«Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις»: Η μόνη Ανάβαση που ήξερα μέχρι τον Ιούλιο του 2016.
7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙOY ΑΘΗΝΑ: Συζήτηση με μελλοντική υποψήφια των Εισαγωγικών εξετάσεων:
Σταυρούλα, πρέπει να μιλήσουμε και για τον «Εθελοντισμό».
-Υπάρχει περίπτωση να πέσει;
-Όχι, αλλά με τις Πανελλαδικές, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για όλα.
(Θαυμαστό πόσο μπορεί να μιλήσει ένας φιλόλογος και ένα ευφυέστατο παιδί για ένα θέμα που δεν κατέχουν…)
2 ΙΟΥΛΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΣ:
Ομάδα εθελοντών συγκεντρωμένη σε κύκλο στο σαλόνι του πλοίου. Η Πόπη, η πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου, δίνει ένα γενικό πλάνο της Αποστολής: Η ομάδα θα διανοίξει ιστορικά μονοπάτια στην Αστυπάλαια. Το νησί έχει ένα αξιοσημείωτο δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών και πρέπει να αναδειχθεί. Η δουλειά θα είναι καθημερινή, απαιτητική και …καυτή. Υπάρχουν διαδρομές ήπιας, μέτριας και υψηλής δυσκολίας. Η Κρίνα συμπληρώνει: «Μετά από αυτή τη δράση, δεν θα είσαστε οι ίδιοι άνθρωποι» Κοιτάζω γύρω μου. Οι πιο πολλοί εδώ είναι έμπειροι ορειβάτες και πεζοπόροι. Κάποιοι άλλοι αποφασισμένοι νεοφώτιστοι και ελάχιστοι είδαν φως και μπήκαν.
3 ΙΟΥΛΙΟΥ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ:
Εγερτήριο στις 6.30. Ψαχουλεύοντας το ξυπνητήρι μέσα στη σκηνή μου, για να το κλείσω, αναρωτιέμαι πόσες ώρες έχω μάθημα σήμερα, ενώ θυμάμαι με τρόμο ότι βιβλίο δεν άνοιξα χθες.
«Πέτρα στην πέτρα
ολημερίς
χτίζω και δε σε φτάνω
ήλιε μου πόσο είσαι πάνω
και δόξα τω Θεώ»
Με Θεοδωράκη ποτέ δεν φαλτσάρεις πάνω σε ένα φορτηγό που σε πάει για δουλειά. Η ζέστη ολοένα και πυρώνει. Ο αέρας ζητάει τα ρέστα. Ένα καπέλο λιποτάκτησε και στροβιλίζεται από το βουνό προς τη θάλασσα.
Εδώ η ηλικία σου δεν έχει σημασία. Είσαι όσο αποφάσισες να είσαι. Μερικοί με πολλές δεκαετίες πάνω στην πλάτη τους, βάζουν κάτω κλειδοκράτορες γυμναστηρίων.
-«Μα πώς το καταφέρνουν;»
-«Εξάσκηση», μου λέει η Κρίνα. Και κυρίως θέληση. Εγώ πριν 7 χρόνια μια σκάλα ανέβαινα και κουραζόμουν. Κι εσύ μπορείς να το εξασκήσεις, αν το θέλεις.»
Εδώ ούτε η επαγγελματική σου ιδιότητα έχει σημασία, ούτε το φύλο, ούτε η καταγωγή σου. Είσαι στο ίδιο αγώνισμα με τους άλλους και τον ίδιο «μισθό» θα λάβεις. Άλλοι ήρθαν από την Πάτρα, άλλοι από Θεσσαλονίκη, άλλοι από τη Χίο. Ούτε η εθνικότητά σου. Ο Σέρχιο είναι από την Κούβα. Ο Σέλσο από το Περού. Ούτε το όνομά σου έχει καμιά σημασία. Δεν πα να σε λένε Άννα, Βάνα, Σουλτάνα ή Σβετλάνα, όταν ακούσεις τον αρχηγό να φωνάζει: « Τσουγκράνα!!!», πρέπει εσύ να πας, γιατί εσύ κρατάς σήμερα την τσουγκράνα.
Φτάνουμε στον προορισμό μας. Βουνό γυμνό, πετρώδες, μανιάτικο. Βάτα και …αχινοί στεριάς καλύπτουν το μονοπάτι. Ανηφορικό και δύσβατο. Ξεκινάμε να κλαδεύουμε, να αποψιλώνουμε, να σκάβουμε, να πριονίζουμε, να τσαπίζουμε. Και ένας ήλιος εξοργιστικά ο ελληνικός εαυτός του.
Ο Τάσος, ο ομαδάρχης μας σήμερα, κοντοστέκεται δίπλα μας: «Την ψαλίδα την κρατάμε ίσια, κάθετα στον κορμό, αλλιώς χαλάει το εργαλείο. Κόβουμε τον κορμό όσο πιο κοντά στη ρίζα γίνεται.» Και έπειτα από 2μιση ώρες: «Κάντε οικονομία ενέργειας. Το κομμάτι αυτό έχει καθαριστεί. Προωθηθείτε! Προσπεράστε την ομάδα Α και θα σας βρω στον κούκο.» Μου έρχεται στο μυαλό το Κούκος bar στο Θησείο, μετά το ομώνυμο καθηγητοστέκι στη Ρόδο, μετά το γνωστό πτηνό – ταχυδρόμος της Άνοιξης. Τελικά, ο κούκος είναι μια πυργόσχημη στοίβα από πέτρες, που οριοθετεί το μονοπάτι. Την φτιάχνει η ομάδα που προηγείται, για να έχουν έναν οδοδείκτη οι επόμενες.
Κοιτάζω για δευτερόλεπτα πίσω μου. Εκεί που έβλεπες βάτα, τώρα βλέπεις βατό, ομαλό, καθαρό δρομάκι, με χώμα κόκκινο σαν μοσχάτο σταφύλι, ζωηρεμένο από την παραζάλη της τσάπας και της τσουγκράνας. Αυτό θα πει, λοιπόν, «ανοίγω δρόμο»! Μα πώς το λένε αυτό, το να ανοίγεις δρόμο, για να περάσουν άλλοι; Άλλοι άγνωστοι, που θα παραμείνουν άγνωστοι; Ιδέα δεν έχω. Και για πρώτη φορά η κατάλληλη λέξη δεν έχει καμία αξία μπροστά σε μια σταγόνα νερό.
Μου τελείωσε το νερό. Και δεν έχω ιδέα πόση είναι ακόμη η διαδρομή. «Θα σου δώσω εγώ» μού λέει η Όλγα. Απλά και φυσικά. Σαν να δίνει ένα παιδί τη γόμα του στο διπλανό θρανίο. Μου προσφέρει και όλες τις σταφίδες, που είχε μαζί της, γιατί ζαλίζομαι λιγάκι. Στο 3λεπτο διάλειμμα, ο Αποστόλης μού εμπιστεύεται ένα συγκινητικό κείμενο που έγραψε μετά από μια ανάβασή του στο Στεφάνι, στον Όλυμπο. Θα το απολαύσω το απόγευμα με τον καφέ. Θα καταλάβω λίγο περισσότερο αυτή τη φυλή των γενναιόδωρων, ψυχωμένων και ταπεινών ανθρώπων.
Ο ήλιος από πάνω ψήνει ψωμί. Κάψα, πύρα, πυράδα, λιοπύρι, ηφαίστειο, πυρκαγιά, φωτιά και λάβρα. Απόκαμα απ΄ το λιόκαμα. Λαβώθηκα απ΄ τη λάβα. Τα πόδια μου δεν με βαστάνε, πονάνε μέχρι κι οι βλεφαρίδες μου, τα αρβυλάκια με έχουν χτυπήσει και ένα αγκάθι τρύπωσε μέσα από το γάντι, στον αντίχειρα. Διαλύομαι. Ως εδώ ήταν! Χάρηκα που σας γνώρισα, παιδιά. Τα ξαναλέμε.
Σκέφτομαι: εξουθενώθηκα, εξαντλήθηκα, ξεθεώθηκα, ξελιγώθηκα και άλλες λέξεις με «ξε». Λέω όμως: «Κουράστηκα!» Με κοιτάνε με απορία. Όλοι!!! Όχι επειδή δεν με καταλαβαίνουν. Ούτε επειδή αδιαφορούν. Αλλά, γιατί είναι ανακοινώσιμο αυτό; Πόσα σημαντικά πράγματα γίνονται χωρίς κούραση; Κανένα. Να δώσουμε σημειώσεις στα παιδιά, να μην κουραστούν να διαβάσουν. Να παρκάρουμε πιο κοντά, να μην κουραστούμε να περπατάμε. Να παραγγείλουμε απ΄ έξω, να μην κουραστούμε να μαγειρέψουμε. Κι ας ξέρουμε στο βάθος πως μόνο ό,τι αποκτά κανείς με κόπο εκτιμά και μόνο τα πονήματά του ενδιαφέρεται να διατηρήσει. Χάσαμε τον «Κάματον τον ευκάματον» που έλεγε και ο Ευριπιδάκης. Μάρτυς μου ο Θεός, άκουσα και κάποιον να λέει: « Άμα δεν κουραστώ, δεν έχει πλάκα». Σ΄ αυτή τη δήλωση θα έβγαζα το καπέλο μου, αν δεν είχα το πιστόλι του Ήλιου στον κρόταφο.
Στον επόμενο σταθμό πρέπει να μεταφέρουμε πέτρες. Από τη μια μεριά στη μακρινή άλλη. Εδώ, Σταυρούλα, εφαρμόζουμε το εργοστασιακό σύστημα Τέιλορ: σου δίνω ένα αγκωνάρι, το δίνεις στον διπλανό σου κι αυτός στον επόμενο. Ή μάλλον το σύστημα του Μεγάλου Βασιλείου: «Ο εργαζόμενος οφείλει να μην αυτονομεί την εργασία του, γιατί έτσι καλλιεργεί ατομοκρατική συνείδηση. Αντίθετα, θα πρέπει να έχει την συνείδηση ότι λειτουργεί ως μέλος ενός οργανικού σώματος.»
Πιο κάτω η ομάδα Δ με πρωτομαστόρισσα την Πόπη χτίζει με κάτι ογκόλιθους να!, με το συμπάθιο, κάτι – λέει – για να περνάει το νερό. Θα σας γελάσω τι είναι αυτό, αλλά χαίρομαι που ανήκω στην ομάδα Β. Εμείς οι Β εκτός από το ότι έχουμε τώρα αναλάβει ένα αγκαθωμένο ίσιωμα, έχουμε και τον Σέρχιο, που, ενώ έχει αποψιλώσει το μισό βουνό μόνος του, μας ντοπάρει με κουβανέζικα τραγούδια. Του ζητάω το VALIO LA PENA. Δεν μου χαλάει χατίρι.
Ακούω τον Δημήτρη πίσω μου να ζητάει συγγνώμη από ένα φασκόμηλο, γιατί πρέπει να το κόψει με την τσάπα. Εμποδίζει τον μελλοντικό περιηγητή:
– « Συγγνώμη, φασκόμηλό μου, δεν γίνεται αλλιώς…»
– « Δεν πειράζει, του λέω, γεμάτο φασκομηλιές είναι το βουνό».
Σιωπή.
Τη σιωπή αυτή την αναλογίστηκα στο πλοίο της επιστροφής. Τι θα πει: «Δεν πειράζει;». Τι θα πει: «Γεμάτο φασκομηλιές είναι το βουνό;» Ποιος μας έχρισε ειδικούς να κρίνουμε αυτό που περισσεύει και αυτό που αξίζει γύρω μας; Ποιος μας όρισε αρμοδίους για το ξήλωμα του άλλου από το σύμπαν; Μήπως κάτω από αυτή τη χρηστική ανάγνωση του κόσμου δεν έχει χαθεί η αξία της μοναδικότητας, της ποικιλίας και της συνεννόησης με τη φύση; Ακόμη κι ένα αγκάθι έχει τη θέση του, την αξία του και τον προορισμό του σ΄ αυτό τον κόσμο. Θα το νιώσεις αυτό, δραματικά, όταν αισθανθείς εσύ το αγκάθι σε μια γειτονιά ρόδων. Αυτή τη νοοτροπία όμως κουβαλάμε στις σχέσεις, στις δουλειές, στους έρωτες, στις φιλίες, στα σπίτια, στα κόμματα, στα … Αποτύχαμε εδώ; Δεν πειράζει. Πάμε πάρα πέρα. Έχει κι αλλού έρωτες, αγάπες, φίλους, οράματα, ιδέες, μύθους, ευκαιρίες.
Οι εθελοντές που βλέπω γύρω μου δεν ψάχνουν ευκαιρίες. Ψάχνουν ευθύνες. Και τις αναλαμβάνουν.
Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι τα μονοπάτια ήταν καρπός δουλειάς κάποιων. Νόμιζα ότι φυτρώνουν μόνα τους, σαν το κρίταμο, την κάππαρη και το θυμάρι. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι εγώ που παίρνω το αυτοκίνητο, για να πάω στο απέναντι περίπτερο, μπορώ να περπατήσω 4,5 χιλιόμετρα (προς το παρόν) απνευστί, αν δεν με κυνηγάει κάποιος με τσεκούρι. Αλλά, βέβαια, καμία σχέση δεν έχω με αυτούς τους ονειροπόλους εδώ πέρα. Απλώς, τώρα που είδα τι παίζει, δεν μπορώ να αποδράσω. Μόνο δύο αγριοκάτσικα βλέπω δίπλα μου, τα οποία μάλλον δεν μπορούν να με βοηθήσουν.
Η ανηφόρα κόβει την ανάσα. Κι η θέα την αποτελειώνει. Όπου δεν χρειάζεται η ψαλίδα, παραμερίζουμε πέτρες. Παραμερίζω πέτρες. Τις ξεριζώνω και τις πετάω κάτω από το ύψωμα. Μία και με τα δύο χέρια. Μετά μία από κάθε χέρι. Έχω και εκείνο το αγκάθι, βέρα στο δεξί, και νιώθω σαν τον πληγωμένο Έκτορα που μάχεται τον Αίαντα:
Και όμως ο Έκτωρ μ’ όλ’
αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ’ την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν
επτάδιπλην ασπίδα
μ’ αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Λαχταράω να ακούσω τον κήρυκα Ιδαίο να λέει:
Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου,
(…) Κι ενύκτωσεν, είναι καλό στην νύκτα να
υπακούμε».
Αντ΄ αυτού, ακούω τον Κώστα, τον Θεολόγο της ομάδας μου, να με ραπίζει γλυκά με Απόστολο Παύλο: «Ὀρῶ τινάς περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως μηδέν ἐργαζομένους ἀλλά περιεργαζομένους», που σε απλά ελληνικά σημαίνει: «Βλέπω κάποιους ανάμεσά σας να μη δουλεύουν, αλλά να λουφάρουν και να χαζεύουν» Συνεχίζω. Φαντάζομαι τώρα ότι λιθοβολώ όλους τους εχθρούς μου και συνεχίζω με σχετικό κέφι: ρίχνω πετριές σε υπουργούς Παιδείας, πρωθυπουργούς, διευθυντές σχολείων, τραπέζης, ΕΟΠΠΥ, μεγαλοδημοσιογράφους, τροϊκανούς, ευρωπαϊστές, ευρωσκεπτικιστές, γείτονες, συγγενείς και πάει λέγοντας. Πολύ λυτρωτικό.
Μετά από εργασία 4,5 ωρών, λέω, τελείωσαν τα βάσανά μας, Μεγαλοδύναμε! Αλλά όχι! Αντί να γυρίσουμε από το μονοπάτι που φτιάξαμε, να το χαρούμε κιόλας, επιστρέφουμε από το φαράγγι του Αϊ Γιάννη. Ανδροβάδιστο θα το έλεγε ο Ελύτης. Και θα είχε δίκιο. Πέτρες κοφτερές. τραχιές, επιθετικές, φυτευτές, κινητές, αχειροποίητες πέτρες. Πέτρες, λιθάρια, κοτρόνες, κοτρόνια, αγκωνάρια, στούρνοι, στουρνάρια, κιμιλιές, ογκόλιθοι: παίρνω το διδακτορικό μου στην πέτρα. Περνάμε έρποντας, πηδώντας, δρασκελώντας, αντιστηριζόμενοι, μετεωριζόμενοι και κυρίως προσευχόμενοι. «Αν δεν γυρίσω πίσω με τους γλουτιαίους της Ριάνα, θα κάνω μήνυση στο Δ.Σ του Ορειβατικού Συλλόγου Φυλής», σκέφτομαι φωναχτά. Ο Σέλσο προσφέρεται να απαλλάξει από τα βαριά εργαλεία μερικούς από εμάς και βρίσκεται να κουβαλάει 3 τσάπες, 5 ψαλίδες και κάνα δυο πριόνια. Ένας αληθινός Ίνκα! Προπορεύεται ήδη. Χαμογελώντας! Δεν έχω αγαπήσει άνθρωπο τόσο πολύ σε τόσο λίγο χρόνο.
Επιτέλους, φτάνουμε στην έξοδο του φαραγγιού. Δεξιά σχηματίζεται κάτω από έναν ασβεστολιθικό βράχο μια φιδίσια λουρίδα σκιάς. Στριμωχνόμαστε όπως, όπως. Νερό και αγαλλίαση. Και κουβεντολόι. Ο Νείλος, ο ομαδάρχης της Α ομάδας, μας παραγγέλνει να μιλάμε πιο σιγά, γιατί υπάρχει κίνδυνος κατολισθήσεων. Υπακούω. Ποιος μπορεί να μιλήσει, εξάλλου, όταν η ψυχή του έχει φτάσει κάτω από τη γλώσσα; Όλοι χαμογελούν. Δεν ξέρω, γιατί χαμογελούν οι άλλοι, αλλά εγώ χαμογελώ, γιατί πιστεύω ότι ένα μωβ ελικόπτερο με δαντελένια σημαιάκια έρχεται όπου να’ ναι για την αεροδιακομιδή μου. Θα το οδηγεί αυτός ο ξανθός πρίγκιπας, που έπαιζε με τη Ναθαναήλ στο «Επιχείρηση Απόλλων» και θα με εναποθέσει πάνω στο γαληνεμένο κύμα. Μετά την πρόταση γάμου.
Αμ, δε!!!
Μάλλον θα παίξω στο «Επιχείρηση Άδης»: Μετά από 5ωρη τελικά εργασία στο κακοτράχαλο βουνό, μετά και από τη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν στο ατελείωτο φαράγγι, ο Νείλος μάς καλεί για ξενάγηση στο βυζαντινό εκκλησάκι του Άι Γιάννη πάνω στο κάστρο… Άλλα 2 χιλιόμετρα πεζοπορία… Νιώθω όπως οι μαθητές μου, όταν τους κάνω ερώτηση 10 λεπτά, προτού χτυπήσει το κουδούνι στο εφτάωρο. Μου έρχεται να δολοφονήσω το Νείλο με την τσάπα. Φαντάζομαι να πρωταγωνιστούμε κι οι δύο στη 10η ΕΝΤΟΛΗ, μόνο που αυτός θα παίξει λιγότερο, γιατί θα τον έχω βγάλει από τη μέση στο πρώτο 10λεπτο… Έχω όμως πάρει ειδικότητα στη Βυζαντινή Φιλολογία κάποτε και ντρέπομαι να σκοτώσω τον Νείλο, επειδή θέλει να μας συστήσει ένα βυζαντινό εκκλησάκι, επειδή εκτιμά και αγαπά και γνωρίζει την ιστορία κάθε πέτρας που άντεξε στο χρόνο. Άνθρωπο που σέβεται τα χαλάσματα, δεν τον πειράζεις. Τον ακούς. Και μαθαίνεις.
Βγαίνουμε από το εκκλησάκι συγκινημένοι. Ο ήλιος λιώνει τα καπέλα. Με χαρά μας ανακοινώνουν ότι θα περπατήσουμε 2 χιλιόμετρα ως την παραλία και στη διαδρομή θα θαυμάσουμε έναν μικρό καταρράκτη! Θέλω να απαγχονιστώ, αλλά γύρω μου μόνο θάμνοι και βάτα. Σαν τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» καταδικάστηκα σε αιώνια προσμονή του Θεού Νηρέα και σαν τον Προμηθέα σε αιώνια παραμονή στον βράχο, ελπίζοντας σε έναν Ηρακλή να με απελευθερώσει. Προχωρώ μαζί με τους άλλους, όπως μπορώ. Φοβάμαι κιόλας μήπως ξεστρατίσω από την ομάδα και χαθώ. Και κάνω διπλό κόπο μετά. Μετά από 1 χιλιόμετρο και η θάλασσα ούτε που φαίνεται. Ορκίζομαι ότι, αν αξιωθώ να φτάσω, θα πέσω μέσα με τα ρούχα. Και το σάκο στους ώμους. Και τα αρβυλάκια. Και την ψαλίδα.
Αγαπημένε μου Ξενοφώντα, φτάνουμε, επιτέλους στην παραλία του Άι Γιάννη. Τώρα καταλαβαίνω το «Θάλαττα θάλαττα!» και εσένα. Έρημη, αδούλωτη, φιλόξενη θάλασσα. Πλησιάζω την ακτή σαν να βλέπω στην αίθουσα υποδοχής αεροδρομίου φίλο αδελφικό ξενιτεμένο 30 χρόνια. Βουτάω και βγαίνω μόνο, για να αναπνεύσω. Βεβαιώνομαι ότι ο Θεός δημιούργησε τη θάλασσα, για να συγχωρούμε τα λάθη Του. Δεν θυμάμαι να έχω απολαύσει μπάνιο περισσότερο στη ζωή μου. Σε λίγο θα έρθει το καΐκι να μας πάρει.
Το καΐκι ήρθε, αλλά δεν μπορεί να αγκυροβολήσει κοντά στην παραλία. Η πρώτη πρόταση να πάμε κολυμπώντας ως εκεί με τα εργαλεία ψηλά, σαν τον Πρέκα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, καταψηφίζεται ασκαρδαμυκτί. Ο ιδιοκτήτης του καϊκιού έρχεται με ένα βαρκάκι και παίρνει πρώτα τα εργαλεία και μετά εμάς, κατά ομάδες. Κωπηλατεί δεκάδες φορές, για να πάρει 53 άτομα. «Μην κινηθείτε καθόλου, όταν πλευρίσω, γιατί θα πέσουμε όλοι» λέει. « Θα σας πω εγώ πότε να σηκωθείτε και πώς θα ανέβετε» Τον παρατηρώ και σκέφτομαι αυτούς που λιώνουν στα γυμναστήρια της Αθήνας. Κορμί σαν κι αυτό… Κανείς… Ποτέ.-
Μετά από 1 ώρα στο κυματόδερτο καΐκι, στο ανεμοδαρμένο φορτηγό του Νικόλα. Πάνω στην καρότσα, η μαθηματικός της παρέας αρχίσει τις μπλε ιστορίες. Γέλια, υποθέσεις, ερωτήσεις και κάποιοι από την άλλη μεριά να διαμαρτύρονται: «Μιλήστε πιο δυνατά, βρε παιδιά! Δεν σας ακούμε!» Ξεχνάω την κούραση. Για λίγο.
Γυρνάμε στο κάμπινγκ κομμάτια. Παίρνω έναν παγωμένο καφέ και χώνομαι να κουρνιάσω στην αγκαλιά του ΙΝΤΕΡΝΕΤ. Ο Σωτήρης με βλέπει με το τάμπλετ και λέει: «Μα τι κάνεις εκεί; Κλείσε το αυτό το πράγμα, κοίτα γύρω σου, γίνε άνεμος, γίνε βράχος, γίνε θάλασσα, γίνε καλάμι!»
Δίκιο έχει. Πώς ξεκορμίσαμε έτσι από τη φύση, από τις δυσκολίες της, τις ομορφιές της, τα άπαρτα κάστρα της; Καταντήσαμε να θαυμάζουμε με τις ώρες ένα διακοσμημένο σαλόνι, ένα brand outfit, ένα κινητό νέας γενιάς και γίναμε ανίκανοι να χαζέψουμε ένα λουλούδι, να ψηλαφήσουμε μια πέτρα, να αναπνεύσουμε εκεί που πετούν τα πουλιά. Θυμάμαι τα παιδιά του σχολείου μου στις εξετάσεις Ιουνίου. Ζήτησαν να κλείσουμε τα παράθυρα. Τα ενοχλούσε ο θόρυβος και δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Όχι τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Αλλά να, κάτι απρόσκλητα σπουργίτια τιτίβιζαν ασταμάτητα εκεί έξω.
Αλλά και εμείς οι μεγάλοι δεν πάμε πίσω. Πατάμε 1000 λάικ σε μια φωτογραφία της Χιλιαδούς, αλλά δεν παίρνουμε τον άνθρωπό μας μια Κυριακή να πάμε 2 ώρες δρόμο να την απολαύσουμε. Χορταίνουμε με το μάτι. Από Εραστές της φύσης Μπανιστιρτζήδες της. Στο δόγμα της πορείας με ελάχιστη αντίσταση αδυνάτισε η όρασή μας, πάχυνε η αισθητική μας και αμβλύνθηκε η τέρψη μας. Από τα 1972 διαμαρτύρεται ο παππούς Τερζάκης: «Βαίνουμε προς το ιδανικό του ελάσσονος κόπου. θα καταλήξουμε στην απαλλαγή από την ανθρωπιά μας, από τη δίψα της ψυχής.»! Αλλά μήπως ακούσαμε ποτέ έναν πνευματικό άνθρωπο εγκαίρως; Μετά ξυπνάμε ένα πρωί, τινάζουμε τα κλινοσκεπάσματα της πλήξης και ψάχνουμε την περιπέτεια. Την θέλουμε την περιπέτεια, αλλά δεν έχουμε το τσαγανό να την αναζητήσουμε εκεί που πραγματικά υπάρχει. Εκεί που δοκιμάζει την πίστη στον εαυτό σου και κυρίως εκεί που κάνεις μακροβούτι στην κοινωνικότητά σου και δεν ξέρεις πώς θα βγεις στον αφρό. Εκεί που το εμπόδιο είναι ένα φυσιολογικό δεδομένο. Δεν είναι μια αστόχαστη ταλαιπωρία, που επινοήθηκε σκόπιμα, για να σου προσφέρει τεχνητή συγκίνηση. Εξακολουθώ, ωστόσο, να διαβάζω στο τάμπλετ : «Base jumping, big wave surfing και άλλα 10 πράγματα που πρέπει να κάνεις όσο ζεις!» Μωρέ, ας βρούμε 5 πράγματα που νιώθεις ότι ζεις, όταν τα κάνεις.
Αποσυνδέομαι.
Πάω να διαβάσω τον πίνακα ανακοινώσεων για την επόμενη μέρα:
[Αναχώρηση στις 7.30 για Παχιά Άμμο. Στις 15.ΟΟ μπάνιο. Αναχώρηση στις 17.00 με καΐκι για τη Χώρα. Ξενάγηση στο Κάστρο και την Παναγιά την Πορταϊτισσα. Ενισχυμένα νερά. ]
Κάπως έτσι και οι επόμενες μέρες. Εννιά χιλιόμετρα κατά μέσο όρο την ημέρα. Πάντα με νερά ενισχυμένα. Και όρια διευρυμένα. Να τα πηγαίνεις λίγο παραπέρα από χτες. Να μπορείς. Και να απορείς. Και να σκέφτεσαι: Θα το ξανάκανα; -«Όχι, αλλά είμαι ευτυχισμένη που το έκανα.» Και περήφανη, γιατί γνώρισα ανθρώπους, που τους θαύμασα πολύ και ας μην τους κατάλαβα καθόλου. Είχα ακούσει κάποιους να λένε: «Κάναμε μαζί εξορία», «Κάναμε μαζί στρατό», «Κάναμε μαζί φυλακή». Ίσως, αν το ξανατολμήσω, νιώσω πραγματικά τα λόγια της Πόπης: «Κάναμε μαζί βουνό».
Σταυρούλα, πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τον «Εθελοντισμό». Η καχυποψία απέναντι στους εθελοντές κάθε είδους και τα επιχειρήματα του τύπου : «Όπου δρουν οι εθελοντές, η Πολιτεία επαναπαύεται», είναι άλλοθι για την απάθεια, τον εγωκεντρισμό και την οκνηρία μας. Δεν ξέρουμε από ποια πηγή πηγάζει η ορμή των εθελοντών. Δεν ξέρουμε τα κίνητρα του καθενός. Ίσως δεν έχει και σημασία, αλλά αν υπήρχαν πολλοί σαν και αυτούς, ο κόσμος θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Κι αν το θες, δεν ξέρουμε τι είναι οι εθελοντές, αλλά ο εθελοντισμός είναι πρεπειά στην οικουμένη, που λέει και ο Ερωτόκριτος.
Αν τύχει να συναντήσεις αυτούς που συνειδητά και συστηματικά και ανώνυμα και ταπεινά και ανιδιοτελώς υπηρετούν την «ιδέα του άλλου», από οποιοδήποτε μετερίζι, μαγειρεύοντας φαΐ για τον κατατρεγμένο, κρατώντας συντροφιά σε μια γερόντισσα ή βάζοντας νεράκι σε ένα αδέσποτο, θα σου έρθουν στο μυαλό αυτά τα λόγια:
«Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματό μας. Δεν ξενοδουλεύουμε΄ εμείς είμαστε οι αφέντες. το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας. Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.».
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στην ομάδα του ΕΠΟΣ ΦΥΛΗΣ, που το καλοκαίρι του 2016 διάνοιξε ιστορικά μονοπάτια στην Αστυπάλαια, βγάζοντας τον ήλιο ψεύτη:
Καλλιόπη, Κρίνα, Τάσος, Νείλος, Χρήστος, Μαρία Μαρ, Άννα, Άγγελος, Γιώργος , Φιλομένα, Σμολένσκι, Λεμονιά, Ευάγγελος, Καλλιρρόη, Τίνα, Νίκος, Ευγενία, Όλγα, Δημήτρης Κ. Γλυκερία, Λόλα, Μαρία Μας, Κώστας Μπ. Σωτήρης, Αγγελική, Σέρχιο, Δήμητρα, Ελένη , Ανδρομάχη, Δημήτρης Δ. Ανδρέας, Κέλλη , Γεωργία, Αργυρώ, Μανόλης, Γιούλα, Κώστας Τ. Σέλσο, Σοφία Α, Σοφία Θ., Αλέξανδρος, Σπύρος, Βασιλική, Στράτος, Θανάσης, Χρυσάνθη, Θάνος, Ελένη, Λεϊμονιά, Απόστολος.