ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ
Κάθεται.
Μια πεταλούδα μόνο νέμεται
τη νυσταγμένη συντροφιά του,
θαρρείς και έχει διαταχθεί
να μην τον πλησιάζει σε απόσταση εγγύτερη
του έρωτος από το αντικείμενό του η ασκήμια.
Ιδρώτας από το μυώδες
κεφαλόβρυσο της νιότης του διατρέχει
τα ενδύματά του σαν ήχος ακαθόριστος
που έρπει μες στους θάμνους.
Ευγενής παραφωνία
μες στην έρπουσα πιο κει ενηλικίωση.
Κρατούμενα τα μάτια του
σε απροσπέλαστα κελιά ηλίου,
το δε βλέμμα του συνοδηγός του λεπτοδείκτη
σαν υπνωτισμένος εκτελεί
το δήμιο δρομολόγιό του.
Ασκείται στη μακρόσυρτη αναμονή.
Ενδεχομένως να ζητεί πιστοποιητικό
περί απραγματοποιήτου μιας φυγής.
Ίσως, απ’ την άλλη, καιροφυλακτεί
πότε θα κηρυχθεί κατάπαυση ισχυρισμών,
πότε θα λυθούνε οι γραβάτες,
για να πάει να φορτώσει τα χαρτιά του
μ’ ό,τι απορριπτέο ήθελε κριθεί.
Αίφνης, μια δεκαοχτούρα αψηφά
το άβατο λευκό του πουκαμίσου του.
Σηκώνεται.
Σπεύδει επί τόπου μια βρισιά
να βεβαιώσει το γνήσιον της γκαντεμιάς.
Λοιπόν, καλά τα λέω:
από μια κουτσουλιά έμπνευση
ορθώνονται ποιήματα δυο μέτρα.