Προσωπογραφία κυρίας με ψάρι στη γυάλα, Γεράσιμος Πιτζαμάνος
Σοβαρὰ κάποια
Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου,
Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου.
Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου,
Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου.
Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου,
Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μου
Καὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου,
Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου.
Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου,
Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει.
Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου,
Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη,
Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μου
Πῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.