} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

3.3.16

Το όνειρο της Κλάρας, Κωνσταντίνου Χατζόπουλου

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΛΑΡΑΣ

  
    

Την Κλάρα δέν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δέν τήν αγάπησε ποτέ κανείς, καί στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μιά φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση μέ τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες καί τά βαποράκια στο ποτάμι καί στις λίμνες μέ τον άλλον.
Αυτά όλα γίνονταν τις Κυριακές που η Κλάρα έμενε στο σπίτι καί συντρόφευε τήν άρρωστη μητέρα της, ή έβγαινε το αποβραδίς στ' απόμερα για ν' ανασάνη καί νά πλάση καλύτερα έξω στον αέρα τό όνειρο πού θα ιστορούσε τήν άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ό φίλος πού είχε τώρα ήταν ένας ξένος μέ μελαψή θωριά, μέ μαύρα μάτια καί μαλλιά. Ήταν από μακρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δέν πέφτει ποτέ χιόνι, όπου οι κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σέ πυρρή άχνα, τά δέντρα κρεμούνε προς τά κάτω τά κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παράξενα καί τά λευκά καί σιωπηλά παλάτια καθρεφτί­ζουν τις κολώνες τους καί τις κορφές στ' ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τά μάτια, όταν ή Κλάρα διηγόταν πώς έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι καί θά τήν πάρη νά πάν εκεί νά ζήσουνε μαζί.
         
Κ' ή Κλάρα τον περίμενε νά ρθή, όπως είχε περιμένει καί τούς άλλους πού δέν ήρθαν. Κ' ένα βράδυ, εκεί πού γύριζε στό σπίτι κ' ένιωσε ξαφνικά νά τήν ακολουθούν σιγά κι αργά σάν τά δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μήν είναι αύτός αληθινά. Μά σά νά τη σταμάτησε μεμιάς τό αίμα, ή καρδιά της χτυ­πούσε τόσο πού δέν μπόρεσε νά στρέψη πίσω να στρέψη πίσω να τον δεί.  Μόνο όταν έφτασε στήν πόρτα της καί μπήκε μέσα, γύρισε κ' έριξε πίσω γλήγορη ματιά καί είδε αντίκρυ τά μάτια του πού λάμπαν κάτω από τό φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστική τή σκάλα κ' έτρεξε στό παράθυρο. Εκείνος στεκόταν ακίνητος κοντά στό στύλο του φαναριού κ' είχε τά μάτια καρφωμένα στό παράθυρο της.
         Ή Κλάρα δέν κοιμήθηκε ούτε κείνη τή νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί τά βήματα του αγνώστου τήν ξαναπήρανε κοντά καί τό άλλο βράδυ. Κι όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστάθηκε σά στύλος αντίκρυ στο παράθυρο μέ τά μάτια γυρισμένα εκεί. Τό τρίτο βράδυ δέν βαστούσε άλλο ή Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της καί ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη νά πάη ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς νά ξέρη που τραβά. Ό ένας δρόμος έβγαζε στον άλλο καί κείνος έξω στο μεγάλο πάρκο. Ή Κλάρα πέρασε το μέρος πού ήτανε γε­μάτο φως καί κόσμο καί μπήκε σ' ενα άπό τά στενά μονοπάτια, πού φιδωτά καί μισοφωτισμένα χανόνταν κάτω άπό τούς μαύρους θόλους των κλαριών. Χώθηκε μέσα σέ αυτούς καί προχωρούσε. Πίσω της ένιωθε νά τήν ακολουθούν τά βήματα τού αγνώστου άργά, σιγά σαν τά δικά της πάντα. Καί προχωρούσε όσο πού έφτασε στο μέρος όπου μια λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τά δέντρα έκοβε το πάρκο. "Αμα σταμάτησε, σταματήσαν καί τά βήματα κοντά της. κι όταν κάθισε στο κάθισμα πού ήταν εκεί στήν άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι ο άγνωστος. Ένα φανάρι κρεμασμένο ανάμεσα στά δέντρα, τής έφεξε καί κει νά ξαναδή τήν όψη του. Ήταν μελαψή, μέ μαύρα μάτια καί μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκείνος.
Ή Κλάρα ον κοίταζε αμίλητη κι ασάλευτη, σά βυθισμένη σέ όραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα μέ φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγγίζανε σά γνώριμα, σάν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, ή έκταση των πλατιών κάμπων πού χάνονται πέρα μακριά σέ πυρρά βάθη ανοιγόταν γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε διαβάσει στά βιβλία για τά μέσα μάτια πού κάποτε βλέπουν πρωτύτερα άπό τά εξω μάτια, καί κοίταζε πάντα τον άγνωστο καί περίμενε νά τής μιλήση κι ονειρευόταν καί λαχτάριζε νά τής μιλήση γιά το μακρινό τόπο του, γιά τά παράξενα πουλιά πού ζουν στά δάση, γιά τά κί­τρινα ακίνητα νερά πού καθρεφτίζουν τά λευκά παλάτια. Μά ο άγνωστος δέν άνοιγε τά χείλη, παρά τήν κοίταζε καί κείνος σιω­πηλός κι ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδυ εκείνο, έτσι ασάλευτος καί σιωπηλός καί τ' άλλα βράδυα στή σειρά, όταν ή Κλάρα τον έσερνε κατόπι της κ' έρχονταν καί καθίζανε κοντά - κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στήν άκρη τοΰ νερού.
Ή Κλάρα τώρα δέ μιλοΰσε λόγο στις συντρόφισσές της γιά τήν ιστορία αύτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη τήν ήμερα, σά νά ονειρευόταν καί νά περίμενε μόνο νά ρθεί το βράδυ.
Τέλος ένα βράδυ σιωπηλό καί σκοτεινό σάν όλα τ' άλλα, ένα βράδυ πού σάν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του άγνωστου και σερνότανε στα πόδια του σά φίδι καί τρεμόπαι­ζε κιτρινωπό εκεί στήν άκρη του νεροΰ, ή Κλάρα σίμωσε πιο κοντά τόν άγνωστο καί του έπιασε τό χέρι.
Εκείνος δέν κουνήθηκε. Τήν άφησε νά τό κρατά, την κοί­ταξε στα μάτια καί τή ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
Ή Κλάρα είπε τό όνομά της.
Κι ό άγνωστος κοιτάζοντας την πάντα ψιθύρισε:
«Δέν είσαι σύ — »
Ή Κλάρα τέντωσε τα μάτια.
«δέν είσαι σύ, της μοιάζεις μόνο" της μοιάζεις στήν ασχημιά —· »
Ή Κλάρα έκαμε νά τραβήξη τό χέρι της, μά εκείνος τό κράτησε:
«τά ίδια κρεμασμένα χείλη, τά ίδια τ' άχαμνά, τα κοκαλιάρικα τά μάγουλα, τά πεταγμένα έξω' τά ίδια τά μικρά, τ' άχρω­μα, τ' άλαμπα τά μάτια, τό ίδιο τό καμπουριασμένο τό κορμί. ΤΗταν ή πιό άσχημη καί κείνη άπ' ολες. Κανείς δέν τήν κοίταζε, κανείς δέν της μιλούσε, κανείς δέν τήν αγάπησε. Οι άνθρωποι δέν μπορούνε νά δούνε τήν ψυχή. Καί κείνη είχε καλή ψυχή. Δέ μίλησε ποτέ δέ γέλασε ποτέ μέ μένα εκείνη. Καθότανε μόνη στήν άκρη, μαζεμένη, καί κοίταζε άφωνη, σαν πάρδαλη από τό κλουβί, τις άλλες πού γελούσανε μέ μένα. Εκείνη δέν έμοιαζε μ' αύτές, δέν ταίριαζε στον κόσμο. Γι' αυτό τή σκότωσα».
Κλάρα τινάχτηκε, μά ο άγνωστος δέν της άφησε τό χέρι.
«Τήν αγαπούσα καί τή σκότωσα», ξακολούθησε, «μά μή φο­βάσαι, έσέ δέ σ' αγαπώ. Έσύ δέν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πώς πέρασε ή ψυχή της σέ σένα, πώς αναστήθηκε σέ σένα, πώς ξαναήρθε στή ζωή μέ σένα. Μά όχι, έσύ δέν είσαι εκείνη. Έσύ τρέμεις. Εκείνη δέν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τά μαλλιά καί μου τά έδωσε στο χέρι.
Μου τά έδωσε καί της τά πέρασα γύρω στό λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τή θηλιά γερά, καί τά μάτια της, τά μικρά τά μάτια της ανοί­ξανε πλατιά στό χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στήν άβυσσο σαν πλάκες σμάλτο άσπροφεγγίσαν τ' άχρωμα τά μάτια, σάν αίμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ' άλαμπα τά μάτια. Τρόμαξα καί της σκέπασα τό πρόσωπο. Έβλεπα μόνο τό γυμνό κορ­μί. Παίζανε φέγγη χλωμοκίτρινα, αχνορόδινα κι αυτού, πνιγόταν άσπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες άναλαμπές. Πώς πνίγον­ται μουντά μιά μέρα θαμπερή τά χρώματα στό φίλδισι, πώς τρεμοφέγγει στα νερά εκεί τό λειψό φεγγάρι πού τρυπά τούς κλάδους — έτσι έφεγγε μπροστά μου τό γυμνό κορμί».
Ή Κλάρα, κοίταξε στή λίμνη όπου έδειχνε το χέρι του. Τά νερά ήταν σκοτεινά, φεγγάρι δε φαινόταν. μόνο στήν άκρη, εκεί μπροστά θαμπότρεμε ή λάμψη του φαναριού κιτρινωπή.
«Γιατί τή σκότωσα, γυμνή», ξακολούθησε ο άγνωστος. «γυμνώθηκε όταν είδε πώς τήν ήθελα γυμνή, κ' έπεσε στο κρεβάτι,. Εσύ δέ θέλεις, εσύ δέ λύνεις μόνη τά μαλλιά —- »
Έφερε το χέρι στο λαιμό της, σά νά ήθελε νά τής ξεκουμπώση τήν τραχηλιά.
Ή Κλάρα ξανατινάχτηκε.
«Μήν τρομάζης.  δέν σέ θέλω εσένα», είπε ο άγνωστος καί κατέβασε το χέρι. «Εκείνη άφησε και τή γύμνωσα, κ' έπεσε έτσι στο κρεβάτι. Δέν το μόλυνα. Σκέπασα το γυμνό κορμί γιατί μέ φόβισε κι αυτό όπως έφεγγε. Τής φίλησα μόνο το χέρι πού κρεμόταν κάτω ασκέπαστο. Ήταν τόσο μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσχημο, δέν το φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο. Δεν είσαι εκείνη εσύ, δεν ξαναβγήκες από τό κίτρινο νερό πού πήγα καί τήν έριξα γιά νά μήν της δή κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δέν είσαι σύ, της μοιάζεις μόνο. Έσύ δέ θέλεις νά πεθάνης, δέ θέλεις ν' αγαπήσης, δέν μπορείς — ή θέλεις; Λέγε!»
Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.
Ή Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δέ μπορούσε ν' άντικρύζη το δικό του, δέ βαστούσε νά βλέπη τά μάτια του πού αστράφτανε με­γάλα, μαύρα, κρύα κάτω άπό το κίτρινο φως.
Σέ λίγο ένιωσε πώς τής άφησε το χέρι, κι όταν τόλμησε καί ξανασήκωσε το πρόσωπο, ό άγνωστος είχε χαθή.
Το άλλο βράδυ, όταν γύριζε στο σπίτι, δέν άκουσε πίσω της το βήμα του. Κι όταν βγήκε στο παράθυρο, δέν τον είδε νά στέκη αντίκρυ, νά περιμένη. Περίμενε, περίμενε κι αυτή — δέ φάνηκε. Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο καί δίχως νά το νιώση βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη στήν άκρη του νερού. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή. Ό άγνωστος δέν ήρθε. Όταν όμως σηκώθηκε νά φύγη καί μπήκε στο στενό σκοτεινό μονοπάτι, τότε της φάνηκε πώς άκουσε νά σβήνη σάν αποπίσω της, σάν από μακριά ή κοντά, ή σάν απομέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.