«Έναν στίχο»
Σε κάποιο καφέ.
Έφεγγε έξω καταρρακτωδώς.
Λεμονανθούς, της άνοιξης
στομφώδη ραβασάκια,
καταχώνιαζε στο διάβα μου
το αγγελιαφόρο αεράκι.
Κάτω από το υπόστεγο εκείνος
για να μην τον πιτσιλά το φως.
Στο βάθος της ματιάς του –εάν
καλοκοιτούσες– λειτουργούσε
ένα ιδιόκτητο φθινόπωρο
με δύο τρεις θαμώνες γρίφους.
Χασομέρησα μαζί τους κάμποσο
και φεύγοντας παρήγγειλα
στον γραφικό του χαρακτήρα
έναν στίχο.
Πήρε τότε ανά χείρας μιαν απόδειξη
–ακρίβυνε πολύ να τον μαντεύω–
κι άρχισε όπισθεν να εξυπηρετεί
την έμπνευσή μου.
Γραφικός πολύ ο χαρακτήρας του.
Και ιδού η απόδειξη.