–Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα.
Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό
πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των
αρχαίων. Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει.
Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι
φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη
διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι
επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε
κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα.
Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους.
Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και
δρόμων. ΄Ητανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά
και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς
προσπάθεια. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα
σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες
προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη
φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα
ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον
εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη
«βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.
Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.
Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την
θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες
ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των
λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να
εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από
μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.
Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού.
Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και
το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και
ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο
σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε,
τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και
φώτιζε και θέρμαινε τη γης.
Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω
για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας.
Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το
πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε
πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι
αντιστροφή της ανισότητας.
Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που
κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα.
Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από
γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι
αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο
και το «λες και ήταν χτές»…
(Από το Ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: Δες περισσότερα εδώ.