατί ήρθε στην Ελλάδα από τους Έλληνες της Μικρός Ασίας.
Ακόμα και σήμερα οι τεχνίτες στη Μυτιλήνη φτιάχνουν τα σαντούρια με τον ίδιο
παραδοσιακό τρόπο από ξύλο πεύκου ή ξύλο καρυδιάς. Το σαντούρι είναι παρόν σε
κάθε παραδοσιακή εκδήλωση στο νησί.
Το σαντούρι "παίζει" κυρίως σε μικρασιάτικα, νησιώτικα και στεριανά κομμάτια, με πιο γνωστό εκτελεστή τον Αριστείδη Μόσχο (μεγάλο δάσκαλο, που έφυγε στα 2001). Άλλοι δεξιοτέχνες του οργάνου είναι οι Τ. Διακογιώργης, Ν. Καλαϊντζής (Μπινταγιάλας), Ν. Καρατάσος, καθώς και οι νεότεροι Α. Κατσιγιάννης και Μ. Παπαδέας και η μικρή Αρετή Κετιμέ.
★ Αξίζει να επισκεφτεί
κανείς το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών οργάνων από τη συλλογή του
Φοίβου Ανωγειανάκη, στην πλατεία Αέρηδων στην Πλάκα, να δει από κοντά το
σαντούρι και να ακούσει τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες του μουσικολόγου του
Μουσείου