} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

11.5.16

«Γιατί;», Γιάννης Μαγκλής


Θέμα
     Το διήγημα «Γιατί;» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» και δημοσιεύτηκε το 1956. Κοινός  άξονας των ιστοριών της συλλογής είναι η καταδίκη του πολέμου και η εξύμνηση της ομόνοιας και της συναδέλφωσης των λαών.
      Στο ανθολογούμενο διήγημα ένας στρατιώτης μετά το τέλος μιας μάχης σπεύδει σε μια πηγή να ξεδιψάσει και να πλυθεί. Μετά από λίγα λεπτά ευφορίας και ξεκούρασης βλέπει έναν αντίπαλο στρατιώτη να πλησιάζει στην πηγή. Αυτόματα τραβάει το πιστόλι από τη μέση του και χωρίς να συγκινηθεί από τα παρακάλια του άλλου, τον σκοτώνει. Όταν μετά από λίγα λεπτά συνειδητοποιεί την πράξη του, συγκλονίζεται και κρατώντας το άψυχο σώμα στην αγκαλιά του σπαράζει και  παρακαλεί το Θεό να τον συγχωρήσει
Ο τίτλος
 Μια ελλειπτική ερωτηματική πρόταση έχει αναρτήσει σε τίτλο ο συγγραφέας, σαν λεζάντα αντιπολεμικής αφίσας, όπου. η αφήγηση της ιστορίας ισοδυναμεί με μια εικόνα φρίκης από το μέτωπο ενός πολέμου.  Διαβάζοντας κανείς το διήγημα μπορεί να τη συμπληρώσει: «Γιατί να υπάρχει ο πόλεμος;», «Γιατί να χάνονται έτσι άδικα οι ανθρώπινες ζωές;». «Γιατί δεν τελειώνει αυτή η φρικτή ντροπιαστική ιστορία για την ανθρωπότητα;» «Γιατί επιτρέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»
Δομή
Το διήγημα χωρίζεται σε τρεις νοηματικές ενότητες: Θεματικός άξονας των τριών ενοτήτων είναι η ηθική μεταστροφή  ενός στρατιώτη. Στην πρώτη ενότητα το νερό τον εξανθρωπίζει, στη δεύτερη η ανακλαστική δολοφονία του συνανθρώπου του προβάλλει την ηθική του απογύμνωση και στην τρίτη συνειδητοποιώντας την αλλοτρίωσή του από τον παραλογισμό του πολέμου, μέσα από τη συντριβή του ξαναγίνεται άνθρωπος :
1.     «Σουρούπωνε και η μάχη…κι έστριψε το κεφάλι να δει»
       Το λυτρωτικό  ξεδίψασμα  του στρατιώτη στην πηγή  
εξανθρώπιση

2.     «Ένας άλλος στρατιώτης…Πώς με κατάντησες
        η εν ψυχρώ εκτέλεση του άοπλου αντιπάλου  
αποθηρίωση

3.     « Ένα σκληρό χέρι….. ο άλλος πια δεν άκουγε»
        Η μετάνοια  του θύτη και η  συντριβή του  
εξανθρώπιση



Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

  1. Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών.
Ο αφηγητής δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των δυο στρατιωτών, γιατί δεν επιδιώκει να ταυτιστεί ο αναγνώστης με το θύμα ή το θύτη. Εξάλλου, θύματα είναι και οι δύο στρατιώτες. Κυρίως δεν επιθυμεί να συνδέσει ο αναγνώστης την εν ψυχρώ εκτέλεση που διαπράττει ο στρατιώτης με την εθνικότητά του, το θρήσκευμα ή όποια άλλη του ιδιότητα αλλά με τον πραγματικό ηθικό αυτουργό, τον πόλεμο. Ο παραλογισμός του πολέμου οπλίζει το χέρι του νεαρού. Και κάτω από τις συνθήκες αγριότητας , μίσους και φόβου, που επιβάλλει ο πόλεμος ο καθένας θα αντιδρούσε το ίδιο. Για το συγγραφέα το τραγικό είναι ακριβώς αυτό, ότι ο πόλεμος βγάζει το χειρότερο εαυτό απ’  τον καθένα και ευτελίζει τις αξίες του, όπως κι αν γαλουχήθηκε. Παράλληλα, όπως καταδεικνύει ότι ο καθένας, ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα και πολιτισμό θα μπορούσε να διαπράξει ένα έγκλημα, μια απάνθρωπη πράξη, έτσι με την ηθική συντριβή του ανώνυμου στρατιώτη προβάλλει ότι ο καθένας μπορεί να πλησιάσει την ειρήνη, την αγάπη και την ανθρωπιά.


  1. Ποια κοινά γνωρίσματα έχουν οι δυο αντίπαλοι στρατιώτες;
Οι δυο στρατιώτες παρόλο που βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα έχουν πιο πολλά κοινά χαρακτηριστικά, που τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν. Και οι δυο κάνουν τις ίδιες σκέψεις και εκφράζουν τις ίδιες ιδέες ο καθένας στη δική του γλώσσα. Έχουν την ίδια ηλικία, είναι πολύ νέοι, επιθυμούν να γυρίσουν στο σπίτι τους και την οικογένειά τους που τους περιμένει. Και τους δυο τους κατέβαλε ο πόλεμος, τους εξουθένωσε η κάψα του ήλιου, η δίψα, η νοσταλγία για τους δικούς τους, ο φόβος και η αγωνία, αν θα προλάβουν να τους ξαναδούν. Λαχταράνε το δροσερό νερό. Εκφράζουν το ίδιο πνεύμα συναδέλφωσης, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αν και είναι αντίπαλοι (αδελφέ μου άνθρωπε : είναι μια φράση που εκφράζει και τους δυο).Και οι δύο ικετεύουν για τη ζωή τους. Ο στρατιώτης  εκλιπαρεί να μην τον σκοτώσει ο συνάνθρωπός του και ο θύτης μετά την πράξη του παρακαλεί το Θεό για τη ζωή του λαβωμένου και τη σωτηρία της δικής του ψυχής.
Αν αντιστρέψουμε δε τους ρόλους και φανταστούμε να φτάνει στην πηγή οπλισμένος ο δεύτερος και ξαφνικά να αντιλαμβάνεται την «απειλητική» παρουσία του άλλου είναι βέβαιο ότι θα ξέχναγε και αυτός μονομιάς το Θεό και θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο, γιατί ο πόλεμος εκπαιδεύει τους ανθρώπους να βλέπουν τη στολή και όχι τον άνθρωπο

  1. Περιγράψτε τη μεταβολή της ψυχικής κατάστασης του στρατιώτη από τη στιγμή που πυροβόλησε τον εχθρό ως τη στιγμή που τον είδε νεκρό.

Η συμπεριφορά του νέου στρατιώτη είναι διαφορετική πριν και μετά τον πυροβολισμό του αντιπάλου. Όταν συνάντησε τον εχθρό, χωρίς κανένα δισταγμό πάτησε τη σκανδάλη και τον σκότωσε αγνοώντας τις ικεσίες για τη ζωή του. Παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος σκληρόκαρδος και αδίστακτος. Όταν όμως είδε τον νεκρό, συνειδητοποίησε την πράξη του και ξέσπασε σε λυγμούς ζητώντας από το Θεό να τον συγχωρήσει και να σώσει τη ζωή του άτυχου στρατιώτη, «Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.». Τα λόγια αυτά φανερώνουν έναν άνθρωπο μεταμελημένο και ευαίσθητο, πρόθυμο να βοηθήσει τον εχθρό του.

  1. Ο ένας στρατιώτης σκοτώνει, ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το τραγικό πρόσωπο και γιατί;

Κεντρικός άξονας του διηγήματος είναι η εν ψυχρώ εκτέλεση ενός στρατιώτη από έναν άλλο, όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά στην ανάπαυλα, σε μια ειρηνική τοποθεσία, όπου σπεύδουν κι οι δυο να ξεδιψάσουν. Τραγικό είναι το πρόσωπο που αντιμετωπίζει ένα δίλημμα ηθικό και όποια απόφαση κι αν πάρει, θα παραβιάσει ηθικούς νόμους και θα συντριβεί από το βάρος της πράξης του.  Άρα τραγικό είναι το πρόσωπο που είχε επιλογή. Στην προκειμένη περίπτωση επιλογή είχε ο θύτης. Ήταν στο χέρι του ή να σώσει το γιο μιας μάνας, τον αγαπημένο μιας κοπέλας, έναν νεαρό, που λαχταρούσε να τελειώσει ο πόλεμος, για να χαρεί τη ζωή του ή να πυροβολήσει τον εχθρό σώζοντας τον εαυτό του, τιμώντας τους λόγους, για τους οποίους πολεμά και βοηθώντας τους συμπολεμιστές του, γλιτώνοντάς τους ίσως από τον δικό τους θύτη. Βέβαια, ο στρατιώτης  ενήργησε αστραπιαία,  ενστικτωδώς, χωρίς να έχει το χρόνο και την ψυχραιμία να προσμετρήσει το βάρος της πράξης του με νηφαλιότητα, ενώ οι τραγικοί ήρωες συμμετέχουν ολόψυχα στις πράξεις τους. Όμως αυτό ακριβώς τον τυραννάει, ότι αφαίρεσε μια ζωή, χωρίς να το θέλει.  Γι΄ αυτό και ο συγγραφέας μάς καλεί στη δική του θέση να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας, που είναι αληθινά δραματική και διδακτική και όχι στη θέση του θύματος. Ο τραγικός ήρωας ελέγχεται από  ισχυρότατες και ακατανίκητες δυνάμεις, που τον ξεπερνούν, τον  υποτάσσουν ,  θολώνουν την κρίση του (άτη) και ελέγχουν σε ένα βαθμό τη ζωή του. Η ακατανίκητη δύναμη εδώ, που οπλίζει το χέρι του στρατιώτη και  συνθλίβει τη βούλησή του, είναι ο πόλεμος. Και ενώ στην αρχή ο στρατιώτης-θύτης προκαλεί το θυμό μας και ο στρατιώτης-θύμα τον οίκτο μας, στην πορεία παρακολουθώντας τον συντετριμμένο ήρωα της ιστορίας νιώθουμε  αληθινή συμπάθεια και  συμπόνια για κείνον.
.

  1. Εντοπίστε τα βασικότερα σημεία του κειμένου, μέσα από τα οποία προκύπτει το ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό του μήνυμα.

Το διήγημα έχει ξεκάθαρο αντιπολεμικό χαρακτήρα και Ο Μαγκλής ήθελε με την ιστορία αυτή να μεταδώσει στους αναγνώστες ανθρωπιστικά και αντιπολεμικά μηνύματα, δηλαδή να καταδικάσει τον πόλεμο και να προωθήσει την ιδέα της συναδέλφωσης των λαών. Ο φιλειρηνισμός και ο ανθρωπισμός εκφράζουν  ιδανικά  συνυφασμένα και αξεχώριστα. Έτσι, τα σημεία του κειμένου που προβάλλουν αυτά τα ιδεώδη είναι κυρίως τα εξής:
·        «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος»,
·        «Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή»,
·        «Γιατί το ’κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε;
·        Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου
·         «-Θέ μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει»,
·        «-Αδερφέ μου, του ’λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά»,
·        «Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ»
·        «Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ΄θελα»
·        «Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο…σα να ’τανε αδέρφια».
Παράλληλα, πρέπει να σημειώσουμε και ορισμένα που εκφράζουν έμμεσα  και υπαινικτικά την απέχθεια προς τον πόλεμο:
·         «Σηκώθηκε ο ήλιος να βλέπει τους ανθρώπους και να σκοτώνονται συναμεταξύ τους και έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.»
·        «Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι…»
·        «Ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό».
·        «καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος»



Παράλληλο κείμενο

1. Το σφακοκέφαλο, Γιώτα Αναγνώστου

Στο πηγάδι τη βρήκε. Έριχνε το σίκλο και τραβούσε να γεμίσει τη βαρέλα της. Ξεκαβαλίκεψε το κόκκινο μουλάρι και της ζήτησε νερό. Όλα κόκκινα. Τα μάγουλά του, τα δικά της, το μουλάρι. Του ‘δωσε. Τα μάτια χαμηλά. 
Σαββάτο θα σε ζητήξω, της είπε και σκούπισε το στόμα με το μανίκι. Δεν απάντησε. Μόνο η καρδιά της χτύπαγε σαν την τρελή. Πήρε ξανά το σίκλο. Γέμισε τη βαρέλα. Την τάπωσε καλά μ’ ένα κότσαλο τυλιγμένο με καρυδόφυλλα. Τη ζαλώθηκε στην πλάτη με τη ριγανέλα και κίνησε για το σπίτι. Τσάκισε ένα σφακοκέφαλο στον δρόμο και το ‘χωσε στον κόρφο της για το κακό το μάτι, γιατί στο μαχαλά της ήταν το σπίτι της βαβω-Λένης που μ’ ένα βλέμμα μοναχά μπορούσε να σκάσει σκρίκες και μπεστούρες.
Δεν έφτασε ποτέ Σαββάτο. Ούτε στον μαχαλά της πρόκανε να πάει. Γερμανικό βόλι τη θέρισε στον κόρφο τον αφίλητο, όπως εκείνη είχε τσακίσει το σφακοκέφαλο για το κακό το μάτι, κι η καψοβάβω ούτε που την είχε δει. 
Πού ήσουν μωρή, παλιοβάβω, να τους γυρίσεις το κακό σου μάτι που αφάνισαν ολόκληρο χωριό.



2. 
┄1940. Ένα απόγευμα, είχαμε βγει περίπολο.
Κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους.
«Άλτ!» φωνάζω, και ξεπετάγονται δύο Ιταλοί φωνάζοντας:
«Φρατέλο!» (Αδερφός).
«Ρίχτους!», ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου.
Έντρομοι οι Ιταλοί μου ξαναφωνάζουν: «Φρατέλο – Φρατέλο!»
Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι έχω να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. «Άι στο διάολο», λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό. «Γιατί τους έφερες εδώ, δε σου είπα ρίχτους;» Τσαντίζομαι εγώ, του δίνω το όπλο και του λέω:
«Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος».
Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μου λέει:
«Πως σε λένε ρε;» '
«Κώστα Χατζηχρήστο» του λέω.
Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά:
«Πάρτους, δέστους σε κανένα δέντρο, άστους και ψωμί
και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θά 'ναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες.»
Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο Ιταλοί...
Κώστας Χατζηχρήστος

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ο Χατζηχρήστος τα λέει όλα»
Πηγή: Πρόσωπα