Πρώτο βιολί η καθηγήτρια. Δεύτερο η μάνα, που ξενοδουλεύει, για να δει το γιο της «να αρπάζει τη ζωή και να τη στίβει σαν λεμόνι». Το γυναικείο δικαστήριο εν χορώ αποφαίνεται ότι το παιδί έχει μεν δικαίωμα να είναι παιδί, αλλά δεν έχει δικαίωμα να παρακωλύει τη διδακτική διαδικασία (η καθηγήτρια) και να εμποδίζει τους καθηγητές να κάνουν τη δουλειά τους (η μάνα), δεν έχει δικαίωμα να αποσυντονίζει το μάθημα, όταν κάποιοι μοχθούν να μάθουν (η καθηγήτρια), να ενοχλεί αυτούς που δεν του χρωστάνε τίποτα (η μάνα) και, πάνω από όλα, δεν έχει δικαίωμα να παραμελεί τον εαυτό του και να μην αξιοποιεί τα χαρίσματά του, που είναι τόσα πολλά!!! (και οι δυο ομοφώνως).
Ο μαθητής, με μάτια πιο λαμπερά από τα λαμπιόνια του δέντρου δίπλα του, κοιτάζει μία την μια, μία την άλλη, με το βλέμμα, που φοράει κάθε φορά που βλέπει περισπωμένες και δασείες στον πίνακα: «καημενούλες, δεν σας το έχουν πει, αλλά δεν υπάρχετε πια…»
Ξαφνικά, το πρόσωπό του φωτίζεται, σαν να του ανακοίνωσαν ότι αντί για διαγώνισμα, θα έχει «κενό». Γυρίζει αστραπή την πλάτη του στις κυρίες, σηκώνει το χέρι του και το κολλάει σε ένα παιδί, αδελφό φίλου του, που ήρθε μαζί, για να πάρουν τους βαθμούς, ένα παιδί με σύνδρομο DOWN, ενώ του σκάει και ένα φιλί λέγοντας: «Τι έγινε, ρε μεγάλε; Καιρό έχω να σε δω!»
«Καλές γιορτές», είπε η μία κυρία.
«Καλές γιορτές και σε σας!» η άλλη.
«Καλές γιορτές» και ο μικρός.
Βάνα Δουληγέρη