SINE QUA NON
Ἡ
ἀπουσία σου πατέρα εἶναι οὐδέν. Μήδ᾽ ἕν –
Παράγοντας ποὺ μηδενίζει ὅλα τὰ γινόμενα,
Χαμένος πόντος στὸ πλεκτό, τὸ μάτι τῆς βελόνας
Ποὺ κλαίει τὴ μαύρη της κλωστή. Τὸ σημεῖο
Ποὺ τυφλὰ ἁπλώνεται πίσω ἀπ’ τὸν καθρέφτη.
Ἡ ξαφνικὴ σιγὴ ποὺ ξεσπάει
Ὅταν τοῦ ψυγείου ὁ βόμβος σταματάει
Καὶ τὰ τριζόνια παύουν γιὰ νὰ περάσει ὁ χειμώνας.
Ἡ
ἀπουσία σου, πατέρα, εἶναι οὐδέν – ἐπειδὴ εἶναι
Τοῦ ὠμέγα τὸ τελευταῖο Ω μακρόν, τῆς μνήμης ἀφαίρεση
Τὸ κλάσμα ἀνέφικτης διαίρεσης,
Τὸ στοιχεῖο μέσα ὅπου κινοῦμαι, τ᾽ ἀδειανό,
Τῆς δαντέλας διάκενο, τὸ ποὺ τ᾽ ἀστέρια ἐμπεριέχονται κενό,
Τὸ μηδὲν ποὺ στὴ θέση του κρατάει τὸ ἄθροισμα τὸ τελικό.
Μετάφραση Ειρήνη Λουλακάκη-Μουρ