} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

26.3.19

Μαλλιά κουβάρια με τον Μανόλη για το Δώρο, Β. Δουληγέρη


Τον είχα εντοπίσει από τον Αγιασμό. Κάθε φορά που σήκωνε ο παπάς την αγιαστούρα, ο Μανολάκης κάτι μουρμούριζε και το γέλιο απλωνόταν στο μισό σχολείο σαν κύμα στη θύρα 7. Στο χαιρετισμό του Διευθυντή χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Έδενε τα αθλητικά του επί 5 λεπτά… Όταν ακούστηκε δε και ο χαιρετισμός του Υπουργού με το εδάφιο του Κοέλιο: «Όταν θέλεις κάτι πολύ,  μπλα μπλα μπλα,  για να το πετύχεις» παίρνω όρκο ότι τον άκουσα να λέει ότι ο Υπουργός κάνει κλόπι πειστ  τα «I LOVE MINIONS». Ακούς εκεί, το παλιόπαιδο… Κοτζάμ Υπουργός…

Είναι πρώτη ώρα Λογοτεχνίας και κουτσουρεμένη λόγω ενημερώσεων Δ/ντου και διαπραγματεύσεων των εφημερευόντων με αυτούς που πάλι άργησαν και βρήκαν την πόρτα κλειδωμένη. Νυστάζω, ο Αυτοκράτορας (=το φωτοτυπικό) έχει χαλάσει πάλι,λήγει και η προθεσμία  πληρωμής του ΕΝΦΙΑ, πρέπει όμως να κάνουμε  το «Δώρο ασημένιο ποίημα».  Το «Δώρο ασημένιο ποίημα» χαρίζεται σε κάθε παραλήπτη. Ο αποστολέας είναι γενναιόδωρος. Ο παραλήπτης είναι τυχερός. Ο ταχυδρόμος όμως ζει το δράμα του:

 

(Διαβάζω) Κιχ δεν ακούγεται.

«Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά

και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

( Διαβάζω). Άχνα….

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική

που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας (ακούγεται η πρώτη ακανόνιστη ανάσα από την τάξη- δεν δίνω σημασία, χαμηλώνω τη φωνή μου.)

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις

διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει καιβαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή (σέρνεται από το παράθυρο προς την πόρτα ένα πνιχτό χάχανο, σαν κουτσομπολιό πίσω απ΄ τις γρίλιες… σκέφτομαι: θα εμπιστευτώ το ποίημα• το ποίημα θα κάνει τη δουλειά του. Ας κάνω και εγώ τη δική μου. Διαβάζω.)

και δίνεις λόγο 

Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου

Πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές  

Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι

που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία

(ξαφνική ησυχία= ανήσυχη εγώ)

ότι παίζουνε παιδιά

και ότι αυτός που χάνει 
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους 
και να δώσει μιαν αλήθεια  

(αυτή η ομιλία των λέξεων κάθε φορά με συγκινεί:  μιαν αλήθεια/ σύμφωνα με τους κανονισμούς / πρέπει / να δώσει  /στους άλλους… και να τη δώσει την αλήθεια του /αυτός που χάνει… Ποιος μπορεί να αντισταθεί σ΄ αυτά τα λόγια, αν τ΄ ακούσει. )

 Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό ...

(και κάτι συμπληρώνει ΤΩΡΑ ο Μανόλης! Δεν έχει σημασία τι. Βάλτε εσείς μια λέξη – το ίδιο κάνει- μια λέξη που σβήνει τον ήχο από  τις τρεις επόμενες.)

 Δώρο ασημένιο ποίημα.

Ο Μανολάκης, που,  αν ήταν ινδιάνος  θα λεγόταν ΚΑΘΙΣΤΟΣ ΤΑΥΡΟΣ και θα περνούσε από μπροστά του όλη η φυλή για επιθεώρηση, πριν πάει για κυνήγι,  μου ρίχνει 2 κεφάλια και ένα ανάθεμα κάθε φορά που έχουμε λογοτεχνία, γιατί κατά δήλωσή του “Τα ποιήματα δεν είναι για άντρες” !!!

Δοκίμασα με το χαμόγελο, δοκίμασα με ειρωνεία, δοκίμασα με το άι οφ δε τάιγκερ, δοκίμασα με χιούμορ, έπιασε, γελάσαμε, συμπαθηθήκαμε, κάναμε ανακωχή μία ώρα, αλλά το σκορ είναι πάντα 0-0, ή 1-1. Νίκη δεν κατήγαγε κανείς. Πάντα στην παράταση το παιχνίδι με το Μανόλη. Μέχρι που του ανέθεσα να γράψει τις ενστάσεις του και τις παρατηρήσεις του στο ποίημα σε μορφή κειμένου της επιλογής του… Κανένα αποτέλεσμα. Μέχρι που του ζήτησα να φέρει στίχους από ένα τραγούδι της επιλογής του. Τίποτα. Τα ίδια Μανολάκη μου, τα ίδια Μανολιό μου. Θυμάμαι μια σκηνή από την προηγούμενη εβδομάδα. Αντί να επισημαίνει τα νεωτερικά στοιχεία του ποιήματος, όπως κάνουν  όλοι οι επιτυχώς απειλημένοι μαθητές, ο Μανολάκης παίζει με τα μαλλιά της μπροστινής του. Τα κάνει κοτσίδα, τα κάνει μουστάκι, τα κάνει ναυτικό κόμπο, τα κάνει 

«Ο ήλιος έφυγε

Αλλά η μέρα  σταμάτησε την πορεία της  
Και κοιτάζει τα μαλλιά σου».

Αλλά ο Μανολάκης τον Σαραντάρη δεν τον ξέρει.

Και δεν θέλει και να τον μάθει.
Κι όταν  σε λίγο  ακούει:

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

… ο Μανολάκης αποφαίνεται: «και περιμένει με κάτι τέτοια ο Ελύτης να χτυπήσει γυναίκα, Κυρία;»!!!

Κάθε φορά που έχουμε μάθημα με τον Μανόλη ψάχνω να το βρω: πού το ΄ βαλα; Πού μου παράπεσε; Πού είναι  το «εσωτερικό μου πρέπει», που με έκανε άνθρωπο και  με κρατάει σε ένα επίπεδο ευγένειας; Κάθε φορά σκέφτομαι: μακάρι να μπορούσα να διδάξω Μαθηματικά, που κανείς δεν τα σνομπάρει. Πόσο γελοίο να σου φανεί ένα χ, μία υποτείνουσα, μία ρίζα 5 διά 2; Πάντα αναρωτιόμουν, γιατί κανείς δεν γελάει με τα Μαθηματικά. Με τους Μαθηματικούς, ναι. Αλλά με τα Μαθηματικά κανείς. Αν και τώρα που το σκέφτομαι με το εντός εκτός κι επί τα αυτά 2 ωριαίες έχω φάει απ΄ τα γέλια. 

Απελπισία.

Μέχρι και τη συναστρία μας με το Μανόλη ζήτησα από τη φίλη μου, τη Σοφία, που τίποτα δεν της ξεφεύγει:

-« Α, παπαπαπα! Παρθένος με Σκορπιό; Θα σου βγάλει την πίστη, φιλενάδα. Αυτός… μέχρι και παραίτηση θα σε βάλει να ζητήσεις».

 – «Τι λες τώρα, Σοφία μου, με τρομάζεις. Μα γιατί; 3 πλανήτες έχω στο Σκορπιό. Δεν μπορούμε να βρούμε έναν δίαυλο επικοινωνίας;»

-«Τι να τους κάνεις, Βάνα μου; Με τον ωροσκόπο σου στα ψάρια και Δία στον Καρκίνο στους γιατρούς θα τρέχεις με το Μανόλη. Ώρα γέννησής του ξέρουμε;»

 – «Δεν την  γράφει η καρτέλα.»

Και δεν είμαι εγώ που δεν μπορώ να επικοινωνήσω με το Μανολάκη. Ο Σαραντάρης υπέκυψε, ο Καβάφης έχασε άμα τη εμφανίσει, ο Νερούντα «κιχ» δεν πρόλαβε να κάνει. Και θα τα καταφέρω εγώ; Και έχουν βγει στο δρόμο τα ποιήματα μες στο μυαλό μου και διεκδικούν το δίκιο τους. Με  υψωμένη γροθιά και πανό:

Το ένα λέει:

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,

όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους, 
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Το άλλο:

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,

εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία, 
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας 
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Και το άλλο, ( αυτό το άλλο, πόσο το συμπονώ):

κτηνώδη το νέκταρ και το φιλί

κτηνώδη τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου.

Γελάστε όσο θέλετε, αλλά εμείς, οι φιλόλογοι, μπορεί να μην δίνουμε δεκάρα για όσα μας σέρνουν, αλλά μπροστά στα ποιήματα κοκκινίζουμε καμιά φορά. Πολλοί προσπάθησαν να με καθησυχάσουν. Ο Σύμβουλος  πρόσφατα μας έλεγε: «Ως πότε οι φιλόλογοι θα υποφέρουν με όλα τα τραύματα του σχολείου; Ως πότε θα ζαλώνονται τον κάθε καημό; Δεν είμαστε θαυματοποιοί. Δεν έχουμε μόνο εμείς την ευθύνη για το παιδί. Υπάρχει και ο Γυμναστής, ο Μαθηματικός, ο Κοινωνιολόγος, ο Καθηγητής καλλιτεχνικών. Γιατί επωμίζεστε και το φορτίο των άλλων;» Και μια συνάδελφος προχθές στο κενό μας, αφού μοιραστήκαμε ένα  κλάμα και ένα κουλούρι μου είπε μισοαστεία μισοσοβαρά: «Ας μην ξέρουν ποίηση οι άντρες, δε βαριέσαι, δεν χάλασε κι ο κόσμος…»

Όμως η φίλη μου, η Βέρα, λέει: «Να μην ξέρει ποίηση;;;; Και τι είναι η ποίηση; Ποδήλατο;  Που θα του  πάρει ο μπαμπάς του αυτοκίνητο και δεν μας νοιάζει; Αυτός μεθαύριο θα αποφασίζει για μένα, για το παιδί του, για τον εαυτό του. Είναι εγκληματικό να μην εκτιμά την ποίηση.- »

«Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει», λέει κάπου ο Σεφέρης. «Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι, για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σού χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.» Ναι, ίσως τον βρει κατάστηθα τον Μανόλη το ποίημα, όταν περπατάει στην παραλία με τη γυναίκα της ζωής  του, μετά από 10 χρόνια,  τώρα όμως είναι εδώ, απέναντί μου και το πληγώνει το ποίημα. 

Πολλά λέμε για τα παιδιά και τα δικαιώματά τους, όμως τα ποιήματα δεν έχουν δικαιώματα; Πρέπει να είναι παρών ο δημιουργός τους, για να τα σεβαστείς; Τα λόγια αφ΄ εαυτού τους δεν έχουν παρουσία, ήθος και ανάστημα; Μπορείς να γελάς με το «Πάτερ Υμών» στα μούτρα ενός χριστιανού; Πρέπει να βλέπεις τον Ιησού ενώπιόν σου, για να τη σεβαστείς την Κυριακή προσευχή; Γιατί, λοιπόν, πρέπει να είναι ο Ελύτης απέναντί σου με σάρκα και οστά, για να τον αφήσεις να μιλήσει;

Πάντα ενθαρρύνουμε  την αμφισβήτηση των παιδιών και είμαστε αισιόδοξοι για τα παιδιά που αμφισβητούν, προσωπικά αισιοδοξώ και για τα αντιδραστικά παιδιά • για κάθε αντίρρηση που εκτινάσσεται γνήσια και ορμητική, ακόμη κι αν είναι ασχημάτιστη και ατεκμηρίωτη. Και ο κυνισμός ενός παιδιού, όσο κι αν με τρομάζει, ξέρω πως  είναι η παρηγοριά του. Όμως έχω το δικαίωμα, την αρμοδιότητα, το θάρρος να επαινέσω την τάση του Μανόλη, αλλά να κατακρίνω το αποτέλεσμά της; Με απλά λόγια, επιτρέπεται στο πιο φιλελεύθερο και φιλάνθρωπο μάθημα, στη Λογοτεχνία, να κατσαδιάζεις το μαθητή, επειδή βγάζει τη γλώσσα του στο ποίημα;

ΝΑΙ!!

Όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται.

Όσο περνούν τα χρόνια, πείθομαι όλο και περισσότερο γι΄ αυτό. Κανένα άλλο είδος τέχνης, δεν έχει δείξει τόση ανοχή και μεγαθυμία στην τάξη, όσο η Λογοτεχνία. Κανένα σχολικό μάθημα δεν έχει τον τσαμπουκά να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ίδιο του τον εαυτό, δίνοντάς σου μάλιστα το δυναμίτη να το τινάξεις στον αέρα, όσο η Λογοτεχνία. Και κανένας άλλος διάλογος στην τάξη δεν είναι τόσο απρόβλεπτος, ακροβατικός και ανεπανάληπτος, όσο ο διάλογος την ώρα της Λογοτεχνίας. Ε, Αρκετά πια…  Και μια διαταγή πού και πού την δικαιούται και η Λογοτεχνία… Ο Λιαντίνης έλεγε ότι η λογοτεχνία δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος. Ποιος όμως κάνει τη Λογοτεχνία αγγαρεία; Το αναλυτικό πρόγραμμα; Η αξιολόγηση του μαθητή στη Λογοτεχνία; Η Τράπεζα Θεμάτων; Η πολιτική διαφθορά; Η ανεργία και η φτώχια; Τα τηλεοπτικά σκουπίδια; Η στρεβλή γλώσσα της πολιτικής; Η ενορχηστρωμένη απαξίωση των καθηγητών και των δασκάλων; Η απουσία αξιολόγησης; Η δυσκολία προσδιορισμού νοήματος στη μόρφωση; Ή εγώ που δεν αξιώθηκα ένα μεταπτυχιακό και  ψυχορραγεί τώρα στα χέρια μου το «Δώρο ασημένιο ποίημα», ανυπεράσπιστο;

Και είμαι ξανά στο κομβικό σημείο που θέλω να αλλάξω δουλειά, να κλάψω σε μια αγκαλιά,  να βάλω στο λαιμό μου μια θηλιά, να σύρω τον Μανόλη απ΄ τα μαλλιά. Θυμάμαι και τον παππού Παλαμά που λέει για τον δάσκαλο: «Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει; Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί το βάρος που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη», αλλά μέχρι να έρθει αυτό το «κάποτε», ποιητή μου, το βάρος θα με λιώσει. Για άλλη μια φορά πιο σωτήρια είναι τα λόγια της μάνας μου:  «Τι είπες; Για έλα εδώ να μου το πεις από κοντά», « Αν έρθω εκεί, θα σε κάνω 800 οκάδες» και το άλλο: «Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, δεν σε σώζουν 10 νοματαίοι» Τα λόγια της είναι το σκονάκι μου. Και  πετυχαίνω τη φωνή μου τσιριχτή, τη στάση του σώματος σταθερή,  το βλέμμα αιχμηρό να ξιφασκεί με το βλέμμα του εχθρού- Μανολάκη στο τέταρτο θρανίο.

Στέκομαι από πάνω του (τρόπος του λέγειν, γιατί και καθιστός μού ρίχνει, γύρω στα 10 εκατοστά, και του λέω με την βαθιά  και αξύριστη φωνή μου) :

«Άκου να σου πω, Μανόλη.»

«Εδώ!!!»

(Ο Μανόλης μία που με κοιτάζει μία που κοιτάζει το κοινό του, την αποσβολωμένη τάξη)

«Να με κοιτάς, όταν σου μιλάω!»

«Ήρθε η ώρα να ασχοληθώ ΜΟΝΟ μαζί ΣΟΥ, Μανόλη! Άδραξε την ευκαιρία! Δεν θα σου δώσω άλλη!»

Και βλέπω το Μανολάκη πρώτη φορά να σαστίζει, να χαμηλώνει το βλέμμα, να ζαρώνει ένα τσακ τους ώμους (!) και παίρνω τα πάνω μου. 

(Τώρα τον έχω, σκέφτομαι. Αυτό είναι. Όρμα, Τζακ, και τα κόκαλα δικά σου!!)

Βαδίζω  ολοταχώς προς τη νίκη κάτω από τις επευφημίες του Νερούντα, τα λάικ του Σαραντάρη και τις ευχές του Αγίου Κάλβου, που με ξεματιάζει πίσω από την κουρτίνα. Και  λέω, απνευστί: « Τέρμα πια τα νόστιμα, Μανόλη!» «Βαρέθηκα και δεν σε παίρνει!» «Δεν ξέρω πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, αλλά εδώ μέσα, ΕΔΩ ΜΕΣΑ,  θα γίνεται αυτό  που λίω εγώ…»

 

Ναι, αγαπητοί μου! Καλά διαβάσατε : Αυτό που λίω!!

100 λέξεις υπερασπίζεσαι. Μία είναι αρκετή να σε προδώσει.

 

 

Πρώτη Δημοσίευση 13-11-2014  Kiss grass social