Χωριό στη Β. Ελλάδα 1938, Πέτρος Μπρούσαλης |
Μου αρέσουν οι γιορτές. Πάντα μου άρεσαν, από παιδί. Όση ευσέβεια
διαθέτω ως Χριστιανός Ορθόδοξος την οφείλω λιγότερο στους υποχρεωτικούς
εκκλησιασμούς και περισσότερο στις μεγάλες γιορτές των παιδικών μου χρόνων.
Χριστούγεννα χιονισμένα, εκθαμβωτικής αθωότητας ή απλώς παγωμένα,
αλλά γυρίζοντας από την εκκλησία στο σπίτι, το τζάκι να καίει «παπόρι».
Πρωτοχρονιά μέσα στο δριμύ, ιαματικό ψύχος του παπαδιαμαντικού
Αϊ-Γιώργη, με τον Παντοκράτορα πουντιασμένο και ολομόναχο εκεί πάνω, να
ζεσταίνεται από τις ανάσες μας, τις φλόγες των κεριών και το πολυκάντηλο.
Μεγάλη Εβδομάδα, λιβάνια και αγριολούλουδα στα χέρια των
μαυροφορεμένων γυναικών, κορίτσια έτοιμα να σταυρωθούν για χάρη μας και ν’
αναληφθούμε μαζί στους έρημους ουρανούς της εφηβείας. Πρόβες για τον επιτάφιο
με φάλτσες πλην κατανυκτικότατες φωνές.
Δεκαπενταύγουστος, ενθρονισμένος στο ένδοξο Δεσποτάτο της πρωινής
ευδίας, με ούζο και χλωρό τυρί μετά τη λειτουργία, πριν τα κλαρίνα και το
τριήμερο πανηγύρι κάτω από τα θεόρατα πλατάνια.
Μαθητής Γυμνασίου στους Φιλιάτες, θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς
τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Λίγες μέρες πριν από τις
διακοπές, χαμένος μέσα στο πούσι των αληγών βροχοπτώσεων της βορειοδυτικής
Ελλάδος, και στο κρύο σπίτι που με φιλοξενούσε, ξάπλωνα το βράδυ έχοντας τον
νου μου εκεί, στο χωριό. Ηταν τα πρώτα συμπτώματα μιας ισόβιας νοσταλγίας για
τον τόπο, τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά.
Σκεφτόμουν, μέσα στη νύχτα του χειμώνα πού να βρίσκονται αυτή τη
στιγμή εκείνα τα προγραμμένα κοτσύφια που πρόκειται να σκοτώσω με το αεροβόλο,
στο χωριό. Θα είχαν κουρνιάσει τέτοια ώρα, γροθιές σφιγμένες τα
πουλιά/βρεγμένα, κρυωμένα/αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής, όπως θα έγραφα,
αργότερα, πολύ αργότερα στην Αθήνα.
Είναι ένα μεγάλο θέμα αν ένας κατά συρροήν εκτελεστής κοτσυφιών,
όπως ήμουνα τότε, δικαιούται να γράφει τέτοιους στίχους και το βασικότερο αν
αυτοί οι στίχοι φτάνουν για να τον αθωώσουν όταν βρεθεί ενώπιον του φοβερού
βήματος.
Μου αρέσουν οι γιορτές. Ακόμη και τώρα που μεγάλωσα, μόλις δω τις
πρώτες χριστουγεννιάτικες βιτρίνες και τα χιλιάδες φωτάκια στους δρόμους, μια
γλυκιά αδημονία με κυριεύει και βρίσκω αφορμές να μπαινοβγαίνω σε φούρνους και
ζαχαροπλαστεία, να μυρίζω και να θαυμάζω τους λόφους με τα μελομακάρονα, τους
κουραμπιέδες, τις δίπλες και τα σκαλτσούνια και τα λογής αρτοσκευάσματα.
Οταν νυχτώνει βέβαια και ανάβουν οι φωτεινές αψίδες στους μεγάλους
δρόμους της πόλης, δρόμους γεμάτους από ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου και
φυλής, μαγεύομαι από αυτήν την καταρρακτώδη φωτοχυσία και χαζεύω με τις
ανταύγειες που σκορπίζει στο πολύβουο και χαρούμενο ανθρωπομάνι αλλά και στις
στίλβουσες λαμαρίνες των αυτοκινήτων, τα οποία μοιάζει να σκανάρουν αυτούς τους
επίγειους γαλαξίες, καθώς κινούνται αργά στους πηγμένους δρόμους.
Μου αρέσουν επίσης πολύ και τα λιγότερο εντυπωσιακά πολύχρωμα
φωτάκια με τα οποία στολίζουν τα μπαλκόνια και τις βεράντες τους οι Αθηναίοι
-που μπορεί να είναι Αλβανοί, Πολωνοί ή Ρουμάνοι, όπως πριν από χρόνια είχαμε
Ηπειρώτες, Ρουμελιώτες και Νησιώτες Αθηναίους- καθώς αναβοσβήνουν, μαζί με τα
φώτα των χριστουγεννιάτικων δέντρων, σαν φωτορρυθμικά και χτυπούν στον παλμό
μιας μεγάλης γιορτής, λίγο πριν αυτή εκραγεί με όλα τα φώτα, τα χρώματα και
τους πίδακες της χαράς και του γέλιου.
Αυτή η προετοιμασία είναι που με θέλγει, αυτή η αχανής πρόβα
τζενεράλε για μια καθολική παράσταση ή αναπαράσταση(;), που μας υπόσχεται την
απόλυτη μέθεξη και την πολυπόθητη κάθαρση, όχι όμως δι’ ελέου και φόβου αλλά
μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα ευφροσύνης και ανεκλάλητης χαράς, ναι, αυτή που μας
έταξαν και πέρσι και πρόπερσι και το ’90, το ’80, το ’70 και πάει λέγοντας,
αυτήν περιμένω και καθόλου δεν με βοηθάει η πείρα, η σωφροσύνη μου και η βέβαιη
γνώση ότι κι εφέτος δεν πρόκειται να έρθει. Εγώ την περιμένω και είμαι βέβαιος
ότι αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά.
Αυτή τη βεβαιότητα και τη γλύκα της προσμονής τη διατηρώ μέχρι την
παραμονή της γιορτής. Ανήμερα των Χριστουγέννων όμως διαπιστώνω για άλλη μία
φορά ότι αυτό που περίμενα, ό,τι κι αν ήταν, πέρασε και προσπέρασε, εμένα
πάντως δεν με άγγιξε.
Και τότε θυμάμαι πόσο φιλέρημος υπήρξα στις γιορτές και ιδιαίτερα
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, όταν ήμουν μόνος στην Αθήνα, εργαζόμενος
φοιτητής, λιγότερο φοιτητής και περισσότερο εργαζόμενος, ενώ στο χωριό οι
γονείς, τ’ αδέρφια μου και οι χωριανοί μας γιόρταζαν όλοι μαζί.
Μακάρι να μη ζούσα στην Αθήνα, ούτε καν στην Ελλάδα, καλύτερα να
ήμουνα στο Λεβερκούζεν ή στο Σαρλερουά ή σε μια μακρινή και αλλόκοτη ξενιτιά
και να τραγουδούσα μαζί με τον Ξυδάκη και τον Μάλαμα
Να
ξημέρωνε μια μέρα μια καλή Πρωτοχρονιά
όλοι
να 'ταν εδώ πέρα κι εγώ να 'λειπα μακριά.
Να
γλεντάνε, να γελάνε και να πίνουν στην υγειά
Τη
δική τους, τη δική μου κι όσων λείπουν μακριά.
Να
ξημέρωνε μια μέρα μια γιορτή μια Πασχαλιά
Όλοι
να 'ταν εδώ πέρα κι εγώ να 'λειπα μακριά.
Να
τους λείπω, να μου λείπουν, να με σκέφτονται συχνά
Και
τρελά ν’ αγαπηθούμε μέχρι να τους δω ξανά.