Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού
βιβλίου
1.
Περιγράψτε ……από το κείμενο.
Η
Αγγελικούλα και ο Πέτρος μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια και τη στέρηση. Ο πατέρας εργαζόταν ως πλανόδιος
τενεκετζής και τα παιδιά είναι μαθημένα στη φτώχεια («πλανόδιος τενεκετζής που
ήταν -τι να βγάλει, και πού να φτάσουν»), αλλά τώρα που είναι εξόριστος, στερούνται
έστω και το φτωχό του μεροκάματο.
Η μητέρα «πάντα ξενοδούλευε», αλλά τη δεδομένη στιγμή είναι άνεργη. Έτσι αποφασίζει να ζητιανέψει ελπίζοντας ότι και η παρουσία των παιδιών θα διεγείρει τα φιλάνθρωπα αισθήματα των περαστικών («μπορεί να βρεθεί και κανένας χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα») Τα παιδιά στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη. Φορούν μπαλωμένα και τριμμένα ρούχα, σκισμένα γάντια και λασπωμένα παπούτσια («Ο Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι…ως την οδό Αιόλου»). Ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανείς να τους χαρίσει ένα δώρο και μοναδική τους διασκέδαση στην Αιόλου είναι να «χαζέψουν τον κόσμο». Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν το ακριβό τρενάκι της βιτρίνας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αγοράσουν κανένα δώρο. Παρατηρούν τη βιτρίνα να αδειάζει από τα ταπεινά παιχνίδια, την αρκούδα, τα σερβίτσια του τσαγιού, τα «επιπλάκια» και το αεροπλάνο με θλίψη. Πάνω απ’ όλα όμως τους λείπει η παρουσία του πατέρα, η προστασία και το χάδι του και ζουν με την αγωνία αν θα τους αναγνωρίσει μετά από τόσα χρόνια.
Η μητέρα «πάντα ξενοδούλευε», αλλά τη δεδομένη στιγμή είναι άνεργη. Έτσι αποφασίζει να ζητιανέψει ελπίζοντας ότι και η παρουσία των παιδιών θα διεγείρει τα φιλάνθρωπα αισθήματα των περαστικών («μπορεί να βρεθεί και κανένας χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα») Τα παιδιά στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη. Φορούν μπαλωμένα και τριμμένα ρούχα, σκισμένα γάντια και λασπωμένα παπούτσια («Ο Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι…ως την οδό Αιόλου»). Ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανείς να τους χαρίσει ένα δώρο και μοναδική τους διασκέδαση στην Αιόλου είναι να «χαζέψουν τον κόσμο». Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν το ακριβό τρενάκι της βιτρίνας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αγοράσουν κανένα δώρο. Παρατηρούν τη βιτρίνα να αδειάζει από τα ταπεινά παιχνίδια, την αρκούδα, τα σερβίτσια του τσαγιού, τα «επιπλάκια» και το αεροπλάνο με θλίψη. Πάνω απ’ όλα όμως τους λείπει η παρουσία του πατέρα, η προστασία και το χάδι του και ζουν με την αγωνία αν θα τους αναγνωρίσει μετά από τόσα χρόνια.
2.
Τι αντιπροσωπεύει …του καταστήματος;
Τα
παιχνίδια για κάθε παιδί, ακόμη και γι’ αυτά που ζουν στην κοινωνία της
αφθονίας, είναι σύμβολο χαράς και ξενοιασιάς. Προσφέρουν διέξοδο στη φαντασία τους και τους ταξιδεύουν στο χώρο του ονείρου. Για
τους μικρούς ήρωες του διηγήματος, που οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της
εποχής τούς έχουν επιβάλει την πιο σκληρή πραγματικότητα, είναι ακόμη
περισσότερο σύμβολο της πληρότητας και
της ευτυχίας. Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα ελπίζουν να δραπετεύσουν για λίγο με
το εντυπωσιακό τρενάκι από την ανέχεια, τη στέρηση και τη δυστυχία, να παίξουν
και επιτέλους να χαρούν. Βέβαια, τα παιδιά δεν θα ήταν ευτυχισμένα μόνο με το τρένο∙ θα
το ήθελαν από τα χέρια του πατέρα. Το τρένο είναι υποσυνείδητα ταυτισμένο με
την επιστροφή του αγαπημένου τους πατέρα και αν το αποκτούσαν, θα ολοκλήρωνε την ευτυχία τους.
3.
Κάθε παιδί προβάλλει ένα επιχείρημα …στο τέλος του
διηγήματος;
Τα
παιδιά μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος κάνουν όνειρα πώς θα αποκτήσουν το ποθητό δώρο, το «σιδερόδρομο»,
αλλά μοιραία όλα τους διαψεύδονται. Ο γιος του καθηγητή υποστήριζε ότι θα το
αγοράσει ο μπαμπάς του με το διπλό μισθό που θα πάρει στις γιορτές. Το αδύνατο
χλωμό αγοράκι ήλπιζε ότι θα του το αγοράσει ο νονός του που ήταν οδηγός, όμως
και εκείνος προτίμησε τελικά μια φανέλα, γιατί το παιδί είχε πλευρίτη. Το τρίτο
παιδί της συντροφιάς ισχυρίστηκε ότι οι θείοι του θα συγκεντρώσουν χρήματα, για
να αγοράσουν το τρενάκι από κοινού, όμως του πήραν ένα παλτό, γιατί το περσινό
είχε λιώσει. Τέλος, ο Πέτρος δήλωνε με βεβαιότητα ότι θα του χαρίσει τον σιδηρόδρομο
ο πατέρας του, όταν επιστρέψει από την εξορία, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
Τελικά, κανένα από τα παιδιά δεν πραγματοποιεί το όνειρό του, καθώς στους
δύσκολους καιρούς της φτώχειας οι δικοί τους προτίμησαν είδη πρώτης ανάγκης.
👀📙