} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

23.11.15

"Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία"


Θέμα
Η δεκατριάχρονη Κωνσταντίνα δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην Ελλάδα μετά από εφτά ευτυχισμένα χρόνια στη Γερμανία. Τώρα οι γονείς της έχουν πάρει διαζύγιο, έχουν κάνει νέες οικογένειες και εκείνη, μόνη με τη γιαγιά της στο σπίτι της στην Κυψέλη, θέλοντας να αντλήσει δύναμη αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές στο Άαχεν της  Γερμανίας, την πρώτη επαφή της με το αγαπημένο της  σχολείο,  το διευθυντή  χερ Χάινερ, τους φίλους της, τον πατέρα και κυρίως τη μητέρα της. 


Δομή

Το απόσπασμα δομείται σε τέσσερις ενότητες:

α) «Λένε πως άμα πνίγεσαι στη θάλασσα…που το λάτρευα»  
οι πρώτες ημέρες της Κωνσταντίνας στο Άαχεν

β) «Το αγάπησα από τη στιγμή που το είδα…είμαστε έντεκα παιδιά όλα κι όλα» η πρώτη επαφή της Κωνσταντίνας με το γερμανικό σχολείο.

γ) «Ευτυχώς που δεν έχω δασκάλα τη μαμά…κατάφερα να έρθω τρίτη»  
ο θαυμασμός της ηρωίδας για τη μητέρα της και η αμφισβήτηση της γιαγιάς της.

δ) «Το γερμανικό σχολείο…..τρία πλην ένα πόσο κάνει. ► 
 η προσαρμογή στο σχολείο και οι νέοι φίλοι
Γλώσσα
 Η γλώσσα είναι  απλή δημοτική, πολύ φυσική, εκφραστική και χαλαρή, με έντονο είναι το στοιχείο της προφορικότητας. Η  σημαντικότερη αρετή της έκφρασης είναι ότι είναι  αληθινή, η δέουσα για τη δροσερή σκέψη και την αθώα ψυχή της δεκατριάχρονης ηρωίδας. Η Ζέη δεν μένει στο επίπεδο της μίμησης και της οικειοποίησης μιας γλώσσας ξένης προς αυτήν, αλλά εκφράζεται αποτελεσματικά και αβίαστα «μέσω αυτής της γλώσσας και μέσα από αυτή τη γλώσσα». Ο καθαρός και άμεσος λόγος της Κωνσταντίνας αποδίδει με επιτυχία την αφέλεια, τον αυθορμητισμό της και το χιούμορ της.
Εκφραστικά μέσα
Η αφήγηση μπορεί να θεωρηθεί πλούσια σε εκφραστικά μέσα, που όμως δεν καλούνται να καλλωπίσουν το λόγο, αλλά να αποδώσουν πειστικά το πνεύμα της δεκατριάχρονης κοπέλας. Γι’ αυτό και δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, αλλά  για την αμεσότητα και την εκφραστικότητά τους. Ξεχωρίζουν οι πολύ παραστατικές περιγραφές- εικόνες, οι οποίες αναδεικνύουν την παρατηρητικότητα και την ευαισθησία της ηρωίδας και ζωηρεύουν την αφήγηση οι αποσπασματικοί διάλογοι. Ειδικότερα:
Μεταφορές: «τώρα που βουλιάζω στη στεριά», «περνάει από μπροστά μου όλη μου η ζωή», «Πάλι έξω το ‘ρίξατε», «Όλοι είχαν το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου», «είστε το ντιαμάντι του σχολείου», «θα τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα σου»,
Παρομοιώσεις «σαν κινηματογραφική ταινία», «σαν του παλιού καιρού», «σαν τρελή», «θα έμοιαζα με λειψανάκι», «σαν να μου ’λεγαν κουράγιο», «μαλλιά κόκκινα σαν φλόγες».
Προσωποποιήσεις «η καρδιά μου έπαψε να παίζει ταμπούρλο», «το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται»,
Επαναλήψεις «γλάστρες, μία-μία», όλα κι όλα»,
Εικόνες (η περιγραφή της τάξης και των παιδιών, το υπνοδωμάτιο, η εικόνα του σχολείου).



Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
  1. Να εξετάσετε τα συναισθήματα και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας λίγο πριν μπει στο γραφείο του διευθυντή και μετά το τέλος της συνάντησής τους, αφού πρώτα εντοπίσετε τις σχετικές αναφορές μέσα στο κείμενο.
Τα συναισθήματα της Κωνσταντίνας προβάλλονται στα ακόλουθα χωρία:
Ø   «πριν μπούμε μέσα την πρώτη μέρα…..είχαν ιδρώσει»
Ø   «Δεν ξέρω τι άλλο χρώμα πήρα εκτός απ’ το κανονικό χλωμό μου»
Ø   «Σίγουρα έμοιαζα με λειψανάκι»
Ø   «Ουφ! Η καρδιά μου έπαψε να χτυπάει σαν ταμπούρλο»
Ø   «κάθισα στην άκρη  άκρη μιας καρέκλας»
Ø   « μα εγώ δεν είχα ανάγκη πια για κουράγιο »
Ø   «προσπαθούσα να μην καμπουριάζω»
Ø   «  ο χερ Χάινερ μου χάιδεψε το κεφάλι κι έφυγε   »
Πριν γνωρίσει το Διευθυντή του σχολείου η Κωνσταντίνα είχε μεγάλη αγωνία και φόβο. Τα χέρια της είχαν ιδρώσει, έχασε το χρώμα της και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όσο κι αν οι γονείς της προσπαθούσαν να την ενθαρρύνουν. Όταν μπήκε στο γραφείο, καθόταν στην άκρη άκρη της καρέκλας, σαν να ήθελε να είναι σε ετοιμότητα, για να αποδράσει. Προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία  της.  Η προσιτή στάση του διευθυντή όμως και η θερμή υποδοχή  τής ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ηρεμία. Όταν ο χερ Χάινερ διέβλεψε τα καλά της στοιχεία στο πρόσωπο της, το πείσμα της  και την εξυπνάδα της («δεν είπε πως έχω βλέμμα εξεταστικό αλλά έξυπνο και θεληματικό»), της ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή της. Η  σιγουριά του ότι η Κωνσταντίνα θα τα καταφέρει στο νέο σχολικό περιβάλλον μετέτρεψαν την ανασφάλεια και το φόβο σε αισιοδοξία και δύναμη. Η Κωνσταντίνα περπατούσε πια  περήφανη και ήρεμη «προσπαθούσα να μην καμπουριάζω», για να δικαιώσει τις προβλέψεις του συμπαθέστατου Διευθυντή της.  Την ώρα που ο  Χερ Χάινερ τη συνόδευσε στην τάξη χαϊδεύοντας τρυφερά το κεφάλι της, προτού την παραδώσει στη νέα της δασκάλα, ένιωθε πια έτοιμη να ανταποκριθεί στις δυσκολίες της νέας της ζωής.


  1. Πώς περιγράφει η Κωνσταντίνα την τάξη και τους συμμαθητές της; Ποιους ξεχωρίζει από την πρώτη μέρα και στη συνέχεια τους κάνει φίλους της; Μπορείτε να δώσετε κάποια εξήγηση για τις προτιμήσεις της;

Από την πρώτη στιγμή η Κωνσταντίνα εντυπωσιάστηκε από τα μεγάλα παράθυρα με τις γλάστρες στα περβάζια, από τις ζωγραφιές στους τοίχους της τάξης της και τον τεράστιο μαυροπίνακα.  Παρατήρησε μετά τους συμμαθητές της. Κάθε παιδί καθόταν στο δικό του θρανίο και ήταν όλα  κατάξανθα με γαλανά μάτια. Ξεχώρισε όμως ένα παιδί με λοξά σκούρα μάτια και ένα μαυράκι με σγουρά μαλλιά.  Αμέσως μετά πρόσεξε  ένα κοριτσάκι με μαλλιά κόκκινα σαν φλόγες. Η Κωνσταντίνα ήταν νεοφερμένη στη Γερμανία και στο σχολείο. Όπως και εκείνη έτσι και τα παιδιά που ξεχώρισε διέφεραν από τα υπόλοιπα. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους πρόδιδαν και την ξενική καταγωγή τους. Έτσι προαισθάνθηκε ότι με την Σίγκριντ, την κοκκινομάλλα και το Διαγόρα το «μαυράκι», είχε κοινές εμπειρίες και κοινές αγωνίες. Πράγματι, μ’ αυτά τα παιδιά, που ήταν επίσης μετανάστες,  ανέπτυξε στενή φιλική σχέση.
[Ο χώρος του σχολείου δε γοήτευσε την Κωνσταντίνα, γιατί ήταν επιμελημένα φροντισμένος, πολύχρωμος, σχεδόν πολυτελής και προέβαλε έντονα το προσωπικό στοιχείο των μαθητών. Το οργανωμένο γερμανικό σχολείο με τα χρωματιστά παράθυρα, τις σκάλες με την  κουπαστή, τα μεταλλικά δίχτυα, τις γλάστρες με κάθε λογής λουλούδια, τους πίνακες, έρχεται σε αντίθεση με το ελληνικό σχολείο, για το οποίο  σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου η Κωνσταντίνα θα πει: "απέξω μοιάζει φυλακή, με ψηλά κάγκελα που φράζουν τη μικρή αυλή που δεν έχει ούτε ένα λουλούδι, μόνο ξερό τσιμέντο, και μια μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα".]

  1. «Το γερμανικό σχολείο δεν αστειεύεται…υπόλοιπη ζωή του». Να συγκρίνετε το εκπαιδευτικό σύστημα του γερμανικού σχολείου με αυτό που γνωρίσατε εσείς στο δικό σας δημοτικό. Ποια είναι  η άποψη της δασκάλας-μαμάς της Κωνσταντίνας και ποια η δική σας για το ζήτημα αυτό;
Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως περιγράφεται στο απόσπασμα, παρουσιάζει αρκετές διαφορές σε σχέση με το ελληνικό. Στη Γερμανία το δημοτικό σχολείο έχει τέσσερις τάξεις σε αντίθεση με την Ελλάδα, που είναι εξατάξιο. Πρόσβαση στο Γυμνάσιο και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο έχουν μόνο οι μαθητές με αποδεδειγμένα υψηλές επιδόσεις, ενώ οι υπόλοιποι φοιτούν σε ένα κατώτερο σχολείο και ακολουθούν επαγγελματικές ή τεχνικές σχολές.
Η μαμά της Κωνσταντίνας, η οποία είναι δασκάλα, θεωρεί άδικο και αντιπαιδαγωγικό να κρίνεται ένα παιδί από τα δέκα του χρόνια για την υπόλοιπη ζωή του. Η θέση της προφανώς βασίζεται στη σκέψη ότι οι οριακές αποφάσεις για τη ζωή μας (το επίπεδο της μόρφωσής μας ή το επάγγελμά μας)  δεν μπορεί να λαμβάνονται σε πολύ μικρή ηλικία, όταν ακόμα δεν έχουν κατασταλάξει τα όνειρά αλλά ούτε και οι δυνατότητές μας. Ασφαλώς η θέση της στηρίζεται και στην παιδαγωγική εμπειρία, καθώς γνωρίζει ότι οι επιδόσεις των παιδιών επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες (οικογενειακούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, ακόμη και πολιτικούς) , που δεν σχετίζονται  με τις αντικειμενικές δεξιότητες και τα χαρίσματα ενός ανθρώπου. Γι αυτό το λόγο και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους οι επιδόσεις του ίδιου μαθητή παρουσιάζουν διακυμάνσεις.
   Άλλωστε, πολλοί διακεκριμένοι στο χώρο του πνεύματος, επιστήμονες και καλλιτέχνες, που προήγαγαν με το έργο τους τον πολιτισμό,  επέδειξαν ανησυχητικά χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, όταν ήταν παιδιά. Εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι είναι ειδικός, αλάθητος και  αυτεξούσιος να αποφαίνεται για τις δυνατότητες ενός παιδιού και να προβλέπει την πνευματική διαδρομή του.  Όσον αφορά στη μόρφωση, που είναι ύψιστο ατομικό και κοινωνικό αγαθό, ο καθένας δικαιούται μια δεύτερη και τρίτη και  τέταρτη ευκαιρία. Είναι επομένως και ιστορικά και ηθικά τεκμηριωμένο ότι το καλύτερο σχολείο δεν είναι αυτό που κατηγοριοποιεί τους μαθητές με πρόσχημα να επιταχύνει την εξέλιξή τους, αλλά αυτό που δίνει κίνητρα και ουσιαστικές ευκαιρίες να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και να τον πλάσουν όπως ονειρεύονται.
(Σε περίπτωση που διαφωνείτε με την άποψη της μητέρας, αφού ερμηνεύσετε τη γνώμη της, καταγράψτε ελεύθερα τις αντιρρήσεις σας  αναπτύσσοντας τις σκέψεις σας ή αντικρούστε τα παραπάνω επιχειρήματα)

  1. Γιατί η γιαγιά της Κωνσταντίνας δεν ενέκρινε το γάμο του πατέρα της Κωνσταντίνας με τη μαμά της; Με ποια περίοδο της ελληνικής ιστορίας συνδέονται οι αντιλήψεις αυτές και πώς τις αντιμετωπίζει η μικρή ηρωίδα;

Η γιαγιά Φάρμουρ, είχε ενστάσεις για το γάμο των γονιών της Κωνσταντίνας. Είναι φανερό ότι δεν ενέκρινε τη νύφη της. Ο λόγος δεν σχετίζεται με το ήθος της γυναίκας, ούτε με την εξωτερική της εμφάνιση. Η Κωνσταντίνα έμμεσα αναφέρεται  σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, που είχαν διχάσει στο παρελθόν τις δυο οικογένειες, του πατέρα της και της μητέρας της, πριν ακόμη γνωριστούν και συνδεθούν. Η γιαγιά και ο σύζυγός της ανήκαν σε διαφορετική πολιτική παράταξη από τον πατέρα της νύφης (αριστεροί οι πρώτοι – δεξιοί οι δεύτεροι) και ονειρεύονταν μια νύφη από την ίδια «όχθη», το ίδιο στρατόπεδο.  Στη μεταπολεμική εποχή η Ελλάδα ήταν διχασμένη από την αντιπαλότητα και  το πολιτικό μίσος, καθώς τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου(1946-1949) ήταν νωπά. Οι δύο πολιτικές παρατάξεις ήταν σε συνεχή και ανηλεή σύγκρουση. Οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις και η πολιτική δράση ακόμη κι ενός μέλους μιας οικογένειας στιγμάτιζε για πάντα όλη την οικογένεια και καθόριζε τις κοινωνικές της σχέσεις. Η Κωνσταντίνα αφενός δεν έχει βιώματα και μνήμες  από αυτή την εποχή, άρα  δυσκολεύεται να καταλάβει πώς η πολιτική τοποθέτηση και μάλιστα των προγόνων κάποιου ήταν κριτήριο για τις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και αφετέρου, θεωρεί άδικο και παράλογο να εμποδίζεται η ένωση δύο ανθρώπων που αγαπιούνται, επειδή γεννήθηκαν σε ένα σπίτι της μιας ή της άλλης πλευράς.