Ήταν πριν πολλά χρόνια,
τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα
πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά
ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες
ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί.
Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα,
αφού ο παπα Γιώργης που μας τα’ δινε, δεν μας μετρούσε με τη μεζούρα. Ο κόσμος
ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του
Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω
στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Τ’ αυτοκίνητα και τ’
αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες
ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Τηλέφωνο ούτε
ακούγαμε, ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν
μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου, αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο
του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαί ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι
άνθρωποι μπροστά τους, κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Κλέφτες
δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Το μόνο που
έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα κι αυτό γιατί ο μπαμπάς
της τσιγκουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε
κλέψει την καρδιά. Τα σπίτια δεν είχαν κλειδαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από
μόνος του, έπρεπε να πας εσύ ν’ ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις τον
μουσαφίρη. Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά,
που στέλναν’ εμένα να τους τα φέρω. Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και
λίγα. Το άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, «στενόμυαλος είσαι», «μικρό
μυαλό έχεις», «τα μυαλά σου είναι λίγα». Μου το λέγανε κι εμένα που ήμουν και
μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν
Έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.
Όμως οι πιο πολλοί ήταν
πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο
τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην
καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου
στην τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός
της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουτζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για να
πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σ’ όλα. Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα
ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις
ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.
Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι. Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθυριών, άλλος στο σπάσιμο κεφαλιών, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατιών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων. Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δυο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν. Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στον μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι. Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.
Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε, που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα. Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν. Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, ‘’εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς’’. Ένα πράγμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί. Καλλίτερα να πέθαινες. Δεν σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρωμίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.
Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι. Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθυριών, άλλος στο σπάσιμο κεφαλιών, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατιών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων. Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δυο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν. Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στον μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι. Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.
Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε, που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα. Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν. Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, ‘’εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς’’. Ένα πράγμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί. Καλλίτερα να πέθαινες. Δεν σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρωμίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.
Γεννήθηκα σ' ένα σπίτι χωρίς κανένα βιβλίο. Όχι μόνο
εγώ, όλα τα παιδιά στο δρόμο μας σε τέτοια σπίτια γεννηθήκαμε. Στην οδό Μουσών.
[...] Είχα γεννηθεί λοιπόν στη Μουσών, έχοντας δεξιά μου την Ιωλκού, αριστερά
μου την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου. Οι άνεμοι με πήραν και με σήκωσαν.
Όχι μόνο εμένα, όλους μας. Στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού κατάλαβα ότι αυτό που
μου άρεζε πιο πολύ απ' όλα να κάνω ήταν να γράφω εκθέσεις. Κατάλαβα και τι θα
γίνω, όταν ο δάσκαλός μας ήρθε μια μέρα και μας διάβασε από την εφημερίδα κάτι
που το είπε "χρονογράφημα". Μιλούσε για την άνοιξη και μ' αυτά που
έλεγε μοσχοβόλησε όλη η τάξη. Τότε γύρισα στο διπλανό μου και του είπα ότι αυτή
τη δουλειά θα κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω. Κάθε Δευτέρα γράφαμε έκθεση για το πώς
περάσαμε την Κυριακή κι ενώ εγώ δεν είχα περάσει καλύτερα απ' όλους, έγραφα την
καλύτερη. Το έλεγε ο δάσκαλος την άλλη μέρα και το διάβαζε στην τάξη. Δεν ήξερα
όμως πώς να φτάνω στην ιστορία μου χωρίς εκείνα τα χαζά που γράφαμε όλοι,
ξύπνησα, πλύθηκα, πήγα στο αποχωρητήριο, ντύθηκα, κι αυτό με στενοχωρούσε.
Ώσπου μια μέρα έγραψα Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα... και
μπήκα στο θέμα μου. Δε με πείραζε που την άλλη Δευτέρα όλες οι εκθέσεις άρχιζαν
έτσι, για μένα ήταν η καλύτερη σκέψη που είχα κάνει μέχρι τότε. Μπορώ να πω ότι
μ' αυτή την πρόταση άρχισε η συγγραφική μου καριέρα. Αφού ξύπνησα κι έκανα τα
πρωινά μου καθήκοντα...
«Έκανες τα
πρωινά σου καθήκοντα;» με ρωτούσε πριν χρόνια με κέφι και τρυφερότητα κάποια
γυναίκα, όταν μ' έβλεπε μεσημεριάτικα αξύριστο και μουρτζούφλη.
«Έκανες τα πρωινά σου
καθήκοντα;» με ρωτάει η σημερινή μου γυναίκα με την ίδια τρυφερότητα και -
παράξενο - με το ίδιο κέφι.
Δεν ήξερα ότι τα
βραδινά καθήκοντα είναι περισσότερα από τα πρωινά κι ότι από νύχτα σε νύχτα
αυξάνονται κι άλλο. Εγώ ξεκίνησα μ' ένα σαλοσπίρ των εκατό («Ώσπου να πεθάνεις
θα το παίρνεις αυτό», μου είπε ο καρδιολόγος) και τώρα έχω φτάσει σ' ένα Ναπροσύν
για το δεξί γόνατο και μια επιγονατίδα, ένα τσιρότο κολλημένο στη μύτη για την
ανάσα, μια γαργάρα με τάντουμ βέρντε για το λαιμό, σταντ μπάι δίπλα στο κρεβάτι
ένα τέταρτο νεοκαρντόν για τις ταχυπαλμίες κι ένα μπουσκοπάν σε περίπτωση που
με ξυπνήσει η πέτρα στο νεφρό. Α, και κάμποσα ποτήρια κόκκινο κρασί, επειδή τα
ερυθρά μου αιμοσφαίρια είναι λίγα. Συνταγή του γιατρού κι αυτή. Βέβαια εκείνος
μίλησε για ένα ποτηράκι και θα αυξηθούν, εγώ όμως βλέπω ότι με τα πολλά
ποτηράκια αυξάνονται οι αναμνήσεις μου, οι συγκινήσεις μου, οι χτύποι της
καρδιάς μου, οι πόθοι μου κι οι πόνοι μου, γιατί να μην αυξηθούν και τα ερυθρά
μου αιμοσφαίρια;
Δικά μου δεν είναι κι αυτά;
«Έκανες τα βραδινά σου καθήκοντα;»Bραδιάζει και πρέπει να ετοιμαστώ.
(Από την εισαγωγή του βιβλίου «Tο μονοπάτι στη θάλασσα»)