«Θα ευγνωμονώ πάντα τον Σταύρο που μ’ έστρωσε όσο ήμουνα ακόμα νέος
στη μελέτη των ελληνικών. Ήμουνα παιδάκι ακόμα, όταν δοκίμασα να χαράξω
για πρώτη φορά με τον οβελό μου τους χαρακτήρες εκείνου του άγνωστου
αλφάβητου.
Το μεγάλο ξερίζωμα άρχιζε και τα μακρινά μου ταξίδια και το συναίσθημα μια επιλογής αυθαίρετης και αθέλητης, όσο και ο έρωτας. Αγάπησα αυτήν τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα.
Υπάρχουν, το ξέρω, και άλλες γλώσσες. Αλλά ή έχουν πετρώσει ή δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Οι Αιγύπτιοι ιερείς μού δείξανε τα αρχαία τους σύμβολα, σήματα περισσότερο παρά λέξεις, πολύ αρχαίες προσπάθειες κατάταξης του κόσμου και των πραγμάτων, νεκρική ομιλία μιας πεθαμένης φυλής. Στον ιουδαϊκό πόλεμο, ο ραβίνος Ιωσής μού εξήγησε λέξη προς λέξη ορισμένα κείμενα σ’ αυτή τη γλώσσα των αιρετικών, που ’χουν σε τέτοιο σημείο δαιμονιστεί από τον θεό τους που παραμελήσανε το ανθρώπινο. Στον στρατό εξοικειώθηκα με τη γλώσσα που μιλάνε οι επικουρικοί Κέλτες. Θυμάμαι ιδίως ορισμένα τραγούδια τους… Η μεγαλύτερη όμως αξία των βαρβαρικών διαλέκτων έγκειται στο ότι αποτελούν ένα απόθεμα για τον ανθρώπινο λόγο και στα όσα θα εκφράσουνε χωρίς καμιά αμφιβολία στο μέλλον.
Αντίθετα, τα ελληνικά έχουνε κιόλας πίσω τους, τους θησαυρούς της εμπειρίας τους, της εμπειρίας του ανθρώπου και της εμπειρίας του κράτους. Από τους Ίωνες τύραννους μέχρι τους δημαγωγούς των Αθηνών, από την αγνή αυστηρότητα ενός Αγησίλαου μέχρι την υπερβολή ενός Διονύσιου ή ενός Δημήτριου, από την προδοσία του Δημάρατου ως τη φιλοπατρία του Φιλοποίμενος, όλα όσα θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε για να βλάψουμε τους ομοίους μας ή για να τους εξυπηρετήσουμε, γίνανε, έστω και για μια μόνο φορά, από κάποιον Έλληνα. Το ίδιο και με τις προσωπικές μας επιλογές: από τον κυνισμό ως τον ιδεαλισμό, από τον σκεπτικισμό του Πύρωνα ως τα ιερά όνειρα του Πυθαγόρα, οι αρνήσεις μας ή οι αποδοχές μας έχουνε ξαναγίνει. Οι διαστροφές μας και οι αρετές μας έχουν ελληνικά πρότυπα. Τίποτα δεν φτάνει την ομορφιά μιας αναθηματικής ή μιας επικήδειας λατινικής επιγραφής. Αυτά τα λίγα λόγια, τα σκαμμένα πάνω στην πέτρα, συνοψίζουν με μιαν απρόσωπη μεγαλοπρέπεια όλα όσα έχει ανάγκη να μάθει ο κόσμος για μας. Λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιός μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, αλλά ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει».
Marguerite Yourcenar, Αδριανού απομνημονεύματα
Το μεγάλο ξερίζωμα άρχιζε και τα μακρινά μου ταξίδια και το συναίσθημα μια επιλογής αυθαίρετης και αθέλητης, όσο και ο έρωτας. Αγάπησα αυτήν τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα.
Υπάρχουν, το ξέρω, και άλλες γλώσσες. Αλλά ή έχουν πετρώσει ή δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Οι Αιγύπτιοι ιερείς μού δείξανε τα αρχαία τους σύμβολα, σήματα περισσότερο παρά λέξεις, πολύ αρχαίες προσπάθειες κατάταξης του κόσμου και των πραγμάτων, νεκρική ομιλία μιας πεθαμένης φυλής. Στον ιουδαϊκό πόλεμο, ο ραβίνος Ιωσής μού εξήγησε λέξη προς λέξη ορισμένα κείμενα σ’ αυτή τη γλώσσα των αιρετικών, που ’χουν σε τέτοιο σημείο δαιμονιστεί από τον θεό τους που παραμελήσανε το ανθρώπινο. Στον στρατό εξοικειώθηκα με τη γλώσσα που μιλάνε οι επικουρικοί Κέλτες. Θυμάμαι ιδίως ορισμένα τραγούδια τους… Η μεγαλύτερη όμως αξία των βαρβαρικών διαλέκτων έγκειται στο ότι αποτελούν ένα απόθεμα για τον ανθρώπινο λόγο και στα όσα θα εκφράσουνε χωρίς καμιά αμφιβολία στο μέλλον.
Αντίθετα, τα ελληνικά έχουνε κιόλας πίσω τους, τους θησαυρούς της εμπειρίας τους, της εμπειρίας του ανθρώπου και της εμπειρίας του κράτους. Από τους Ίωνες τύραννους μέχρι τους δημαγωγούς των Αθηνών, από την αγνή αυστηρότητα ενός Αγησίλαου μέχρι την υπερβολή ενός Διονύσιου ή ενός Δημήτριου, από την προδοσία του Δημάρατου ως τη φιλοπατρία του Φιλοποίμενος, όλα όσα θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε για να βλάψουμε τους ομοίους μας ή για να τους εξυπηρετήσουμε, γίνανε, έστω και για μια μόνο φορά, από κάποιον Έλληνα. Το ίδιο και με τις προσωπικές μας επιλογές: από τον κυνισμό ως τον ιδεαλισμό, από τον σκεπτικισμό του Πύρωνα ως τα ιερά όνειρα του Πυθαγόρα, οι αρνήσεις μας ή οι αποδοχές μας έχουνε ξαναγίνει. Οι διαστροφές μας και οι αρετές μας έχουν ελληνικά πρότυπα. Τίποτα δεν φτάνει την ομορφιά μιας αναθηματικής ή μιας επικήδειας λατινικής επιγραφής. Αυτά τα λίγα λόγια, τα σκαμμένα πάνω στην πέτρα, συνοψίζουν με μιαν απρόσωπη μεγαλοπρέπεια όλα όσα έχει ανάγκη να μάθει ο κόσμος για μας. Λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιός μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, αλλά ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει».
Marguerite Yourcenar, Αδριανού απομνημονεύματα