Το διήγημα «Η τρίπλα των ονείρων» περιλαμβάνεται
στην συλλογή διηγημάτων «Της Σαλονίκης μοναχά…». «Της Σαλονίκης μοναχά τής πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη
δεις ποτέ από τη στεριά» : από το στίχο αυτό του Νίκου Καββαδία άντλησε ο
Μίγγας τον τίτλο του τέταρτου βιβλίου του. Πρόκειται για μια συλλογή
ένδεκα διηγημάτων∙ ″οκτώ ιστορίες, δύο παραμύθια και ένα
όνειρο‶, κατά τον
συγγραφέα, που διαδραματίζονται στο μαγικό τοπίο της Θεσσαλονίκης ή συνδέονται
με την πόλη αυτή, που είναι εξάλλου και σημείο αναφοράς της ζωής και του έργου
του συγγραφέα. Οι ήρωές της συλλογής είναι σύγχρονοι άνθρωποι με σάρκα και
οστά, που σπάνια παρελαύνουν με τέτοια ποικιλία και γνήσια λαϊκότητα σε έργα
της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Δημοτικοί υπάλληλοι, μουσικοί, εργάτες,
μηχανικοί, εστιάτορες, προπονητές ποδοσφαίρου, ναυτικοί, φαρμακοποιοί, ηθοποιοί,
μαθητές ωδείου, συγγραφείς, ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές που τους συνδέει το
άπιαστο όνειρο, η απογοήτευση, η δραματική ζωή, η αθόρυβη απόγνωση. Είναι ήρωες με διαψευσμένα όνειρα, που ζουν ανώνυμοι
ανάμεσα στο πλήθος την άχαρη ζωή τους, αλλά δεν παραιτούνται. Έρχονται, ζουν ή
επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη προσπαθώντας να κερδίσουν το στοίχημα της ζωής ή να ξαναβρούν τον εαυτό τους.
Τα διηγήματα του Μίγγα
φανερώνουν με έναν ξεχωριστό τρόπο τη θητεία του στην ποίηση. Ο συγγραφέας δημιουργεί μια
συγκροτημένη ιστορία, θεμελιωμένη στην πιο οικεία πραγματικότητα, στην
πραγματικότητα του σπιτιού μας ή της γειτονιάς μας και με έντεχνο τρόπο σπάει το
ρεαλιστικό κέλυφος, για να αποκαλύψει το παράλογο και το
μοναδικό. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου.
Ενώ η αφήγηση είναι γραμμική και ομαλή, δηλαδή ακολουθεί τη κανονική σειρά των
γεγονότων, με εντελώς ανεπαίσθητο και φυσικό τρόπο ανατρέπεται η διαδρομή του
χρόνου και ο αναγνώστης μεταφέρεται έτσι
σε μια ονειρική, υπερβατική, αμιγώς
ποιητική ατμόσφαιρα Από την άλλη μεριά, οι ήρωές του ενώ είναι κανονικοί
άνθρωποι δεν είναι αδιάφοροι, ενώ είναι
κοινοί δεν είναι συνηθισμένοι. Φυλάγουν πάντα μέσα τους μια απόκλιση από το
πλήθος, μια απόχρωση από τη γκρίζα ζωή που ζουν, κάτι που γοητεύει τον
αναγνώστη και τον κατευθύνει να τους κατανοήσει.
Ο Μίμης Αρούκατος, ένας παλαίμαχος ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, πέρασε όλη του τη ζωή προσπαθώντας να πετύχει
μια τρίπλα δικής του επινόησης. Δεν το κατάφερε ποτέ και εγκατέλειψε
ταπεινωμένος τα γήπεδα. Μετά από χρόνια, σε ένα καφενείο της Θεσσαλονίκης,
παρακολουθώντας στην τηλεόραση το παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1998, βλέπει το πιο
μεγάλο του όνειρο να πραγματοποιείται μέσα από την τρίπλα ενός Μεξικανού
ποδοσφαιριστή.
Το
διήγημα δομείται σε δύο νοηματικές ενότητες:
α)
«Ο Μίμης Αρούκατος…αλλά εκείνος δεν λησμόνησε», το απραγματοποίητο όνειρο του
Αρούκατου.
β)
«Κι όταν ύστερα από χρόνια…των ονείρων του Αρούκατου», η πραγματοποίηση του ονείρου μέσω της τρίπλας του Μεξικανού.
|
Επιτύμβια στήλη παρουσιάζει νεκρό δίπλα στο μνήμα του να παίζει μπάλα.
Οπως όλα δείχνουν, ήταν ένας ταλαντούχος παίκτης του επίσκυρου,
παιχνιδιού που παιζόταν από δύο αντίπαλες ομάδες με μπάλα ή σφαίρα. |
Πρώτη
ενότητα
Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες,
που κινούν το μύθο, από την πρώτη παράγραφο, με απλότητα, λιτότητα και
πυκνότητα.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Μίμης Αρούκατος, ένας ερασιτέχνης
ποδοσφαιριστής, που δεν ζει πια. Ο Αρούκατος έφυγε από τη ζωή μόλις στα πενήντα
του χρόνια από έμφραγμα. Στα νιάτα του έπαιζε στον Οδυσσέα Κορδελιού, στη ζώνη της επίθεσης (αριστερό εξτρέμ). Τότε ήταν
εβδομήντα κιλά, ενώ στο τέλος της ζωής του έφτανε τα εκατόν είκοσι. Ήταν
γνωστός στη Θεσσαλονίκη με το προσωνύμιο (=παρατσούκλι) ο «Αέρινος». Ο λόγος
ήταν ότι είχε επινοήσει μια τρίπλα, έναν τρόπο, δηλαδή, να ξεγλιστράει «σαν
αέρας» από τους αντιπάλους και να
απειλεί το τέρμα τους και κυρίως ότι μιλούσε συνέχεια γι’ αυτήν. Ο αφηγητής την
περιγράφει με παραστατικότητα και ακρίβεια
«Έτσι όπως θα τον έκλειναν….σαν αέρας», ρίχνει όμως το κέντρο βάρους στη
σχέση της τρίπλας με τη ζωή του. Με ένα χαλαρό κλιμακωτό και ασύνδετο σχήμα υπογραμμίζει με πόσο πάθος και πείσμα επιδόθηκε ο Αρούκατος
στην καλλιέργεια αυτής της τεχνικής: «την
είχε στο μυαλό από μικρός, μελέτησε όλες
τις εκδοχές, την εμπλούτισε με αρκετές παραλλαγές». Και στη συνέχεια
τονίζει: «πάσχιζε στις προπονήσεις,
παιδευόταν χρόνια».
Η εμμονή του
Αρούκατου με την τρίπλα αναδεικνύει τη σημασία που είχε για αυτόν η συμμετοχή
του στην ομάδα, η προβολή του στο γήπεδο,
το χειροκρότημα των φιλάθλων και το ποδόσφαιρο γενικότερα. Το ποδόσφαιρο ήταν
το παιδικό του όνειρο, όπως είναι για πάρα πολλά παιδιά. Είναι γνωστό ότι είναι
το πιο λαϊκό άθλημα, έχει μεγάλη και βαθιά απήχηση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Η συμμετοχή δε στο ποδόσφαιρο είτε ως φιλάθλου είτε ως παίκτη είναι μια διέξοδος από τα προβλήματα της ζωής κι
ένας νόμιμος τρόπος εκτόνωσης και ψυχαγωγίας. Είναι επίσης γνωστό ότι οι ποδοσφαιριστές γίνονται είδωλα και λαϊκοί ήρωες. Ο Αρούκατος
έχει ταυτιστεί με τα «αστέρια» του ποδοσφαίρου,
τους ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και τη
λαμπρή καριέρα, που ξεσηκώνουν κύματα ενθουσιασμού στις κερκίδες και
απολαμβάνουν με τις αθλητικές τους επιδόσεις δόξα, οικονομική επιτυχία και
κοινωνική καταξίωση. Ονειρευόταν από μικρό παιδί ότι θα γίνει ένας από αυτούς
και αντί για την άδεια, την περιορισμένη και μίζερη ζωή του θα κατακτήσει τη
φανταχτερή ζωή τη δική τους. Όλες του οι
ελπίδες για μια γεμάτη και δημιουργική ζωή
στηρίχτηκαν λοιπόν στην υλοποίηση αυτής της τρίπλας. Ακόμη και η αυτοεκτίμησή
του. Όλη την ενεργητικότητα, την
επιβεβαίωση, την καταξίωση, την αισιοδοξία, την ευτυχία, που αντλεί ένας
άνθρωπος από την εργασία του, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την κοινωνική και
πολιτική του παρουσία γενικά, εκείνος την
αντλεί μόνο από το ποδόσφαιρο. Είχε αναγάγει, λοιπόν, την «τρίπλα» στον έναν
και μοναδικό σκοπό της ζωής του. Άρα
είχε - χωρίς να το καταλαβαίνει- απορρίψει όλες τις άλλες πλευρές της ζωής και είχε παραιτηθεί από κάθε άλλη προσπάθεια
να κάνει τη ζωή του καλύτερη και ενδιαφέρουσα.
Ήδη από την νεανική του ηλικία ξοδεύει όλη του την
ενεργητικότητα σ΄αυτό το σκοπό. Πασχίζει, παιδεύεται για χρόνια ολόκληρα, αλλά δεν
έχει κανένα αποτέλεσμα. Έχει το πείσμα, τη διάθεση, τη φαντασία, αλλά δεν έχει
το ταλέντο, τη δεξιοτεχνία, τη φυσική
κλίση. Περιγράφει την τρίπλα με πάθος στους συμπαίκτες του, αλλά δεν κατορθώνει ποτέ να περάσει από τη θεωρία
στην πράξη. Αντίθετα, καταφέρνει να γίνει γραφικός, να γελοιοποιηθεί, να
αποδοκιμαστεί από τις κερκίδες, να απομακρυνθεί από την ομάδα και να αποχωρήσει
από το γήπεδο ταπεινωμένος. Με μια πολύ ζωντανή και κωμικοτραγική εικόνα
αναπαριστά την αποτυχία του ο συγγραφέας : «μπέρδευε τα μπούτια του, έφαγε τα
μούτρα του….ο περίγελος της συνοικίας», προκαλώντας στον αναγνώστη χαμόγελο και
θλίψη. Μετά από αυτόν το δημόσιο εξευτελισμό,
του μένει για πάντα ο καημός ότι όχι
μόνο δεν πραγματοποίησε την εμπνευσμένη ιδέα του, αλλά και δεν απέδειξε τουλάχιστον
ότι ήταν εφικτή. Η τρίπλα των ονείρων του έγινε το απωθημένο του και απέμεινε
να την περιγράφει από τότε στους θαμώνες
του καφενείου, όπου κατέφευγε, για να ξεχάσει την στερημένη του ζωή.
Η αιτία θανάτου του, το έμφραγμα, που έντεχνα ο
συγγραφέας μάς έκανε να προσπεράσουμε στην αρχή, τώρα ερμηνεύεται. Νέος, στα
πενήντα του χρόνια, έφυγε ο Αρούκατος, γιατί έζησε μια ταλαίπωρη ζωή, που δεν
του ‘δωσε καμία μεγάλη χαρά εκτός από μια μικρή στιγμή δικαίωσης.
|
Κουαουτέμοκ Μπλάνκο |
Για τον Αρούκατο η στιγμή της δικαίωσης έρχεται μετά
από χρόνια αποχής από τα γήπεδα, αφού
ξεχάστηκε ακόμη και το όνομά του. Παρακολουθώντας το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου
του 1998 σε ένα καφενείο της πόλης, στο στέκι του, βλέπει στην τηλεόραση ένα
Μεξικανό ποδοσφαιριστή να εκτελεί με δεξιοτεχνία τη «δική του» τρίπλα, μπροστά
στα μάτια εκατομμυρίων φιλάθλων σε όλο τον κόσμο και κυρίως μπροστά στα μάτια
των συμπαικτών του, των συμπολιτών του και των θαμώνων. Αρχικά μένει
αποσβολωμένος «με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι», όπως γλαφυρά μάς τον
παριστάνει ο αφηγητής. Μετά η χαρά που τον πλημμυρίζει είναι τόσο μεγάλη, ώστε πανηγυρίζει έξαλλος,
προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, ανάλογες με εκείνες του παρελθόντος: άλλοι απορούν, άλλοι αποδοκιμάζουν
και λίγοι χειροκροτούν. Ο αφηγητής εκφράζει τη συμπάθειά του για τον ήρωα αποκαλώντας τον για πρώτη φορά «
Μίμη». Δεν σχολιάζει την αντίδραση του Αρούκατου. Έχει όμως κατευθύνει έντεχνα
τον αναγνώστη, ώστε να κατανοήσει ότι ο Μίμης πανηγυρίζει, γιατί ένας άλλος
ποδοσφαιριστής έδωσε υπόσταση στη δική του ιδέα, που τόσο χλευάστηκε και
διακωμωδήθηκε. Απέδειξε ότι η τρίπλα ήταν ευφυής σύλληψη, του χάρισε μια στιγμή
περηφάνιας και έδωσε νόημα στην αποτυχημένη του ζωή. Ο Αρούκατος ταυτίζεται με
το Μπλάνκο, μπαίνει στο ρόλο του και
πανηγυρίζει, έστω και στο όνειρο, για ό,τι δεν κατάφερε ο ίδιος. Το γεγονός ότι
οι φίλοι του και οι παλιοί του
συμπαίκτες ξέρουν ότι του ανήκει η πατρότητα
της ιδέας τού προσφέρει ηθική ικανοποίηση και τον παρηγορεί. Κυρίως του δίνει
την ψευδαίσθηση ότι δεν ανάλωσε τα νιάτα του και τη ζωή του άσκοπα.
Η γλώσσα είναι δημοτική απλή, πολύ κοντά στον
προφορικό λόγο, (την είχε στο μυαλό από
μικρός, κάποιοι ανάγωγοι γιουχάιζαν, μπέρδευε τα μπούτια του, έφαγε τα μούτρα
του), πράγμα που ταιριάζει με τη λαϊκότητα του ήρωα και ενισχύει το
ρεαλισμό και τη ζωντάνια της αφήγησης. Ο
Μίγγας μένει πιστός στην ορολογία του ποδοσφαίρου, όπου χρειάζεται (έχασε τη θέση του στην εντεκάδα/ θα τον
έκλειναν κάνοντας τάκλιν, να σηκώνει με τα πόδια τη μπάλα και να φεύγει μαζί
της). Η αφήγηση χτίζεται με προτάσεις σύντομες και κοφτές χωρίς περιττά
αισθητικά μέσα και κυλάει με γρήγορο
ρυθμό. Η ιστορία του έτσι όπως είναι αφηγημένη, θα μπορούσε να ακούγεται στο στέκι του Αρούκατου,
ως ένα κομμάτι της καθημερινής κουβέντας των θαμώνων.
Η ιστορία είναι κωμικοτραγική και το ύφος της αφήγησης
είναι ανάλογο: Οι δραματικοί τόνοι διαδέχονται το χιουμοριστικό τόνο. Αν και η
διήγηση είναι ανάλαφρη, δεν είναι ανεκδοτολογική και αφήνει στον αναγνώστη
επίγευση στυφή. Ο Μίγγας καταφέρνει να
προκαλέσει ένα ελαφρό μειδίαμα στον
αναγνώστη, μάλλον μελαγχολικό για την άχαρη
και ανικανοποίητη ζωή του ήρωα.
Κυρίαρχο αισθητικό μέσο του διηγήματος είναι η εικόνα.
Όλες οι εικόνες είναι πολύ ζωντανές και παραστατικές, αν και φτιαγμένες με πολύ απλά υλικά. Ξεχωρίζει
η περιγραφή της τρίπλας, όπως την εμπνεύστηκε ο Αρούκατος και όπως την εκτέλεσε
ο Μπλάνκο. Πολύ δυνατή είναι η φωτογράφιση
του ήρωα αποσβολωμένου με το τσίπουρο στο χέρι και ιδιαίτερα αποκαλυπτική .για την ψυχική
διάθεση και την ηθογράφηση του Αρούκατου
είναι η περιγραφή του γύρου του θριάμβου μέσα στο μπαρ. Επίσης, οι αντιδράσεις
των θαμώνων δίνονται με λιτότητα και καθαρότητα. Σημειώνουμε επίσης:
Ασύνδετα
σχήματα: «θα έσφιγγε…θα το σήκωνε…θα ξέφευγε», «πάσχιζε στις
προπονήσεις…παιδευόταν … προσπάθησε».
Μεταφορές : «την είχε στο μυαλό του, πετάχτηκε από την καρέκλα,
αέρινη τρίπλα , θα τον έκλειναν οι αντίπαλοι»
Παρομοιώσεις : «τα πόδια και το σώμα-ένα κουβάρι, σαν αέρας»
Στα περισσότερα διηγήματά της συλλογής «Της
Σαλονίκης μοναχά» ο Μίγγας χρησιμοποιεί
την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και αφήνει τους ήρωές του να διηγηθούν την ιστορία
τους. Η τρίπλα των ονείρων αποτελεί εξαίρεση και ,όπως είναι φυσικό, η ιστορία του Αρούκατου, που έχει πια
ολοκληρωθεί παρουσιάζεται σε τριτοπρόσωπη
αφήγηση (ζύγιζε, ξεπερνούσε, περιέγραφε, έσφιγγε, παιδευόταν, πετάχτηκε). Ο
συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή. Δεν παίρνει μέρος στην ιστορία που
αφηγείται, είναι δηλαδή ετεροδιηγητικός
αφηγητής και αφηγείται μια ιστορία, όπως την άκουσε από τρίτους, δηλαδή η
αφήγηση είναι έμμεση.
Ως προς τη σχέση της με το χρόνο, η αφήγηση
είναι αναδρομική, δηλαδή ο αφηγητής
στρέφει τη ματιά του στο παρελθόν, με
αρκετά χρόνια απόσταση (παιδευόταν χρόνια,
κι όταν ύστερα από χρόνια) και γραμμική, δηλαδή τα γεγονότα εκτίθενται
με τη σειρά που συνέβησαν. Ο Μίγγας
εμπλουτίζει την αφήγηση με αδρά σχόλια
(«Η ποδοσφαιρική καριέρα του τελείωσε…εκείνος δε λησμόνησε») και ζωντανές περιγραφές (η τεχνική της τρίπλας, οι
έξαλλοι πανηγυρισμοί, οι αντιδράσεις των θαμώνων. Ακόμη ο συγγραφέας- αφηγητής
εκφράζει τη συμπάθειά του στον ταλαίπωρο Αρούκατο, όταν τον αποκαλεί
«Μίμη».
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού
βιβλίου
- Γιατί ο Μίμης Αρούκατος ονομαζόταν
αέρινος; Ο χαρακτηρισμός αυτός ανταποκρίνεται στην εξωτερική του εμφάνιση;
Οι
φίλοι και οι γνωστοί είχαν δώσει στον Αρούκατο το προσωνύμιο «αέρινος», επειδή
συχνά έκανε λόγο για μια τρίπλα που είχε επινοήσει, με την οποία θα μπορούσε να
ξεγλιστράει από τους αμυντικούς «σαν αέρας». Ο χαρακτηρισμός αυτός συμβάδιζε με
την εξωτερική του εμφάνιση, όταν ήταν νέος και ζύγιζε εβδομήντα κιλά («στα νιάτα του ωστόσο, δεν ξεπερνούσε τα
εβδομήντα»), οπότε ήταν σχετικά ευέλικτος . Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και
όταν απομακρύνθηκε από τον αθλητικό χώρο, αφού στο τέλος της ζωής του ζύγιζε εκατόν
είκοσι κιλά. Γι αυτό και ενώ στα νιάτα του το παρατσούκλι ήταν μάλλον ένα
τρυφερό και φιλικό πείραγμα, στη δύση της ζωής του ήταν περιπαικτικός, σχεδόν
μειωτικός χαρακτηρισμός.
- Ποιες
ποδοσφαιρικές επιδόσεις είχε ο Αρούκατος όταν έπαιζε στον Οδυσσέα
Κορδελιού; Γιατί τελείωσε άδοξα την καριέρα του;
Ο
Αρούκατος ήταν ποδοσφαιριστής στην ομάδα του Οδυσσέα Κορδελιού στο ερασιτεχνικό
ποδόσφαιρο για αρκετά χρόνια. Κατά τη
διάρκεια της αθλητικής του πορείας προσπαθούσε να πετύχει μια τρίπλα δικής του επινόησης, δυστυχώς χωρίς
κανένα αποτέλεσμα. Ήρθε όμως κάποια στιγμή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις
προσπάθειες του, εξαιτίας μιας άτυχης στιγμής που είχε στο γήπεδο. Στην
προσπάθειά του να εκτελέσει την τρίπλα των ονείρων του γελοιοποιήθηκε στους
συμπαίκτες και τους φίλους του και τον απέβαλαν οριστικά από την ομάδα.
- Πώς αντέδρασε ο Αρούκατος στη
δεξιοτεχνική τρίπλα του Μπλάνκο; Αιτιολογήστε τη συμπεριφορά του.
Ο
Αρούκατος μετά από χρόνια αποχής από τα γήπεδα, που τόσο άδοξα εγκατέλειψε, είδε
ένα Μεξικανό ποδοσφαιριστή στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1998 στη Γαλλία να κάνει την τρίπλα που εκείνος είχε επινοήσει,
χωρίς δυστυχώς ποτέ να την πετύχει. Ο
Μεξικανός έδωσε υπόσταση σ΄αυτό που
μέχρι τότε φαινόταν όχι μόνο ανέφικτο
αλλά και παράλογο για κάποιον που γνώριζε τις τεχνικές του ποδοσφαίρου. Το
ξέσπασμα του Αρούκατου, η ασυγκράτητη χαρά του, οι έξαλλοι πανηγυρισμοί του οφείλονται στο γεγονός ότι μετά από χρόνια
δικαιώθηκε στα μάτια των συναθλητών του αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, έστω και μέσω ενός άλλου ποδοσφαιριστή. Ο
Αρούκατος που ταπεινώθηκε στα νεανικά
του χρόνια για αυτή την τρίπλα , τόσο, ώστε να εγκαταλείψει το αγαπημένο του
σπορ και να κουβαλάει ένα αίσθημα αποτυχίας σε όλη του τη ζωή, ταυτίζεται με
τον Μπλάνκο, παίρνει λίγη από τη δόξα, το ταλέντο και την περηφάνια του. Από αυτό αντλεί λίγη
αυτοεκτίμηση παραπάνω. Αισθάνεται τώρα ότι μπορεί να μην του ανήκει η εκτέλεση
της τρίπλας, του ανήκει όμως σίγουρα η
σύλληψη της ιδέας και η ζωή του δεν ξοδεύτηκε άσκοπα.
Σχολιασμός διαθεματικών εργασιών
*
Διαλέξτε
μία από τις παρακάτω ιδιότητες και περιγράψτε εντυπωσιακές φάσεις στο
ποδόσφαιρο ή σε άλλο ομαδικό άθλημα: α) ενεργός παίκτης β) παίκτης στον πάγκο
γ) οπαδός της ομάδας δ) αθλητικογράφος.
Ό,τι
κι αν επιλέξετε, πρέπει να λάβετε υπόψη σας, ότι η διαφορετική οπτική του
θέματος θα επηρεάσει δραστικά όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και τη γλώσσα, το
ύφος και το γραμματικό πρόσωπο αφήγησης. Οι τρεις πρώτες επιλογές ,ενεργός
παίκτης, παίκτης στον πάγκο, οπαδός της
ομάδας επιβάλλουν την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και επιτρέπουν να δώσετε έμφαση στα
συναισθήματά σας ή τις σκέψεις σας. Επιτρέπουν ακόμη και σύντομα διαλογικά μέρη.
Αντίθετα, το άρθρο ενός αθλητικού συντάκτη ή η εκφώνηση ενός αγώνα θα γραφεί σε
τριτοπρόσωπη αφήγηση, θα εμπεριέχει κριτική και σχόλια και επιβάλλει
ψυχραιμότερη και αντικειμενική παράσταση της πραγματικότητας. Σε περίπτωση που
επιλέξετε το άρθρο επιμεληθείτε γλωσσικά το κείμενο. Αν επιλέξετε την προφορική
αναμετάδοση, χρησιμοποιείστε κοινοτοπίες, επαναλήψεις και κυρίως ανολοκλήρωτες
φράσεις και ελλειπτικές προτάσεις, που δίνουν αληθοφάνεια στο κείμενο. Σε κάθε
περίπτωση επιλέξτε - προτού ξεκινήσετε- παρατηρητήριο (Από ποια θέση ακριβώς
βλέπετε τον αγώνα), και ζωντανέψτε την περιγραφή των φάσεων στρέφοντας τη ματιά σας και στις αντιδράσεις των
φιλάθλων, των θερμόαιμων οπαδών, του προπονητή, ακόμη και των «επισήμων», ή
όποιων άλλων εσείς θέλετε. Για να δώσετε επίσης το κλίμα του αγώνα, δεν αρκούν
μόνο οι οπτικές εικόνες. Χρησιμοποιείστε τα κατάλληλα αισθητικά μέσα αλλά με
μέτρο (παρομοιώσεις, κοσμητικά επίθετα, ακουστικές εικόνες, μεταφορές και
υπερβολές).
Παραθέτουμε
ως παράδειγμα την περιγραφή από έναν
υποθετικό αθλητικό ρεπόρτερ του ραδιοφώνου, κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης:
«45
λεπτά , Κυρίες και Κύριοι, έχουν περάσει από την ώρα που το σφύριγμα του
Διαιτητή Κου Πικρού σήμανε την έναρξη του αγώνα των δύο αιώνιων αντιπάλων και το
0-0 παραμένει, ενώ καμία αξιόλογη φάση
δεν παρακολουθήσαμε ως τώρα. Με εξαίρεση ένα ωραιότατο κόρνερ από τον Αλεβίζο
του Ταλαιπωριακού που προσέκρουσε πάνω στο τείχος του Βραδυποριακού, οι παίκτες
ροκανίζουν τον χρόνο. Όμως να, ο Χασουρίδης κατεβαίνει, κατεβαίνει προς τη μικρή
περιοχή, περνάει το Σκούφη, περνάει τον Αχείμαντο, τάκλιν από τον Χασουρίδη, τρύπια
η άμυνα του Βραδυποριακού, δεν είναι οφσάιντ, δεν είναι οφσάιντ, ναι, δυνατά ο Χασουρίδης, με ένα ανάποδο ψαλίδι, αιφνιδιάζει την άμυνα,
ο τερματοφύλακας εκτινάσσεται, αλλά ο ΗΜΙΘΕΟΣ Χασουρίδης καρφώνει
τη μπάλα στο γάμα!!! Οι παίκτες του Βραδυποριακού διαμαρτύρονται - άδικα
κατά τη γνώμη μας- ο Διαιτητής συμβουλεύεται τον επόπτη, ο επόπτης κατεβάζει τη
σημαία του και το γκολ μετράει. 1-0! 1-0 Κυρίες και κύριοι! Μ΄ ένα ψαλίδι που θα
ζήλευαν πολλά αστέρια του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ο Χασουρίδης, ο δικός μας
Χασουρίδης, ανοίγει το σκορ. 1-0 υπέρ του
Ταλαιπωριακού στο 57ο λεπτό
από τον άπιαστο Χασουρίδη, που χάνεται στις αγκαλιές των συναθλητών του! Πραγματικός
ζογκλέρ ο Χασουρίδης αναδεικνύεται σε
νέο αστέρι του ελληνικού ποδοσφαίρου και δικαιώνει το αστρονομικό ποσό της
μετεγγραφής του.
Φίλες και φίλοι του ποδοσφαίρου, ένα μαγικό γκολ! Ό,τι καλύτερο
είδαμε στο φετινό πρωτάθλημα! Ζούμε μεγάλες στιγμές, Κυρίες και Κύριοι! Ζούμε μεγάλες στιγμές! …»
Παράλληλα κείμενα:
1. «Ωδή στον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της
Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου»,
Γιώργος Μαρκόπουλος
Θα υμνήσω και εγώ
με τη φτωχή την πένα μου
τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής
Χρήστου Αρδίζογλου.
Θα υμνήσω.
Γιατί το παιδί αυτό
από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού
προερχόμενο.
της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης.
Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους αποχωρήσαντες βετεράνους
που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ
σε κρίσιμη στιγμή
απορρίπτοντας έτσι ακόμη και τον θάνατο
μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
που τώρα βρίσκονται στο χώμα.
Θα υμνήσω.
Γιατί το παιδί αυτό
κατεβαίνοντας-όπως προείπα-
από τους καλύτερους αέρηδες,
ήταν το μόνο
που πάντα με εύστροφες κινήσεις
επιτύγχανε την εκπόρθηση
της αντίπαλης εστίας
σε ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
το όνομα της μικρής πατρίδας μας
ενώ συνάμα εχάριζε
λέγω εχάριζε με την πράξη του αυτή
μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στους άστεγους της πλατείας Ομονοίας
παρά το ότι ετούτο
εστοίχιζε εις τον ίδιον αρκετά
τον έκλεινε μόνο σε ένα σπίτι
αγρίμι τρομαγμένο
που έβλεπε το κορμί του
ακρωτήρι, ερημικό ακρωτήρι.
Σας δίνεται απόσπασμα από την «Ωδή στον παίκτη της
Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» του Γιώργου Μαρκόπουλου, από την συλλογή «Η ιστορία ενός ξένου και της λυπημένης». Αφού το μελετήσετε, διερευνήστε τα ακόλουθα:
1. Υπάρχουν κοινά στοιχεία, που συνδέουν τον ήρωα της Ωδής με τον ήρωα του διηγήματος;
2. Ο Μαρκόπουλος υμνεί τον παίκτη της ΑΕΚ για το φιλότιμο χαρακτήρα του. Ποια στοιχεία του χαρακτήρα του Αρούκατου επαινεί ο Μίγγας;
3. Από ποια οπτική γωνία παρουσιάζει το ποδόσφαιρο ο Μαρκόπουλος και από ποια ο Μίγγας;
4. Ποια συναισθήματα κατακλύζουν τους δύο παίκτες και για ποιο λόγο τον καθένα;
2 «Αιώνιο
Πάθος: Μια μπαλάντα για τον Τζορτζ Μπεστ», Μάνος Χατζιδάκις
Εκμηδενίστηκε
η ορμή μου
Έγινε
χιόνι το κορμί μου
Από
μια εικόνα κρεμαστή
Χρωματιστή
Από
'να ποδοσφαιριστή
Που
σφυροκόπαε τη βροχή
Θεέ
μου με τι ψυχή
Γινόταν
ο ίδιος πάθος
Εικόνα
και βροχή
Μες
στην τηλεοπτική μου
Συσκευή.
Ο
Μπεστ υπήρξεν ο...
υπήρξεν
ο...
καλύτερος!
Ο
Μπεστ υπήρξεν ο...
υπήρξεν
ο...
καλύτερος!
Ετσι
θα τραγουδάνε τα παιδιά
Της
Αλμερίας
Αλλά
και της Αγγλίας
Της
Αλβανίας, της Αρμενίας
Της
Τασμανίας και της Δανίας
Σε
μια εποχή μελλοντική.
Ο
Μπεστ υπήρξεν ο…
Κι
όσο για μένα
Έτσι
καθώς θα 'μαι χωμένος
Στην
πατρική μου Γη
Οι
απόγονοι
Θά
'ρχονται κάθε Κυριακή
Να
με ποτίζουν έρωτα
Ψωμάκι
και βροχή
Κι
όταν θα σουρουπώνει
Θα
στέκουν μπρος μου Προσοχή
(Οι
απόγονοι)
Γιορτάζοντας
το πάθος μου
Για
μια φωτογραφία χρωματιστή
Γι'
αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ
Τον
ποδοσφαιριστή.
3. «Στρογγυλή Θεά», Βάλτερ Σααβέδρα
Πώς να ξέρεις τι είναι πόνος, αν ποτέ δεν σου έσπασε ένας
αμυντικός την κνήμη και την περόνη και δεν ήσουν σε ένα τείχος όταν η
μπάλα σε βρήκε ακριβώς εκεί;
Πώς να ξέρεις τι είναι ευχαρίστηση, αν δεν έκανες το γύρο του
θριάμβου εκτός έδρας; Πώς να ξέρεις τι είναι η στοργή, αν δεν την
θώπευσες με φάλτσο, για να την βάλεις με το εξωτερικό και να την αφήσεις
λαχανιασμένη στα δίχτυα; Άκουσέ με ! Πώς να ξέρεις τι είναι αλληλεγγύη,
αν δεν έχεις βγει μπροστά για έναν συμπαίκτη σου που τον χτύπησαν από
πίσω;
Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός, αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια;
Πώς να ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις λίγο, αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;
Πες μου γέρο, πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά, αν δεν έχεις βρεθεί
κάτω από τα τρία δοκάρια, στα 12 βήματα από κάποιον που θέλει να
σουτάρει και να τελειώσει τις ελπίδες σου;
Πώς να ξέρεις τι είναι λάσπη, αν δεν έκανες ποτέ ένα τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου για να βγάλεις την μπάλα πλάγιο;
Πώς να ξέρεις τι είναι εγωισμός, αν ποτέ δεν έκανες ακόμα μία, ενώ το 9αρι περίμενε μόνο του την μπάλα;
Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική, αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;
Πώς να ξέρεις τι είναι η αδικία, αν δεν σου έχει βγάλει μια κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει έδρα;
Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι η αϋπνία αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;
Πώς, πώς να ξέρεις τι είναι μίσος, αν ποτέ δεν έχεις βάλει ένα αυτογκόλ;
Πώς να ξέρεις τι είναι να κλαις, αν ποτέ, αν ποτέ δεν έχεις χάσει έναν τελικό Μουντιάλ με ένα αμφισβητούμενο πέναλτι;
Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε, πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή, αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;»