} f expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>
Πρώτη Σελίδα

13.2.15

"Εξανεμίζομαι" - Μια λέξη εξομολογείται

Εξανεμίζομαι

     
     Εξανεμίζομαι (εξανεμίζω: μεταγενέστερος τύπος) = εξαφανίζομαι βαθμιαία, διασκορπίζομαι, ( για ελπίδες, όνειρα) - σπαταλιέμαι,  (για χρήματα, υλικά αγαθά)