τον κοίταξα καλά καλά και του ’βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από
τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε
και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να
’ρθει, να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να
κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το
μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ — πως μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί·
μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα:
«Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω
από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό.» Τι ’ναι
το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι
γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι άνθρωποι και μεθούνε, γιατί
μεθούνε; όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που
ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που
δε σε σπέρνουν!» μου αποκρίθηκε.
Από την Αναφορά στο Γκρέκο